«Καποδίστριας: Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής» στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ

Η ανθρώπινη πλευρά του πρώτου και τελευταίου κυβερνήτη της Ελλάδας 

Η συνθέτρια Καλλιόπη Τσουπάκη μπορεί να μην είναι τόσο γνωστή στη χώρα μας αλλά στην Ολλανδία όπου εδώ και πολλά χρόνια ζει, δημιουργεί και επίσης διδάσκει σύνθεση στο Βασιλικό Ωδείο της Χάγης και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι περισσότερο και από καταξιωμένη. Το έργο της διακρίνεται για την ποικιλία του, από σολιστικές και ορχηστρικές συνθέσεις μέχρι όπερες, μουσική για θέατρο και χορό αλλά και πολυμεσικές παραστάσεις. Τον Ιούλιο της απονεμήθηκε το βραβείο «Matthijs Vermeulen Composition Price 2021», η σημαντικότερη διάκριση για συνθέτη/ρια στην Ολλανδία, για το «Thin Air», ένα έργο με πηγή έμπνευσης και θέμα την πανδημία. 

Ηταν φυσιολογικό λοιπόν η Εθνική Λυρική Σκηνή να της αναθέσει ένα έργο στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του ’21. Η ίδια επέλεξε να ασχοληθεί με το πρόσωπο του Ιωάννη Καποδίστρια και μάλιστα με μια άγνωστη στον περισσότερο κόσμο πλευρά της ζωής του. Το αποτέλεσμα είναι το «Καποδίστριας: Μονόδραμα μιας μυστικής ζωής» που παίχθηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ για τρεις μόνο παραστάσεις. Θέμα του είναι ο έρωτας του Ιωάννη Καποδίστρια όταν ήταν υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας και της Ρωξάνδρας Στούρτζα, μιας μολδαβικής καταγωγής Ελληνίδας δεσποινίδας επί των τιμών της συζύγου του τσάρου Αλέξανδρου Α’, ο  οποίος έμενε να μείνει πλατωνικός και ανολοκλήρωτος. Πριν την σύνθεση του η δημιουργός μελέτησε εις βάθος την αλληλογραφία τους η οποία συνεχίστηκε μέχρι την στιγμή της δολοφονίας του στην Ελλάδα και ενώ εκείνη είχε ήδη παντρευτεί άλλον. 

Καλλιόπη Τσουπάκη: «Ο Καποδίστριας έκανε την υπέρτατη θυσία της αγάπης του για την Ελλάδα και την ελευθερία της»

Η ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ ήταν για την προσωπικότητα του Ιωάννη Καποδίστρια και εσείς επιλέξατε αυτή την πλευρά της ή εξαρχής αφορούσε αυτή την άγνωστη στο ευρύ κοινό ερωτική σχέση του;

Η Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ μου ανέθεσε ένα έργο με θέμα ανοικτό (βέβαια σε άμεση σχέση με τον εορτασμό των 200 ετών από την επανάσταση του ‘21). Ήταν δική μου επιλογή η προσωπικότητα του Καποδίστρια, μου φαινόταν αδιανόητο να περάσει ο εορτασμός χωρίς να του αφιερώσω ένα έργο. Το θέμα «Καποδίστριας» είναι φυσικά ένα ατελείωτο ζήτημα, με υλικό για να γράψω μία όπερα πέντε ωρών, ίσως και παραπάνω (το οποίο δεν αποκλείω ότι μπορεί να κάνω στο μέλλον…)  αλλά δεν ήθελα να παρουσιάσω κάτι βαρύγδουπο για την επέτειο.  Πάντα με ενδιαφέρουν τα εσωστρεφή και ιδιαίτερα θέματα όπου μπορώ με την μουσική να δώσω άγνωστες και βαθιές πτυχές  του χαρακτήρα που διαλέγω. Η επιστημονική μου σύμβουλος, διδάκτωρ φιλολογίας του ΕΚΠΑ Μαντώ Μαλάμου η οποία είναι και αδελφική μου φίλη, με κατηύθυνε στην άγνωστη αυτή πλευρά του Καποδίστρια μετά από συζητήσεις πάνω στον προβληματισμό μου του πώς θα μπορούσα να δώσω ένα έργο με μία βαθύτερη προσέγγιση στην προσωπικότητα του.

Πιστεύετε ότι αυτό το θέμα συνδέεται άμεσα με την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του ’21 ή θα μπορούσατε να είχατε γράψει το ίδιο έργο οποιαδήποτε άλλη στιγμή και σε οποιαδήποτε περίσταση;

Ναι πιστεύω ότι συνδέεται άμεσα με την επανάσταση. Η σχέση αυτή θυσιάστηκε στον βωμό της ελευθερίας της Ελλάδος.

Θεωρείτε πως το γεγονός του ότι ο Καποδίστριας δεν παντρεύτηκε ποτέ, κάτι πολύ ασυνήθιστο για άνθρωπο της εποχής του και μάλιστα της θέσης του στην κοινωνία, οφείλεται στο ότι δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτή την, έστω και πλατωνική, σχέση;

Όχι, θεωρώ ότι εκείνη την εποχή εξαιτίας των δυνατών και πολύ αυστηρών κοινωνικών φραγμών που επικρατούσαν ήταν πολύ συχνό για προσωπικότητες σαν τον Καποδίστρια, τον Μπετόβεν, τον Σούμπερτ και άλλους πολλούς που ίσως δεν ξέρουμε να επιλέγουν την μοναξιά εφόσον οι συνθήκες τους απαγόρευαν να ενωθούν με την αγαπημένη τους.

Δεν είστε φυσικά ιστορικός αλλά ως Ελληνίδα πώς αποτιμάτε την σημασία της δολοφονίας του Καποδίστρια για την μετέπειτα πορεία της χώρας μας αλλά και της κρατικής οντότητας της: 

Σίγουρα δεν είμαι ιστορικός και επίσης αποφεύγω τις πολιτικές συζητήσεις. Όταν ακόμα ήμουν στην Ελλάδα σπούδασα, παράλληλα με τις μουσικές μου σπουδές, για  δύο χρόνια σπούδασα πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το εγκατέλειψα πεπεισμένη ότι αν θα περνούσε από το χέρι μου να δώσω κάτι στον κόσμο αυτό θα μπορούσα να το πετύχω μόνο μέσω της μουσικής. Με την μουσική ενωνόμαστε όλοι, γινόμαστε ένα, η συναυλία είναι μία μυσταγωγία, ας μην το ξεχνάμε. Για να επανέλθω στην ερώτησή όμως, ας σκεφτούμε μόνο τον σημαντικότατο ρόλο του Καποδίστρια ως υπουργού εξωτερικών του τσάρου στην ίδρυση του ελβετικού κράτους το οποίο ένωσε διαμορφώνοντας την ιδέα της ουδετερότητας και συμβάλλοντας ουσιαστικά στην διαμόρφωση του Συντάγματος του. Η απάντηση είναι αναμφισβήτητα μία, η Ελλάδα θα ήταν ένα εντελώς διαφορετικό κράτος αν είχε  καταφέρει να ολοκληρώσει το έργο του ως Κυβερνήτης.

Μία δεσποινίδα επί των τιμών της τσαρικής αυλής ήταν φυσικό να παίζει πιάνο αλλά δεν είναι πολύ ενδιαφέρον και ταυτόχρονα λίγο παράδοξο ότι το ίδιο ίσχυε και για τον πιο επιτυχημένο ίσως διπλωμάτη της εποχής του; Νομίζετε ότι αυτό αποκαλύπτει μια πλευρά της προσωπικότητας του η οποία δεν είναι ορατή από την υπόλοιπη ζωή του; 

Ο Καποδίστριας υπήρξε ένας σπάνια και μοναδικά καλλιεργημένος πολιτικός. Αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο και μοναδικό γεγονός. Δεν υπάρχουν δυστυχώς πλέον στην εποχή μας παραδείγματα τέτοιου βαθμού μορφώσεως και καλλιέργειας στους πολιτικούς. Ας φανταστούμε για παράδειγμα ότι η…Μέρκελ λατρεύει την μουσική ενός/μίας σύγχρονου/ης  συνθέτη/ριας, όχι απαραίτητα Γερμανού ή Γερμανίδας αλλά διεθνούς κύρους, και ζωντανού, όχι νεκρού και είναι σε θέση να παίζει σε κάποιο όργανο τις συνθέσεις αυτού του υποθετικού δημιουργού…Ακούγεται εξωφρενικό για την εποχή μας. Αλλά αυτή ήταν η τότε πραγματικότητα που ανεβάζει τον Καποδίστρια ακόμα πιο ψηλά στην εκτίμηση μου και προκαλεί τον έντονο θαυμασμό μου. Ο Μπετόβεν ήταν σύγχρονος του και μάλιστα στο έργο μου τον έχω πλησιάσει  κρυφά ως το…«μουσικό alter ego» του Καποδίστρια! 

Γιατί επιλέξατε η Ρωξάνδρα να είναι ένα βωβό υπό μιαν έννοια πρόσωπο και όχι ένας φωνητικός ρόλος όπως αυτός του Καποδίστρια;

Η  μουσική, όπως προανέφερα, είναι για εμένα μία μυσταγωγία μέσα στην οποία χανόμαστε και ζούμε μία άλλη πραγματικότητα όπου τα λόγια είναι φτωχά. Ο Καποδίστριας και η Ρωξάνδρα ενώθηκαν μέσα από την μουσική και μέσα από τον ήχο του πιάνου εξομολογήθηκαν όσα δεν μπόρεσαν ποτέ να πουν ο ένας στον άλλο, την τραγική αγάπη που  ένωσε τις ψυχές τους ως το τέλος. Αυτό αντήχησε μέσα μου αμέσως! Δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί αλλά ο ήχος του πιάνου ήχησε μέσα μου. Παίζω πιάνο και ξέρω πολύ καλά την μοναξιά αλλά και τον εξορκισμό της μοναξιάς μέσα από την μουσική. Ετσι δεν είχα κανένα δισταγμό, η Ρωξάνδρα ξαναζωντανεύει, η υπόσταση της είναι μουσική και η «φωνή» της ο ήχος του πιάνου.

Καθώς ο Μπετόβεν ήταν ο αγαπημένος συνθέτης και των δύο υποθέτω ότι η μουσική θα εκκινεί κατά κάποιο τρόπο από αυτόν. Τι άλλα στοιχεία χρησιμοποιήσατε κα υπάρχουν κάποιες αναφορές στην ελληνική μουσική τονίζοντας όχι μόνο το ότι ο Καποδίστριας ήταν Έλληνας αλλά και το πόσο νοιαζόταν για τον τόπο του;

Η μουσική του Μπετόβεν είναι εκείνη που τους ενώνει και αυτό δεν το αγνόησα αλλά αντίθετα το χρησιμοποίησα. Δημιούργησα ένα μουσικό υβρίδιο μεταξύ κοντσέρτου για πιάνο (Ρωξάνδρα) και μονοδράματος (Καποδίστριας) όπου ενώνονται οι δύο χαρακτήρες. Η μουσική μου ούτως ή άλλως ανέκαθεν «ακροβατεί» σε διάφορους κόσμους όπως η μεσαιωνική μουσική, η λαϊκή μουσική μας, η βυζαντινή, η αναγεννησιακή, το μπαρόκ αλλά και το ροκ. Ένα στοιχείο που θα ΄ήθελα να διευκρινίσω  είναι το ότι η μουσική μου δεν είναι εκλεκτική. Δεν παίρνω κομματάκι από εδώ και κομματάκι από εκεί και τα κολλάω, προσπαθώ να δημιουργήσω εκ του μηδενός έναν ήχο που ονειρεύομαι, μία μελωδία που με κρατάει άυπνη τα βράδια, μία φαντασία ενός άλλου κόσμου που αγγίζει οριακά μία εξωκοσμική πραγματικότητα. Αυτά είναι διεργασίες ζωτικής σημασίας για εμένα.

Ήταν συνειδητή επιλογή το να χρησιμοποιήσετε ένα ολιγομελές σύνολο και όχι ολόκληρη την ορχήστρα της ΕΛΣ ή η ενορχήστρωση προέκυψε κατά την σύνθεση του έργου και από τις απαιτήσεις της; 

Ναι, ήταν συνειδητή επιλογή. Το όνειρο μου ήταν να μπορεί να παιχτεί εύκολα και να  μπορούμε να το μοιραστούμε ακόμα και σε ένα μικρό χώρο και να επικεντρώσουμε την σκέψη μας στον Καποδίστρια και στην Ρωξάνδρα. Ο Καποδίστριας υπήρξε σεμνός και τρυφερός, αυτό καταλαβαίνουμε από τις επιστολές του. Παρακαλούσε την Ρωξάνδρα αλλά και του φίλους του να μην τον ξεχνάνε, να κρατάνε μία θέση στην σκέψη τους για εκείνον όπως έκανε και ο ίδιος.

Θα εντάσσατε το έργο στην κατηγορία της όπερας δωματίου ή όχι απαραίτητα;

Ναι αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα στο ότι δεν είναι όπερα. Μονόδραμα είναι πιο κατάλληλος όρος και επίσης είναι μία υβριδική φόρμα που δεν είχε υπάρξει ως τώρα, ένα κοντσέρτο για πιάνο και ταυτόχρονα μονόδραμα.

Τέλος πρόκειται φυσικά για εντελώς διαφορετικά έργα, όχι μόνον ως προς το θέμα τους αλλά και τον λόγο για τον οποία γράφτηκε καθένα, αλλά για εσάς προσωπικά συνδέεται καθόλου αυτό με το «Thin Air»; Ως προς το ότι ίσως και τα δύο έχουν να κάνουν με την αποξένωση του ανθρωπίνου όντος, στην μία περίπτωση εξαιτίας των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών και στην άλλη ενός εξωτερικού και ανεξέλεγκτου παράγοντα όπως μια πανδημία; 

Εγραψα το «Thin Air» πριν ένα χρόνο ως έκφραση αλληλεγγύης και συμπόνοιας για τα θύματα της πανδημίας αλλά και για εμάς τους μουσικούς. Ολες οι ζωντανές εμφανίσεις ακυρώθηκαν και η μουσική φωνή μας σίγησε. Το έργο μπορεί να παιχτεί από όλα τα όργανα  και αυτό που ήθελα είναι να αισθανθούμε ενωμένοι και να μπορέσουμε μέσα από την μουσική να εκφράσουμε τον πόνο, την απελπισία, την λύπη αλλά και την επιθυμία για ζωή, την ελπίδα και το φως. Ο «Καποδίστριας» έχει εντελώς άλλο υπόβαθρο. Την εξομολόγηση που δεν έγινε ποτέ, την μοιραία απεικόνιση  που συμβολίζει το δαχτυλίδι που της έκανε δώρο με την πεταλούδα να καίγεται στις φλόγες. Δεν υπάρχει κάθαρση, ούτε ελπίδα, είναι μία από τις τραγικότερες ιστορίες αγάπης. Η θυσία είναι ανυπέρβλητη ενώ το «Thin Air» κάνει άνοιγμα προς το «μέλλον».

Μήπως κάποια μυστικά πρέπει να παραμένουν τέτοια; 

Οι προθέσεις της Καλλιόπης Τσουπάκη είναι απολύτως σεβαστές, όπως καθενός και καθεμίας δημιουργού, υλοποιήθηκαν όμως; Από δρματουργικής πλευράς καταρχήν το «λιμπρέτο», το οποίο επίσης έγραψε η συνθέτρια, αποτελείται από σπαράγματα επιστολών του Καποδίστρια προς την Στούρτζα, ολιγάριθμα και με το καθένα να επαναλαμβάνεται αρκετές φορές με επίσης αρκετά μεγάλης διάρκειας οργανικά «κενά» ανάμεσα τους. Με αυτή την συνθήκη ο σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης δεν μπορούσε να κάνει πολλά άλλα πέραν του να δημιουργήσει μια σειρά από «ταμπλό βιβάν» εντός του αφαιρετικού σκηνικού της Αλεξίας Θεοδωράκη (η οποία υπέγραφε και τα κουστούμια) καταλήγοντας στο τέλος να βάλει τον Καποδίστρια να σέρνεται στο πάτωμα της σκηνής ώστε να δοθεί μια κάποια έστω κίνηση στον «ακίνητο» σε όλα τα επίπεδα χαρακτήρα του. Πολύ καλός ο βαρύτονος Τίμος Σιρλαντζής αν και, ποσοτικά τουλάχιστον, οι φωνητικές ικανότητες του αξιοποιήθηκαν πολύ λίγο. Επαρκέστατη η χορεύτρια και ηθοποιός Μαριλένα Γερμανού ως Στούρτζα/οπτασία η οποία διέθετε όλη την κινητικότητα που δεν είχε ο χαρακτήρας του Καποδίστρια, άλλωστε για αυτό επιλέχθηκε χορεύτρια για να την υποδυθεί. Μπορεί η πρόθεση της δημιουργού να ήταν να φωτίσει μιαν ανθρώπινη πλευρά ενός τόσο σημαντικού ιστορικού προσώπου αλλά αυτός ο οποίος βλέπουμε στη σκηνή θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος που βιώνει έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και όχι ο ερωτευμένος Καποδίστριας. Γενικότερα η δραματουργία βρίθει συμβολισμών, τόσων πολλών ώστε τελικά καταλήγουν δυσνόητοι και απομένουν μόνον αυτοί ερήμην των συμβολιζομένων.

Το μουσικό μέρος ξεκινάει με μιαν όμορφη εισαγωγή του συνόλου με γκλισάντι αλλά η συνέχεια δεν είναι ανάλογη. Εξαίρετοι βέβαια όλοι/ες οι σολίστ του επταμελούς συνόλου, πιάνο, κουαρτέτο εγχόρδων, κοντραμπάσο και κόρνο ντι μπασέτο, μιας εκδοχής του κλαρινέτου από τον δέκατο όγδοο αιώνα με πολύ ισχυρή χαμηλή περιοχή η οποία του προδίδει ένα άκρως ιδιαίτερο ηχόχρωμα. Από  όλα αυτά όμως είναι το πιάνο που παίζει σολιστικά τουλάχιστον στο ήμισυ της διάρκειας του έργου για τους λόγους που εξηγεί στη συνέντευξη της η συνθέτρια, ένας ακόμα συμβολισμός, μουσικός αυτή τη φορά. Στην υπόλοιπη διάρκεια τα άλλα όργανα παίζουν κατά κύριο λόγο επίσης σολιστικά  ή σε ντούο ενώ ολόκληρο το esemble χρησιμοποιείται πολύ λίγο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως η μουσική αποτελείται από καλαίσθητους μεν αλλά πολύ σύντομους και επαναληπτικούς μελωδικούς πυρήνες και όχι ολοκληρωμένα θέματα προσδίδοντας έτσι στο έργο μιαν αίσθηση αποσπασματικότητας και η οποία δεν συνάδει με την, έστω και ανεστραμμένη, εκδοχή του ρομαντισμού όπως την «διαβάζει» ο συνθέτης Χαράλαμπος Γωγιός στην ενδελεχέστατη ανάλυση του για το έργο. Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ Νίκου Βασιλείου διεύθυνε με την σοβαρότητα και την προσοχή που τον διακρίνουν αν και ομολογουμένως αυτή τη φορά δεν είχε να κάνει και πάρα πολλά. 

Αναπόφευκτα λοιπόν τόσο η θεατρική όσο και η μουσική αφήγηση δεν ολοκληρώνονται και η «μυστική ζωή» του Καποδίστρια παραμένει μυστική για το σημερινό κοινό. Όπως όμως ίσως και θα έπρεπε αλλιώς δεν θα είχε κρατήσει ο ίδιος αυτή την, πολύτιμη για εκείνον προσωπικά, πτυχή της τόσο μακριά από το πολιτικό και συνολικά δημόσιο τμήμα της…

Η Αθήνα νεκρή

Η Αθήνα πεθαίνει  Οι άνθρωποι της όλο και πιο ξένοι  Μια πόλη χωρίς ζωή  μόνο του   παρελθόντος η βοή Με έρημους δρόμους και πλατείες  όπου σεργιανούν πια οι φοβίες  Κενές οι αρτηρίες  με φαντασμάτων πορείες  Φωταψίες με λάμψη  μάταιη μέχρι να χαράξει Και οι φανοστάτες … Συνεχίστε να διαβάζετε Η Αθήνα νεκρή.

Το ανοίκειο σπίτι

Μένουμε σπίτι, όχι από επιλογή αλλά γιατί είμαστε υποχρεωμένοι, πρέπει, είναι απαραίτητο. Το σπίτι μας, καταφύγιο που έγινε φυλακή ή (κατ)αναγκαστική φυλακή η οποία είναι πια το καταφύγιο μας; Τα ίδια αντικείμενα, συσκευές, έπιπλα και δωμάτια. Τόσο γνωστά μας αλλά έμελλε να τα γνωρίσουμε ακόμα … Συνεχίστε να διαβάζετε Το ανοίκειο σπίτι.

Απόδραση από τη Νέα Σμύρνη

harley1

-Και πώς βρέθηκες χωρίς άδεια;

-Εχμ, απλά ξέχασα να την πάρω μαζί μου;

-Σε ποιον τα πουλάς αυτά Γλύψεν; Νομίζεις ότι δεν ξέρω ποιος είσαι;

-Γιατί, το έκρυψα ποτέ; Γλύυψεν Δημήτριος του Γιόχαν και της..

-Ναι, ναι, μηχανολόγος, ανώτερος υπάλληλος ομίλου συνεργείου μοτοσικλετών που έχει κλείσει λόγω μέτρων, μην κουράζεσαι. Εννοώ ποιος είσαι στ’ αλήθεια…Θέλεις μήπως να σου πω; Μητσάρας Γλύψεν ή Σνέικ Γλύψεν, Φίδι για το πόσο εύκολα γλίστραγες από όλα τα μπλόκα ήδη από τότε που ήσουν δέκα τριών και οδηγούσες χωρίς δίπλωμα, από τότε σου έμεινε. Σνέικ Γλύψεν, ο καλύτερος οδηγός, θρύλος για τους ομοίους σου αλλά και για τους Θητάδες και τους αστυνομικούς της τροχαίας. Κανείς πριν ή μετά δεν οδήγησε σαν εσένα, είπε σαρκαστικά αλλά και με ένα θαυμασμό που, όσο και αν προσπαθούσε να τον κρύψει, διακρινόταν ο Νικ Χαρντ. Ολοι πια τον γνώριζαν και ας μην ήταν πολύς καιρός που είχε αναλάβει την θέση του Γενικού Δερβέναγα των Μετακινήσεων.

-Ωραία, ξέρετε και τι έκανα όταν ήμουν πιτσιρικάς. Και λοιπόν;

-Οχι μόνο τότε Σνέικ! Ξέρουμε και τα τωρινά, για το φτιαγμένο σκούτερ με τον πεντακοσαάρη κινητήρα, για τις εντουριές στον Υμηττό και την Πάρνηθα…το πρωί στέλεχος, το βράδυ καμικάζι! Στάματα λοιπόν να μου κάνεις την παρθένα και άκου προσεκτικά!

Ο Νικ Χαρντ μίλησε για περισσότερα από είκοσι λεπτά και όταν τέλειωσε ο Γλύψεν σκέφτηκε αυθόρμητα «μάλλον την κάτσαμε την βάρκα». Αυτά που του είπε συνοπτικά και με το χαρακτηριστικό τσεκουράτο, αντρίκειο στιλ του ο Γενικός Δερβέναγας ήταν ότι ενώ η χώρα, όπως και ο όλος ο υπόλοιπος κόσμος, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την απειλή του conomavirus ο PM θα μετάβαινε μυστικά στο λιμάνι του Πειραιά για μια εξίσου μυστική συνάντηση με την Ένωση Εφοπλιστών. Σε αυτήν θα τους ανέλυε ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης με την κωδική ονομασία «Προσθέσεις και Ελέγχου» που είχε εκπονήσει ομάδα ειδικών και θα ζητούσε την συνδρομή τους σε αυτό. Φαίνεται όμως πως η μετακίνηση του αυτή τελικά μόνο μυστική δεν ήταν. Ξαφνικά, καθώς η θωρακισμένη BMW έμπαινε στην στροφή της Καλλιθέας ώστε διαμέσου αυτής να βγει στην παραλιακή λεωφόρο και να κατευθυνθεί στον Πειραιά, αόρατα χέρια έριξαν πολλά καδρόνια που πάνω τους είχαν καρφωμένα σουβλιά υποδηματοποιού στο άδειο οδόστωμα. Τα δύο μπροστινά λάστιχα έσκασαν σχεδόν αμέσως, το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε και μερικοί άγνωστοι άντρες, κρυμμένοι ως τότε πίσω από την μπαριέρα της νησίδας, όρμησαν, ψέκασαν με φλιτ τον οδηγό και τους σωματοφύλακες ώστε να τους τυφλώσουν και να τους ζαλίσουν, έβγαλαν με το ζόρι τον PM και, παίρνοντας τον μαζί τους, εξαφανίστηκαν τρέχοντας.

Αυτά τουλάχιστον είχε καταγράψει το drone που ακολουθούσε το αυτοκίνητο του PM. Από ένα ηχογραφημένο μήνυμα που έλαβαν λίγο αργότερα έμαθαν ότι ο PM βρισκόταν στα χέρια του Μπούκα, του στελέχους που ήθελε να γίνει PM στη θέση του PM και, αγανακτισμένος επειδή δεν έβλεπε να συμβαίνει αυτό στο προσεχές μέλλον, είχε αυτονομηθεί και στη συνέχεια είχε ουσιαστικά καταλάβει την περιοχή της Νέας Σμύρνης έχοντας συνασπίσει γύρω του μιαν ομάδα την οποία αποτελούσαν απογοητευμένοι επιδοματούχοι και βαουτσερούχοι μετατρέποντας την σε προσωπικό στρατό του.

-Τι είναι βαουτσερούχοι; Εχει σχέση με το τσαρούχι; ρώτησε ο Γλύψεν.

-Ούτε με τσαρούχι ούτε με τον Τσαρύχη, τον αποπήρε ο Χαρντ.

-Ο Τσαρούχης πάλι ποιος είναι;, τόλμησε να ξαναρωτήσει ο Γλύψεν αλλά τον οργισμένο βλέμμα που το έριξε ο άλλος τον έκανε να το βουλώσει. Ο Χαρντ του είπε να σηκωθεί και τον οδήγησε σε έναν χώρο αρκετά μακριά από την αίθουσα βρίσκονταν, ένα μεγάλο υπόγειο γκαράζ. Εκεί του έδειξε μια ειδικά φτιαγμένη βέσπα με κινητήρα εντούρο που μπορούσε να πιάνει μέχρι 250 χιλιόμετρα την ώρα. Με αυτήν θα μπεις στη Νέα Σμύρνη, θα πάρεις τον PM και θα τον φέρεις πίσω, κατέληξε.

– Και αν αρνηθώ;

-Πιστεύεις ότι έχεις επιλογή; Ποιος σου λέει ότι τόση ώρα που βρίσκεσαι εδώ δεν φρόντισα να εκτεθείς στον conomavirus; Και το μόνο ασφαλές τεστ για να το διαπιστώσεις αυτό το έχω εγώ!

Αφωνος από φόβο αλλά και οργή ο Γλύψεν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να ανέβει στην βέσπα και να ξεκινήσει. Διέσχισε με ταχύτητα τους άδειους δρόμους καθώς η επιδημία είχε φέρει την απαγόρευση της κυκλοφορίας, μπήκε στην κατειλημμένη και οχυρωμένη σαν φρούριο Νέα Σμύρνη και κατευθύνθηκε στην κεντρική πλατεία της. Οπως το περίμενε βρήκε εκεί τον Μπούκα στον κατασκευασμένο από κλασέ πρωτοκόλλου θρόνο του με τον PM δεμένο σε αυτόν με ταινίες εκτυπωτή και γύρω του τον στρατό του.

=Ποιος είσαι και τι θέλεις;, ρώτησε με θυμωμένη φωνή ο Μπούκας.

-Το ποιος είμαι δεν έχει σημασία. Ηρθα να πάρω τον PM.

-Σοβαρά; Πάνω του, φάτε τον ουτιδανό!, ούρλιαξε με κόκκινο όπως συνήθως πρόσωπο ο Μπούκας.

Ο Γλύψεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό και αντέδρασε όπως τον είχε συμβουλεύσει ο Χαρντ, χρησιμοποίησε δηλαδή το μυστικό όπλο που ο ίδιος είχε θέσει στη διάθεση του. Έφερε τα χέρια του μπροστά στο στόμα του σαν χωνιά και φώναξε τρεις φορές όσο πιο δυνατά μπορούσε, Σκοιλ Ελικικού! Τα αποτελέσματα ήταν ακαριαία και όπως ακριβώς του τα είχε περιγράψει ο Χαρντ, οι επιδοματούχοι και βαουτσερούχοι έπεσαν κάτω, στο δεξί ή το αριστερό πλευρό, σαν να είχαν πάθει ομαδικά και ξαφνικά λουμπάγκο και ο Μπούκας άρχισε να γελάει ασυγκράτητα, τόσο πολύ και με τέτοια ένταση ώστε το κεφάλι του έγειρε προς τα πίσω και δίχως να μπορεί να σταματήσει. Λοιμώχθηκαν όντως, σκέφτηκε ο Γλύψεν και αμέσως ξεκίνησε, έφτασε στον θρόνο, έκοψε με ένα κοπίδι τις ταινίες απελευθερώνοντας τον PM που ταχύτατα ανέβηκε στη σέλα πίσω του.

Έφυγαν με δικάβαλο αμέσως, πέρασαν όσο πιο γρήγορα γινόταν τους άδειους στενούς δρόμους της Νέας Σμύρνης και με μια αριστοτεχνική στροφή βγήκαν στην άνοδο της Συγγρού όπου ο Γλύψεν γκάζωσε αμέσως. Ξέρεις από βέσπα!, είπε με θαυμασμό ο PM και ενθουσιασμένος από τον έπαινο ο Γλύψεν τερμάτισε το γκάζι. Πέρασαν το μπλόκο της Παντείου που, γνωρίζοντας από τα drones τι είχε συμβεί, ήταν ήδη ανοιχτό αλλά, κοιτάζοντας αστραπιαία πίσω, διαπίστωσαν ότι πριν ξανακλείσει είχαν προλάβει να το περάσουν και κάποιοι άλλοι. Ο Μπούκας και ο στρατός του είχαν συνέλθει από το Λοιμώχθηκαν και τους ακολουθούσαν, ο ίδιος καβάλα σε Χάρλεϊ Ντέιβιντσον και οι υπόλοιποι σε παπιά με βγαλμένες εξατμίσεις που έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο.

Στάματα εδώ, άκουσε την επιβλητική φωνή του συνεπιβάτη του να προστάζει ο Γλύψεν. Κοκάλωσε την βέσπα, ο PM ανασηκώθηκε στα πόδια του και, ψηλός καθώς ήταν, δεν δυσκολεύθηκε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου που από κάτω του είχαν σταματήσει και να κόψει όσα νεράντζια μπορούσε. Ξεκίνησαν πάλι με τον PM να εκσφενδονίζει νεράντζια προς την εποχούμενη αρμάτα που τους ακολουθούσε. Οντας αθλητικός τύπος αποδείχθηκε πολύ καλός και στην σκοποκαρπία, με τα παπιά να πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Καθώς έπαιρναν την στροφή στου Μακυγιάννη πέτυχε και τον Μπούκα που έχασε τον έλεγχο της Χάρλεϊ η οποία έφυγε προς τα δεξιά. Αναφωνώντας με την συνήθη λογιοσύνη του «ωιμέ αρχαίο πνεύμα αθάνατο» στούκαρε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και έμεινε εκεί αναίσθητος.

Ο Γλύψεν τσίτωσε την βέσπα όσο δεν πήγαινε άλλο ανεβαίνοντας την Αμαλίας και σε λιγότερο από ένα λεπτό έφτασαν στην βουλή όπου, στον ανοιχτό χώρο μπροστά στους Εύζωνες, τους περίμεναν ο Χαρντ και η προσωπική φρουρά του PM. Ανέβασε επιδέξια την βέσπα στο πεζοδρόμιο, σταμάτησε μπροστά τους, ο PM κατέβηκε, αντάλλαξε ένα βιαστικό high five με τον Χαρντ και, καθώς ήταν εξαντλημένος από την έστω και σύντομη αιχμαλωσία του, οι δυο πλέον γεροδεμένοι άντρες της φρουράς του τον πήραν στους ώμους τους για να τον μεταφέρουν στο κτίριο του κοινοβουλίου. Ο Γλύψεν κατέβηκε με την σειρά του από την βέσπα και, βλέποντας το θριαμβευτικό χαμόγελο του Χαρντ, τον κοίταξε με θυμό και ακόμα περισσότερη αδημονία. Ο Χαρντ έβαλε το χέρι του στην τσέπη του flying jacket του, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των 1000 ευρώ – από εκείνα που ακόμα και καλά αμειβόμενοι όπως ο Γλύψεν έβλεπαν πια μια φορά στα πέντε χρόνια, αν ήταν τυχεροί – και του το έδωσε.

Ο Γλύψεν κράτησε και με τα δύο χέρια του το χαρτονόμισμα των 1000, το μοναδικό απολύτως ακριβές τεστ για τον conomavirus και το σήκωσε ψηλά. Το χαρτονόμισμα έμεινε ανέπαφο, δεν έλιωσε ούτε κονιορτοποιήθηκε. Ενας στεναγμός ανακούφισης βγήκε αυθόρμητα από το στήθος του, δεν είχε προσβληθεί από τον ιό. Αν θέλεις να αλλάξεις δουλειά η θέση του βοηθού μου είναι ανοιχτή για εσένα Σνέικ, είπε με σιγανή φωνή ο Χαρντ. Θα δούμε, απάντησε αλλά πήρε το πούρο που του προσέφερε και το άναψε. Ηταν η ώρα που ανέτειλε ο ήλιος, κοίταξε πέρα μακριά, προς το Αιγάλεω Σιίτι και την Σάντα Μπάρμπαρα και ξαφνικά το μέλλον του φάνηκε τόσο λαμπρό ώστε σχεδόν τον τύφλωσε. Ο Σνέικ Γλύψεν έβλεπε ήδη τον εαυτό του ακόμα και να πουλά βιβλία στην τηλεόραση, πόσο περισσότερο κοινωνικά καταξιωμένος μπορούσε πια να γίνει ένας ήρωας;

HARLEY2

To copyright της βασικής πλοκής και των ονομάτων των οποίων παραλλαγές είναι μερικά από αυτά που χρησιμοποιήθηκαν είναι του Τζον Κάρπεντερ από την ταινία του 1981 «Escape From New York» την οποία σκηνοθέτησε και συνέγραψε το σενάριο της.

Κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα είναι απολύτως εσκεμμένη.

Πρώτη Μάη, ημέρα αγώνων ζωής

SPRING

https://www.youtube.com/watch?v=FFPjFjUonX8

Κανονικά σήμερα θα έπρεπε να θυμάσαι και να εορτάζεις τους αγώνες των εργαζομένων, αυτούς που ξεκίνησαν το 1886 στο Σικάγο και έκτοτε καθιστούν την ημέρα αυτή απεργία (και όχι αργία!) εις ένδειξη της συνεχούς διεκδίκησης των εργαζομένων όλης της γης για καλύτερες συνθήκες δουλειάς και, κατά συνέπεια, πιο ανθρωπίνων όρων ζωής. Και τους σέβεσαι και τους τιμάς αυτούς τους αγώνες, ανέκαθεν το έκανες και θα συνεχίσεις πάντα να το κάνεις. Όμως η πρώτη Μαΐου πάντα, από τότε ακόμα που ήσουν μικρός, σήμαινε για εσένα πολύ περισσότερο κάτι άλλο. Γιατί όμως;

Κάποιοι θα έλεγαν επειδή μιαν από τις πρώτες ημέρες αυτού του μήνα γεννήθηκες. Σίγουρα η χρονική στιγμή που γεννηθήκαμε μας καθορίζει ποικιλότροπα, σωματικά αλλά ακόμα και ψυχολογικά και αυτό δεν είναι αστρολογική διαπίστωση αλλά επιστημονική. Δεν είναι όμως αυτό, όχι μόνον αυτό τουλάχιστον αλλά κάτι άλλο που είναι πολύ σημαντικότερο για εσένα. Είναι η δική σου, προσωπική σου ερμηνεία σε αυτό που η πλειοψηφία του κόσμου, ειδικά οι λαϊκοί άνθρωποι, έλεγε παλαιότερα, ίσως ακόμα και τώρα, το «πάμε να πιάσουμε τον Μάη».

Είναι ο Μάιος που έχει τόσο μεγάλη σημασία για εσένα. Γιατί, αντίθετα με ότι συμβαίνει στις άλλες τρεις εποχές, ο Μάιος μπορεί να είναι ο τελευταίος και όχι ο μεσαίος μήνας της άνοιξης αλλά είναι η κορύφωση της. Ο χειμώνας είναι πια αρκετά παρελθόν για να τον επηρεάσει από την άλλη όμως δεν έχει φτάσει ακόμα και το καλοκαίρι, αντίθετα με ότι επιμένει να λέει το ημερολόγιο αυτό στην πραγματικότητα αρχίζει ουσιαστικά μετά τις 15 ή και τις 20 Ιουνίου. Αν και στο τέλος της λοιπόν ο Μάιος ουσιαστικά η καρδιά της άνοιξης, τι σαγηνευτικό παράδοξο αλήθεια. Ο Μάιος είναι τόσο φωτεινός αλλά όχι εκτυφλωτικός, ζεστός μα όχι πνιγηρός ή και ανθυγιεινός. Οπως δηλαδή είναι, πρέπει να είναι, τουλάχιστον στην εύκρατη ζώνη εκτός ίσως από τις χρονιές που η ζημιά την οποία έχει κάνει η ανθρωπότητα στο φυσικό κλίμα της γης τους προηγούμενους μήνες είναι τόσο μεγάλη ώστε να επηρεάζει ακόμα και αυτήν, η άνοιξη.

Και η άνοιξη ήταν, είναι και θα είναι μέχρι την τελευταία σου στιγμή η σημαντικότερη εποχή του έτους για εσένα. Οχι επειδή η φύση είναι πιο όμορφη τότε ή για οποιονδήποτε ανάλογο λόγο αλλά για έναν άλλο και απείρως ουσιαστικότερο. Επειδή δεν συμβολίζει απλά αλλά κυριολεκτικά είναι η εποχή της αναγέννησης, της φύσης, του κόσμου γύρω μας, δυνητικά μπορεί ολόκληρου του σύμπαντος, άρα και του κόσμου εντός μας. Για αυτό και ο Μάιος, το απόγειο της, σήμαινε πάντα τόσα πολλά για εσένα. Και αυθόρμητα, από πολύ νωρίς στη ζωή σου, η πρώτη ημέρα του καθιερώθηκε μέσα σου σαν μια προσωπική σου γιορτή, η επέτειος και ταυτόχρονα το σύμβολο ενός άλλου αγώνα. Του αγώνα της ζωής και για την ίδια την ζωή.

Γιατί η ζωή μπορεί μεν να σου δίνεται σαν δώρο αλλά το πως θα την βιώσεις, το αν θα την απολαύσεις όσο πρέπει και αν θα την αξιοποιήσεις όσο είναι απαραίτητο, είναι δικό σου και μόνο ζήτημα. Δική σου είναι η ευθύνη του ποια θα είναι η ζωή σου και πως θα την ζήσεις, εσύ οφείλεις να τα διεκδικήσεις αυτά. Και είναι μια διεκδίκηση συνεχής, δεν σταματάει ποτέ, από την πρώτη – ανεξάρτητα από το ότι τότε δεν το συνειδητοποιείς – μέχρι την ύστατη στιγμή της ζωής σου.

Τι ακριβώς διεκδικείς, από ποιον και πως; Μα από τον ίδιο τον εαυτό σου, μπορείς ποτέ να διεκδικήσεις οτιδήποτε από οποιονδήποτε αν δεν ξεκινήσεις από αυτόν; Και δεν διεκδικείς παρά το δικαίωμα σου να απελευθερωθείς από αυτόν, όσο παράξενο και αν ακούγεται. Να αποβάλλεις, να αφήσεις πίσω σου τα κακά στοιχεία σου – γιατί το γνωρίζεις πολύ καλά, όσο και αν υποκρίνεσαι το αντίθετο – αλλά και όσα μπορεί μεν να μην είναι απαραίτητα αρνητικά αλλά σε εμποδίζουν. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να αναπτύξεις τα θετικά σου στοιχεία και να προχωρήσεις. Να προχωρήσεις τελικά προς ένα καλύτερο εγώ, με πλήρη συνείδηση της μοναδικότητας του αλλά και της ισότητας του με δισεκατομμύρια άλλα και εξίσου μοναδικά εγώ, να βελτιώνεις καθημερινά τον εαυτό σου.

Και η βελτίωση αυτή δεν είναι παρά το να υπερβαίνεις τα κάθε είδους όρια που σου θέτει ο εαυτός σου, όσο είναι δυνατόν κάθε φορά. Μερικές μπορεί να μην το κατορθώνεις, δεν πειράζει. Σημασία έχει η προσπάθεια και να μη την σταματάς ποτέ. Αν το κάνεις αυτό τότε τις περισσότερες φορές θα το καταφέρεις. Και αν το επιτύχεις μία, δύο, τρεις φορές θα έρθει σίγουρα η στιγμή που η αυτόματη πια προσπάθεια σου θα αρκεί, δεν θα χρειάζεται καν να σκεφτείς για να την καταβάλλεις. Θα αρχίσεις να υπερβαίνεις όλα τα όρια που σου βάζει ο εαυτός σου κάθε φορά που χρειάζεται να το κάνεις.

Είναι η στιγμή που θα έχεις απελευθερωθεί πλέον οριστικά από τον εαυτό σου. Τότε και μόνον τότε θα αποκτήσεις το δικαίωμα να αρχίσεις μιαν άλλη διεκδίκηση, την δεύτερη και τελευταία από τις σημαντικότερες διεκδικήσεις της ζωής σου. Το δικαίωμα του να περιμένεις, ίσως και να ζητάς σε μερικές περιπτώσεις, αυτό που γνωρίζεις πολύ καλά ότι αξίζεις, τίποτα περισσότερο μεν αλλά ούτε και το ελάχιστο λιγότερο δε. Και φυσικά το δικαίωμα επίσης του να διεκδικείς και ακόμα πιο επιτακτικά το να μην σου προξενούν τίποτα από αυτά που ξέρεις το ίδιο καλά ότι δεν σου αξίζουν!

Μάλλον λοιπόν είναι η στιγμή που συνειδητοποίησες για πρώτη φορά ότι έδινες αυτόν τον αγώνα, ότι άρχιζες την πρώτη διεκδίκηση που μετά από πολλά χρόνια και πολύ κόπο σε έφερε στο σημείο να δικαιούσαι πια να ξεκινήσεις την δεύτερη, εκείνο το οποίο θυμάσαι, τιμάς και γιορτάζεις κάθε πρώτη Μαΐου. Αυτή είναι η δική σου Πρωτομαγιά, η επέτειος και το σύμβολο της δικού σου αγώνα. Κατά τη γνώμη σου βέβαια αυτό τον αγώνα πρέπει να τον δίνουν όλοι οι άνθρωποι και οι περισσότεροι έτσι και αλλιώς το κάνουν, είτε το καταλαβαίνουν ποτέ ή όχι και είτε το πράττουν με τον σωστό – για τους ίδιους γιατί είναι διαφορετικό για καθένα/μία, δεν υπάρχουν manuals με οδηγίες για αυτή την μάχη που μπορείς να το ακολουθήσεις, εσύ πρέπει να το γράψεις και αυτό και σε καθημερινή βάση – τρόπο είτε όχι. Δεν μπορείς όμως φυσικά να πείσεις κανέναν για αυτό και ούτε άλλωστε το θέλεις, είναι κάτι που κάθε άνθρωπος πρέπει να ανακαλύψει μόνος του. Οπως πάντα λοιπόν δεν μπορείς παρά να μιλήσεις για τον ίδιο τον εαυτό σου, την δική σου αλήθεια και αναπόφευκτα τον προσωπικό σου αγώνα.

Το ότι όμως θεωρείς αυτό τον αγώνα τον σημαντικότερο που έδωσες και θα συνεχίσεις να δίνεις δεν σε εμποδίζει βέβαια από το να αναγνωρίσεις, να σεβαστείς και να τιμήσεις με το παραπάνω κάποιους άλλους, επίσης πολύ σημαντικούς συλλογικούς αγώνες. Πρώτος και κυριότερος φυσικά από αυτούς είναι ο διαχρονικός πανανθρώπινος αγώνας της διεκδίκησης του δικαιώματος να έχει κάθε εργαζόμενος και εργαζόμενη δικαιώματα και όχι μόνον υποχρεώσεις ο οποίος επίσης εορτάζεται την Πρωτομαγιά. Κάτι δηλαδή που, αν και είναι τόσο αυτονόητο, αναρίθμητοι εργοδότες σε όλες τις εποχές και σε όλα τα δυνατά πολιτικά συστήματα περιφρόνησαν και περιφρονούν ασύστολα στο όνομα της αμοιβής των εργαζομένων, ακόμα και αν πολλές φορές δεν την καταβάλλουν καν.

Για την ακρίβεια έχεις διαμορφώσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για αυτό τον αγώνα, όχι μόνο δεν αναιρείται σε τίποτα ή αντιβαίνει στον αγώνα ζωής κάθε ανθρώπου αλλά αντίθετα αποτελεί μια προέκταση του, ένα άλλο επίπεδο του, αν κάποιοι/ες το προτιμούν έτσι. Και προφανώς αν δεν κερδίσεις τον αγώνα στο πρώτο επίπεδο δεν έχεις καμία πιθανότητα να τον κερδίσεις στο δεύτερο. Είναι μια παράμετρος που όχι μόνο δεν έλαβαν ποτέ υπόψη τους αλλά το πιθανότερο είναι ότι και την αγνοούσαν και την αγνοούν οι ηγέτες των εργατικών κινημάτων όλων των εποχών, πιθανότατα και οι ηγέτες όλων των επαναστάσεων. Τ πιθανότερο είναι ότι και ο ίδιος ο Μαρξ, όταν έγραφε τα συγγράμματα του που περιέγραφαν τον πιο ανθρώπινο κόσμο που θα ήταν ο σοσιαλιστικός, να μη συνειδητοποιούσε ότι απλά συνέχιζε τον αγώνα ζωής του τον οποίο άλλα κείμενα του φανερώνουν ότι δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει, με πάρα πολλή συνέπεια και με τον ορθτότερο τρόπο μάλιστα. Διόλου συμπτωματικά άλλωστε παιδί της άνοιξης και μάλιστα του Μαΐου ήταν και αυτός!

Κατά την γνώμη σου η άποψη αυτή όχι μόνο δεν καταφρονεί αλλά αντίθετα τιμά ακόμα περισσότερο, εξυψώνει στη θέση που τους αρμόζει τους εργατικούς αγώνες, δεν θα μπορούσε δηλαδή να είναι περισσότερο επί της ουσίας αριστερή από ιδεολογικής πλευράς. Έχεις πάρα πολλούς λόγους όμως να πιστεύεις ότι ελάχιστοι/ες θα την συμμερίζονταν…Αντίθετα είσαι σίγουρος ότι πάρα πολλοί ινστρούχτορες και καθοδηγητές, ειδικά από εκείνο το κόμμα που, αν και αριστερός, δεν σου πέρασε καν ποτέ από το μυαλό να ψηφίσεις όπως και όσο σου είναι αδιανόητο το να ψηφίσεις Χρυσή Αυγή, θα σου επέβαλλαν πρόθυμα και δίχως επιείκεια την τιμωρία της…σταύρωσης, όπως ακριβώς συνέβη στον Χριστό κατά την αφήγηση της χριστιανικής Μεγάλης Εβδομάδας της οποίας ο εορτασμός τις περισσότερες φορές έχει προηγηθεί περισσότερες ή λιγότερες μέρες του Απριλίου της Πρωτομαγιάς, αν και άθεοι οι ίδιοι! Πόσο κωμικοτραγικό αλήθεια ο κοινός τρόπος αντίδρασης των παντός είδους εξουσιών όλων των εποχών όταν κάποιος ή κάτι τις αμφισβητεί…

Δεν πειράζει όμως, δυστυχώς για αυτούς και ευτυχώς για εσένα δεν μπορούν και ούτε θα μπορέσουν ποτέ να το κάνουν. Απλά χαμογελάς λοιπόν με τον ίδιο τον συνειρμό σου, σταματάς να το σκέφτεσαι και αντί για αυτό κοιτάζεις πέρα μακριά, όσο πιο μακριά μπορείς αφού ο ήλιος ευτυχώς δεν σου θαμπώνει ακόμα το βλέμμα, σε ένα απέραντο, ανέφελο γαλανό. Βλέπεις μιαν ακόμα άνοιξη που ετοιμάζεται να εκραγεί με την ισχύ μεγατόνων θετικής ενέργειας φέρνοντας στη συνέχεια ένα καλοκαίρι της ωρίμασης και της σοδειάς και δρομολογώντας έτσι έναν άλλο δωδεκάμηνο κύκλο ζωής, έναν από τους αρκετούς ακόμα ελπίζεις οι οποίοι συναποτελούν τον μεγαλύτερο κύκλο της δικής σου.

Και το χαμόγελο γίνεται όλο και πλατύτερο ώσπου απλώνεται σε όλο το πρόσωπο σου καθώς δεν έχεις καμία αμφιβολία ότι, με μόνη προϋπόθεση να συνεχίσεις τον αγώνα των δύο βασικών ανθρώπινων σου διεκδικήσεων με λογική και ψυχραιμία, σε προσωπικό τουλάχιστον επίπεδο και αυτή η άνοιξη, όπως και η περυσινή, θα σου φέρει κάτι, έστω λίγο περισσότερο μα και διαφορετικό από τα μέχρι τώρα, κάτι που θα ανανεώσει την ψυχή, την μυαλό, μπορεί ακόμα και το σώμα σου. Ίσως και να τα αναγεννήσει καθώς ο θάνατος κάθε τι παλαιού, η τελευτή του παρελθόντος, ακόμα και του πλέον πρόσφατου, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στη γέννηση κάτι νέου…Καλώς ήλθες για άλλη μια φορά άνοιξη μου!

https://www.youtube.com/watch?v=_UBdFKGpdX4

Εαρινή ώρα

SPRING

https://www.youtube.com/watch?v=iuQ0Plw9V38

Τα σύννεφα τώρα φεύγουν, όπως πριν μερικές ώρες ήρθαν και σε λίγο μπορεί να ξαναέρθουν. Αυτό κάνουν τα σύννεφα, πηγαίνουν και έρχονται…Και εσύ, είτε στέκονται από πάνω σου, πολλά ή λίγα, είτε πηγαίνουν είτε έρχονται, κοιτάς πάντα προς τα πάνω. Ψάχνοντας να βρεις ανάμεσα τους μια λωρίδα ουρανού, έστω και πολύ στενή. Γιατί είναι σε αυτήν που θα δεις πάλι τον ήλιο…

Λίγες μέρες μετά την θερινή ισημερία, λίγα λεπτά από τότε που άρχισε να ισχύει η θερινή ώρα. Όταν χάνουμε μιαν ώρα, την ίδια που θα ξαναπάρουμε πίσω σε επτά περίπου μήνες για να μην έχουμε ούτε κέρδη και ζημίες. Γιατί τίποτα δεν σου χαρίζεται στην ζωή και, υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχει και τίποτα το οποίο να μπορεί κανείς να σου πάρει πίσω. Υπάρχουν μόνον αυτά που σου δίνουν οι άλλοι με την θέληση τους και στη συνέχεια εκείνα που διεκδικείς ο ίδιος για τον εαυτό σου, πάλι μόνο και μόνον επειδή τα θέλεις και με προϋπόθεση η δική σου θέληση να μην καταπατά κανενός άλλου. Μόνον αυτά..

Αν το καταλάβεις και το δεις αυτό τότε όλα αυτόματα φαίνονται απλούστερα, πιο εύκολα και, αρκετά από αυτά, τόσο ασήμαντα όσο πραγματικά είναι. Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, διαμαρτύρονται πάντα αυτή τη νύχτα για «την μια ώρα ύπνο που χάνουν», λες και είναι η μοναδική την οποία απώλεσαν ή και θα χάσουν ποτέ, για πολύ λιγότερο σοβαρούς ή και ανύπαρκτους λόγους. Για εσένα αυτή ήταν πάντα η μοναδική νύχτα που η αυγή έρχεται γρηγορότερα από όλες τις άλλες, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Και, προσωπικά τουλάχιστον, ποτέ δεν θα μπορούσες να θεωρήσεις κακό οτιδήποτε φέρνει την αυτή έστω λίγο πιο σύντομα…

Το μοναδικό άλλο πάντως που υπάρχει, ανεξάρτητα από την θέληση οποιουδήποτε και για αυτό δυνατότερο από κάθε τι, είναι ο χρόνος. Ο χρόνος, ο χειρότερος εχθρός σου, αφού και αν ακόμα επιζήσεις από όλα τα υπόλοιπα αναπόφευκτα αυτός θα σε σκοτώσει στο τέλος. Ο χειρότερος εχθρός σου αλλά ακριβώς για αυτό μπορεί να γίνει και ο καλύτερος, ο πιο χρήσιμος φίλος σου. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Αρκεί να συνειδητοποιήσεις ότι αν είναι αδύνατον να τον νικήσεις ο μόνος τρόπος για να μην ηττηθείς κατά κράτος είναι να τον κάνεις σύμμαχο.

Στάματα λοιπόν να βλέπεις τον χρόνο σαν εχθρό και συμμάχησε μαζί του. Πάψε να του εναντιώνεσαι, τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στο πέρασμα του, σαρώνει τα πάντα και συντονίσου με την ροή του. Γίνε ένα μαζί του αν μπορείς, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να μην σε διαλύσει, να μην σε καταλύσει, όχι μόνο την συγκεκριμένη στιγμή αλλά ίσως και ποτέ. Γιατί θα διατηρηθείς εντός του, όχι η ύλη σου βέβαια αλλά η ενέργεια σου, αυτό που ουσιαστικά είσαι κάτω από το φθαρτό σαρκίο σου.

Ο χρόνος, όχι απλά το ισχυρότερο αλλά και το μόνο συνεχές και σταθερό που υπάρχει στο σύμπαν. Οι σοφοί άνθρωποι που κατοικούσαν στην αρχαιότητα στον τόπο που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα έκαναν λάθος τουλάχιστον ως προς μια ρήση τους, θα έπρεπε να το είχαν διατυπώσει ως πάντων μέτρον χρόνος και όχι άνθρωπος. Αν το καλοσκεφτείς είναι ο χρόνος, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, που τα καθορίζει όλα, τα πάντα δίχως καμία εξαίρεση. Αυτός είναι τελικά που προσδίδει και την αξία σε οτιδήποτε.

Για αυτό ακριβώς και σε όσα αξίζουν ή τα κάνεις εσύ να αξίζουν ή να αξίζουν ακόμα περισσότερο είναι ο χρόνος, όχι ο κόπος, το χρήμα ή οτιδήποτε άλλο, εκείνο που πριν και περισσότερο από όλα επενδύεις σε αυτά. Αξίζουν ήδη πάρα πολύ και επενδύοντας χρόνο τα κάνεις πολύτιμα, ακόμα και ανεκτίμητα κάποιες φορές.

Τώρα έχει φτάσει και πάλι εκείνο το τμήμα του χρόνου κατά το οποίο μια σειρά φυσικών φαινομένων προκαλούν μια σειρά κυρίως οπτικών και άλλων φαινομένων και του δίνουμε του όνομα άνοιξη, όπως τα τρία άλλα τμήματα του που προκαλούνται από διαφορετικά φαινόμενα και συμπληρώνουν τον γήινο κύκλο του τα ονομάζουμε χειμώνα, καλοκαίρι και φθινόπωρο. Άνοιξη, όχι μόνο το ομορφότερο αλλά και το καλύτερο τμήμα του κύκλου του χρόνου αφού σε αυτό συντελείται η αναγέννηση, της φύσης, άρα κατά προέκταση των πάντων.

Εχεςι έναν λόγο περισσότερο από τους πιο πολλούς από τους υπόλοιπους να αγαπάς την άνοιξη, το ότι αυτή ήταν που σου έφερε πάντα τα ωραιότερα δώρα τα οποία έχεις λάβει στην ζωή σου. Αρχίζοντας από το μεγαλύτερο, το πιο ανεκτίμητο από όλα τα δώρα, την ίδια την ζωή. Γιατί είσαι ένα από τα παιδιά της άνοιξης, γεννήθηκες τον τελευταίο μήνα της. Και γνωρίζεις πολύ καλά και από πολύ μικρός το πόσο σημαντικό ήταν αυτό για εσένα, το πόσο καθόρισε και διαμόρφωσε το ποιος ήσουν, τι είσαι, ακόμα και αυτό που θα γίνεις στη συνέχεια, όσο και αν δεν ξέρεις ακόμα τι θα είναι, παράδοξο και όμως απόλυτα αληθινό. Πριν από όλα η άνοιξη ήταν που σε έκανε να καταλάβεις ότι ο μόνος τρόπος για να συμφιλιωθείς με τον θάνατο, άρα και να τον νικήσεις, είναι να αγαπήσεις πολύ, ολοένα και περισσότερο και με όλο και μεγαλύτερο πάθος την ζωή. Τι είναι άλλωστε η άνοιξη παρά το τμήμα του χρόνου στο οποία η ζωή ανανεώνεται και έτσι επιβεβαιώνει την ύπαρξη της;

Η περυσινή άνοιξη σου έφερε το καλύτερο, το πιο όμορφο δώρο από όλες τις προηγούμενες. Η εφετινή; Δεν μπορείς να ξέρεις…Δεν περιμένεις κάτι καλύτερο από πέρυσι, θα ήταν αδύνατο. Μπορείς να περιμένεις όμως ό,τι θα κάνει εκείνο περισσότερο και ακόμα καλύτερο. Θα συμβεί; Ούτε αυτό δεν το ξέρεις. Το μόνο λοιπόν που μπορείς να κάνεις είναι να την περιμένεις, εκείνη, τελικά την μία και μοναδική. Γνωρίζοντας όμως ότι έχει φτάσει προ πολλού μέσα σου και αυτή είναι η δυσκολότερη άφιξη, πολλές φορές δεν συμβαίνει ποτέ. Όταν όμως γίνει τότε και η άλλη, η εξωτερική, αργά ή γρήγορα πάντα συντελείται. Αρα δεν μπορείς και δεν έχεις παρά να περιμένεις, όσο και αν χρειαστεί…Αλλά όταν έχεις τον χρόνο με το μέρος σου και όχι εναντίον σου τα πράγματα δεν μπορούν παρά νομοτελειακά να γίνονται, έστω και με τον δικό τους, πολύ αργό ρυθμό, όλο και καλύτερα. Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά της έλλογης από την ανόητη ή ακόμα και την χαζοχαρούμενη αισιοδοξία που κάποιοι προσπαθούν με το ζόρι να επιβάλλουν ή και και να εμφυτεύσουν στους άλλους.

Αφήνεις λοιπόν την Ella να τραγουδά τόσο γλυκά από την άλλη όμως και τόσο υπερβολικά μελαγχολικά «Spring Can Really Hang You Up The Most» και κάνεις ό,τι έκανες πάντα, κοιτάς ευθεία μπροστά και πέρα μακριά. Στον ορίζοντα του χώρου και, ίσως ακόμα περισσότερο, του χρόνου…Κοιτάζεις μακριά μέσα στο πιο όμορφο ηλιόφως του κύκλου του χρόνου, αυτό που ζεσταίνει σχεδόν ηδονικά και δίχως να βασανίζει και κάνει τα πάντα λαμπρότερα αλλά δίχως ποτέ να τυφλώνει. Αυτό το ηλιόφως που βάφει θα έλεγες ολόκληρο το σύμπαν με τα χρώματα της άνοιξης, στην ουσία δηλαδή της ζωής.

Είναι μια από τις φορές που σε γεμίζει το ίδιο σου το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης για το ότι είσαι ζωντανός, για το γεγονός ότι μπορείς να βιώνεις, έστω και σπάνια, ακόμα και τόσο σύντομες στιγμές τέτοιας πλήρωσης, απόλυτης ισορροπίας και γαλήνης όπως αυτή. Και είσαι πιο σίγουρος από ποτέ ότι η φράση «τα καλά πράγματα έρχονται σε αυτούς που περιμένουν» ήταν, είναι και θα είναι κάτι πολύ περισσότερο και σημαντικότερο από ένα πανέξυπνο διαφημιστικό σλόγκαν…

Άλλωστε η αλήθεια αυτής της φράσης ήταν γνωστή αιώνες πριν. Την ήξερε, για παράδειγμα, πολύ καλά ένας ιερέας, παιδί της άνοιξης και αυτός, που έγραψε μεν πολλά χορωδιακά έργα για τον Θεό τον οποίο αγαπούσε όπως όμως και όπερες για τις γυναίκες που ερωτεύτηκε και ύμνησε την ζωή την οποία λάτρευε παθιασμένα με τα κοντσέρτα του. Σε ένα μάλιστα από τα τελευταία, την ωδή του στην εποχή που τον γέννησε, την άνοιξη, θα έλεγες ότι την φράση αυτή χάραξαν και την χαράζουν κάθε φορά που παίζεται στον αέρα οι γοργές, ευφορικές δοξαριές τις οποίες όρισε για τα βιολιά και τις βιόλες του…

https://www.youtube.com/watch?v=l-dYNttdgl0

Born free

clearhorizon1

https://www.youtube.com/watch?v=mdPOMCD5Z_M

Και κάποτε κλείνεις μια πόρτα πίσω σου. Από την άλλη πλευρά της βρίσκεται κάτι που σε παίδευε, σε βασάνιζε, σε πλήγωνε και σε δέσμευε για πάρα πολλά χρόνια. Ξέρεις ότι δεν θα ξανανοίξεις ποτέ την πόρτα για να το δεις. Δεν πρόκειται καν ποτέ να γυρίσεις προς τα πίσω και να ξανακοιτάξεις την πόρτα, όπως ακριβώς έκανες και με όλες τις άλλες πόρτες που έχεις κλείσει στην ζωή σου.

Γιατί αν δεν αφήσεις για πάντα πίσω το παρελθόν δεν μπορείς να ζήσεις το παρόν και να εργαστείς για το μέλλον. Και αυτό πριν από όλα σημαίνει ότι δεν μπορείς να κοιτάξεις προς τα εμπρός, Χωρίς να κοιτάς προς τα εμπρός όμως δεν μπορείς και να προχωρήσεις. Προς τα εμπρός αλλά και προς τα άνω…

Γιατί αν το σώμα του δεν μπορεί να πετάξει το μυαλό σου σίγουρα μπορεί και, σε κάποιες μαγικές στιγμές, επίσης και η ψυχή σου. Να πετάξουν ελεύθερα, ανεμπόδιστα, όσο πιο υψηλά είναι δυνατόν και δίχως τίποτα να τα δεσμεύει και τίποτα να τα κρατάει πίσω. Τίποτα εκτός από την δύναμη της βαρύτητας αλλά αυτή δεν σε δεσμεύει, δεν σε κρατάει. Απλά σε συνδέει με το χώμα, σε κάνει να μην χάνεις την επαφή σου με την γη. Έτσι ώστε πάντα, ακόμα και αν πετάς πολύ ψηλά, να πατάς σταθερά, με αμφότερα τα πόδια σου σε αυτήν, Τότε, ακόμα και αν συμβεί ατύχημα και καταπέσεις από τα ύψη, δεν θα συντριβείς. Μόνο θα ξαναβρεθείς, έστω και με ανώμαλο, σκληρό τρόπο εκεί που βρισκόσουν πριν, στο έδαφος.

Ναι, αυτή η ημέρα είναι διαφορετική από τις άλλες. Κοιτάς τον ήλιο που λάμπει αλλιώτικα από τις υπόλοιπες. Και ξέρεις πολύ καλά ότι αυτή είναι μια από τις ελάχιστες ημέρες που μπορείς αληθινά να πεις στον εαυτό σου…

https://www.youtube.com/watch?v=xdpcjtRW2jY

Γιατί ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος, χωρίς κανέναν και τίποτα να τον δεσμεύει. Εται ώστε να μπορεί να επιλέξει μόνον εκείνους και εκείνες και αυτά που θέλει, ό,τι κάνει το μυαλό και την ψυχή του να πετάει. Και εσύ ήσουν πάντα υπερήφανος για το ότι είσαι άνθρωπος…

Αν μάλιστα είχες ποτέ μια πραγματική φιλοδοξία είναι αυτή και μόνο. Με όσα έχεις πει, κάνει και κυρίως γράψει, αλλά και όλα όσα θα γράψεις στη συνέχεια να κάνεις και άλλους και άλλες, όσο το δυνατό πιο πολλούς και πολλές, να αισθανθούν αυτή την σεμνή υπερηφάνεια. Την μοναδική υπερηφάνεια που δεν είναι ύβρις το να την έχεις αλλά αντίθετα το να μην την διαθέτεις. Γιατί το να μην στέκεσαι όρθιος στα πόδια σου, να πέφτεις πιο χαμηλά από εκεί που σου αξίζει και πρέπει αυξάνει την αλαζονεία άλλων, έστω και μόνον ενός άλλου υπανθρώπου. Και το να μην αντιστέκεσαι σε μιαν ύβριν αλλά σχεδόν να την υποθάλπεις, έστω και με το να την ανέχεσαι, σε κάνει συνένοχο στην διάπραξη της. Ακόμα και αν δεν το θέλεις και δίχως καν να το αντιλαμβάνεσαι…

Αυτό είναι λοιπόν το μόνο που φιλοδοξείς. Να κάνεις άλλους και άλλες να αισθανθούν υπερήφανοι για το ότι είναι άνθρωποι ώστε στη συνέχεια να συνειδητοποιήσουν ότι γεννήθηκαν ελεύθεροι. Αρα έτσι πρέπει να τους βρει και το τέλος της ζωής τους, όποτε και αν έρθει αυτό…

https://www.youtube.com/watch?v=d6c70hPa8iU

Οι μάσκες πίσω από τις μάσκες

masks1

https://www.youtube.com/watch?v=s4_3xnnFCzg

Οι Απόκριες ανέκαθεν τον εκνεύριζαν, μάλλον καταρχήν τον έθλιβαν και μετά τον εκνεύριζαν, κυρίως γιατί αδυνατούσε να βρει οποιαδήποτε χρησιμότητα τους. Στις απαρχές τους, στα βάθη του χρόνου, ήταν ένα παγανιστικό έθιμο που είχε το νόημα του αλλά στην σύγχρονη εποχή και στη σημερινή κοινωνία; Γιατί να υπάρχει το Καρναβάλι και ιδίως οι μεταμφιέσεις, οι στολές, οι μουτσούνες και οι μάσκες; Γιατί να πρέπει να υπάρχει κάτι που έτσι και αλλιώς συνέβαινε τόσο πολύ, σε τόσο μεγάλο βαθμό, κάθε εποχή και ημέρα του χρόνου;

Είχε βαρεθεί, είχε κουραστεί να βλέπει σε όλη του την ζωή γύρω του μάσκες, τόσες πολλές μάσκες. Για τους πιο πολλούς και πολλές μεταμφιέσεις, για μερικούς και μερικές μια απελπισμένη προσπάθεια να κρυφτούν, να κρύψουν αυτό που είναι στ΄ αλήθεια. Να το κρύψουν από ποιους/ες άραγε; Μάλλον από όλο τον κόσμο αλλά σίγουρα ξεκινώντας από τον ίδιο τον εαυτό τους…

Τόσες πολλές μάσκες, όλων των ειδών οι μάσκες, ανδρικές και γυναικείες. Ο επιτυχημένος, ο ματσωμένος, ο «σφίχτης», ο γκόμενος, το τεκνό, ο μάγκας, ο «ξύπνιος» αιωνίως καταφερτζής, ο μόνιμα πλακατζής, ο βλοσυρός σοβαροφανής που έχει καταπιεί μπαστούνι γιατί αν ήταν πραγματικά σοβαρός θα γνώριζε την αξία και την σημασία του γέλιου άρα θα γελούσε συχνά και θα χαμογελούσε ακόμα συχνότερα. Η εσαεί και εις το διηνεκές γκόμενα, η όμορφη της παρέας που τα κομπλιμέντα της είναι αρκετά για να καλύπτει το εγωπαθές τέρας το οποίο είναι στην πραγματικότητα, η «άσχημη» που δεν τολμάει ποτέ να κοιτάξει την τόση ομορφιά μέσα της, η σεξοβόμβα, το αχόρταγο ξέκωλο, η «γυναίκα δηλητήριο», αράχνη, αρπακτικό ή και βαμπίρ.

Και κάθε άλλο παρά τελειώνουμε με αυτές τις μάσκες…Οι καλοί/ές φίλοι/ες που θα έδιναν την ζωή τους ο ένας/μία για τον άλλο/η μέχρι που να συγκρουστούν έστω και ελάχιστα τα όποια συμφέροντα τους καθώς η φιλία τους ανέκαθεν βασιζόταν στο πως και πόσο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ένας/μία τον/την άλλο/η. Ο πιστός σύζυγος γιατί δεν μπορεί ή δεν έχει το θάρρος να κερατώνει καθημερινά την σύζυγο του αλλά απλά «κοιτάζει» και ψάχνει τα βράδια τις πορνοσελίδες στο Internet όπως βέβαια είναι απόλυτα φυσιολογικό, άρα και αποδεκτό, για έναν αληθινό, «σωστό και πρόστυχο» άντρα, η ενάρετη – ή – μπορεί – και – όχι – αρκεί – να – φαίνεται – τέτοια σύζυγος, η καλή νοικοκυρά που είναι «δούλα και κυρά», κυρία οποιουδήποτε ΄άλλου πράγματος πλην του εαυτού της πάντως.

Ο καλός πατέρας που αδιαφορεί παντελώς για τα απιδιά του και στην καλύτερη περίπτωση επιθυμεί να εκπληρώσουν τα δικά του απωθημένα και πριν από όλα να βγάλουν πολλά, πάρα πολλά χρήματα. H καλή μητέρα που από την πολλή αγάπη της πνίγει τα παιδιά της για να μην πάθουν τα ίδια με εκείνη, για να μην δυστυχήσουν τόσο πολύ όσο η ίδια δεν τόλμησε ποτέ να ομολογήσει στον εαυτό της ότι είναι δυστυχισμένη.

Τα καλά παιδιά γιατί οι γονείς τους εξασφαλίζουν μιαν οικονομική κατάσταση που μόνα τος δεν θα μπορούσαν να έχουν αλλά και αναλαμβάνουν, σε όποια ηλικία και αν έχουν φτάσει τα ίδια, να κάνουν πράγματα που αλλιώς θα έπρεπε να κάνουν αυτοί/ές και άρα να κοπροσκυλιάζουν λιγότερο από όσο μπορούν. Οι «άσωτοι υιοί» (και θυγατέρες) που «επαναστάτησαν» απέναντι στους γονείς τους όχι από εσωτερική ανάγκη ή γιατί απέρριπταν τον τρόπο ζωής τους αλλά επειδή….έτσι πρέπει να κάνει κανείς, σωστέ; Μέχρι να εξελιχθούν σε ρεπλίκες τους και πριν από όλα επαναλαμβάνοντας το ένα μετά το άλλο τα δικά τους λάθη, ξεκινώντας με το πως ανατρέφουν τα δικά τους παιδιά.

Και οι μάσκες δεν μένουν μόνο στο επίπεδο της προσωπική ζωής, φτάνουν και σε αυτό της δημόσιας. Ο /η celebrity, o άνθρωπος τον media που προβάλλει τον εαυτό του αντί να ενημερώνει και να πληροφορεί, η TV persona που θέμα των εκπομπών του/της είναι ο/η ίδιος/α. Μάσκες όμως φοριούνται και κυκλοφορούν και ακόμα πιο πέρα ή μάλλον πιο ψηλά, ο λαοπρόβλητος ηγέτης, ο σωτήρας του έθνους, ο «τίμιος», οραματιστής, «συνετός», ιδιόρρυθμος ή και ακραίος πολιτικός, ο ενάρετος εκπρόσωπος του λαού που κάθεται στα βουλευτικά έδρανα δίπλα σε τόσα λαμόγια που όμως, όπως ακριβώς και αυτός, δεν θεωρούν τους εαυτούς τους τίποτα άλλο από «πραγματιστές». Τόσες μάσκες και μέσα από όλες ακριβώς το ίδιο, η κοινή δίψα για εξουσία, δηλαδή για έλεγχο των άλλων, όσο το δυνατόν περισσότερων η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά όχι απαραίτητα, συνοδεύεται και από την επιθυμία όσο γίνεται περισσότερου πλουτισμού με ελάχιστο ή και καθόλου κόπο.

Τόσων ειδών διαφορετικές μάσκες και συνεχώς να ανακαλύπτονται νέες και να τις φορούν τόσοι και τόσες, γενεές επί γενεών, η μια μετά την άλλη…Ποιος να είναι ο λόγος της ψύχωσης της ανθρωπότητας με τις μάσκες; Μήπως γιατί ελάχιστοι/ες θέλουν να κοιτάξουν προς τα μέσα για να μην δουν ότι όλοι και όλες μας έχουμε τις ίδιες ανασφάλειες, φόβους, αγωνίες και αμφιβολίες, τις ίδιες λύπες, πίκρες, διαψεύσεις και απογοητεύσεις αλλά και τις ίδιες ελπίδες, πόσο μοιάζουμε δηλαδή σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αφού όλοι και όλες είμαστε άνθρωποι; Αλλά και δειλιάζουν να δουν τις δικές τους και μόνον ανάγκες, επιθυμίες και όνειρα, όλα αυτά δηλαδή που, ενώ είμαστε τόσο ίδιοι και ίδιες, διαφοροποιούν καθένα και καθεμία από όλους τους υπόλοιπους και τον καθιστούν μοναδικό/ή; Τόσος τρόμος πια να αντικρίσουμε και να αποδεχτούμε τον εαυτό μας έτσι ακριβώς όπως είναι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο;

masks2

Όταν σκεφτόταν όλα αυτά για τις μάσκες πάντα κατέληγε να του έρθει στο μυαλό ο Θέσπις. Ακόμα και πολλοί από αυτούς που αγαπούν και μελετούν την Ιστορία δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη του Θέσπιδος, ενός απλού ανθρώπου από τον δήμο Ικαρίας (ο σημερινός Διόνυσος) της Αττικής που έζησε τον έκτο προ Χριστού αιώνα και δεν κατήγαγε κάποια σπουδαία πολεμική νίκη, δεν έκανα ένα κατόρθωμα από αυτά για τα οποία σε καταγράφει μe χρυσά γράμματα η Ιστορία αλλά είχε απλά μιαν ιδέα. Μιαν ιδέα όμως που άλλαξε τον τρόπο της ανθρώπινης ψυχαγωγίας όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τις επόμενες, κάποιοι μπορεί και να έλεγαν μιαν ιδέα που μπορεί να μην άλλαξε τον κόσμο όπως πολλές άλλες αλλά σίγουρα άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο γύρω τους.

Η ιδέα που είχε ο Θέσπις είχε να κάνει με κάποια τραγούδια που έλεγαν ομαδικά, χορωδιακά όπως θα λέγαμε σήμερα, εν χορώ δηλαδή, οι άνθρωποι της εποχής του στις γιορτές τους, σε κάποιους ανοιχτούς χώρους και με τα υπόλοιπα μέλη της ολιγάριθμης τότε αθηναϊκής κοινωνίας να τους παρακολουθούν. Σκέφτηκε λοιπόν ότι θα ήταν ενδιαφέρον αν διαχώριζε τον πρώτο του χορού, αυτόν που ίσως ξεχώριζε για τις φωνητικές ή γενικά τις εκφραστικές του ικανότητες, από τους υπολοίπους. Θα άρχιζε να συνομιλεί με τον υπόλοιπο χορό που θα του έκανε κάποιες ερωτήσεις στις οποίες αυτός – επίσης έμμετρα φυσικά – θα απαντούσε, θα υποκρινόταν δηλαδή κατά την αττική διάλεκτο της εποχής. Έτσι ο κορυφαίος του χορού μετατράπηκε σε υποκριτή γιατί αυτό σημαίνει στην κυριολεξία η λέξη και όχι τον ανειλικρινή και τον κάλπη όπως έχει καταντήσει σήμερα. Όταν ο Θέσπις έθεσε την ιδέα του σε εφαρμογή ο πρώτος ηθοποιός του κόσμου περπάτησε πάνω σε μια σκηνή. Αυτή βέβαια ήταν η στιγμή της γέννησης του θεάτρου όπως το γνωρίζουμε και όχι πλέον ως απλά τελετουργικά δρώμενα, δηλαδή της πρώτης σύνθετης αλλά και συλλογικής δημιουργικής έκφρασης στην Ιστορία της ανθρωπότητας η οποία, πέραν από όσα έχει προσφέρει η ίδια στον πολιτισμό, ενέπνευσε ή και έγινε αφορμή για αρκετές ακόμα, όπως για παράδειγμα εκείνη της σκηνογραφίας.

Ο Θέσπις όμως δεν ήταν μόνο…θεωρητικός του θεάτρου, όπως θα λέγαμε σήμερα αλλά και ένας ενεργός στο έπακρο λειτουργός του. Μοναδικός υποκριτής (ο δεύτερος και στη συνέχεια ο τρίτος προστέθηκαν από μεταγενέστερους) ήταν ο ίδιος. Για να κάνει μάλιστα πιο αποτελεσματική την ιδιότητα που ο ίδιος είχε επινοήσει ανακάλυψε διάφορους τρόπους και μεθόδους, αρχικά δηλαδή έβαφε το πρόσωπο του με φυτικά χρώματα και στη συνέχεια φορούσε προσωπείο, μια μάσκα φτιαγμένη από πανί δηλαδή. Η μάσκα αυτή ήταν διαφορετική ανάλογα με το πρόσωπο, άνδρα ή και γυναίκα, το οποίο υποκρινόταν, απαντούσε δηλαδή στην θέση του εκείνη την στιγμή. Όμως ο Θέσπις δεν φορούσε μάσκα για να κρυφτεί από οποιονδήποτε και οτιδήποτε αλλά ακριβώς για να τονίζει ότι έπαιζε έναν ρόλο, βοηθώντας έτσι το κοινό να κατανοήσει πληρέστερα ή και να ταυτιστεί για την διάρκεια της παράστασης με αυτό τον ρόλο.

Φαίνεται επιπλέον ότι ο Θέσπις πίστευε πάρα πολύ σε αυτό που έκανε, όχι μόνο στην ψυχαγωγική αλλά και στην επιμορφωτική αποστολή μα και δύναμη του πρωτόλειου ακόμα θεάτρου. Δεν εξηγείται διαφορετικά ότι δεν περιοριζόταν μόνο στην Αττική και στις λίγες δυνατότητες παραστάσεων που αυτή του προσέφερε αλλά, παρόλες τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, πήγαινε και σε όσες άλλες περιοχές μπορούσε και πιθανόν να υπήρχε ενδιαφέρον για μια παράσταση του. Επιβαίνοντας ο ίδιος και τα μέλη του χορού τον οποίο συντηρούσε μόνιμα στο άρμα του ταξίδευαν όπου υπήρχε κόσμος που ήθελε να δει τι έκαναν επάνω στη σκηνή. Αυτό ήταν το σχεδόν διάσημο για τα τότε δεδομένα Άρμα Θέσπιδος, ο πρώτος δηλαδή περιοδεύων θίασος που υπήρξε ποτέ.

Αυτές οι μετακινήσεις όμως δεν γίνονταν μόνο για να μπορέσει να δει περισσότερος κόσμος τις παραστάσεις του αλλά και να έχει την ευκαιρία ο ίδιος να παρατηρήσει και άλλους ανθρώπους, όσο το δυνατόν πιο πολλούς για να ενσωματώσει στοιχεία από αυτές τις παρατηρήσεις σε επόμενες παραστάσεις του. Γιατί, πριν ακόμα από ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης, ο Θέσπις ήταν θεατρικός συγγραφέας και μάλιστα τραγικός. Ενας τραγικός ποιητής όπως τους έλεγαν τότε που δεν έχει βέβαια την αίγλη των τριών κλασικών του είδους, ένας λόγος ίσως να είναι και ότι δεν διασώθηκε ούτε καν απόσπασμα από καμία από τις τραγωδίες του. Για αυτό και λησμονήθηκε σύντομα και από όλους, κανείς από τους τρεις κορυφαίος της Αττικής τραγωδίας δεν τον αναφέρει στα σωζόμενα έργα τους και, παράδοξα, μόνον ο κωμικός Αριστοφάνης θυμάται αυτόν τον όχι απλά πρόγονο αλλά και πρωτοπόρο της τέχνης όλων τους σε ένα δικό του.

Οπως και εκείνοι όμως ο Θέσπις ουσιαστικά δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αφηγείται ιστορίες. Ιστορίες που κάπου, κάποτε είχε ακούσει, τις διαμόρφωνε περαιτέρω με το προσωπικό του αισθητήριο, τις παρουσίαζε στον κόσμο, τις εμπλούτιζε με στοιχεία από τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του εκάστοτε κοινού ώστε στη συνέχεια να τις διευρύνει ή και να δημιουργεί άλλες και πιο σύνθετες από αυτές. Μια σειρά από ανθρώπινες ιστορίες, από και για τον Άνθρωπο, δημιουργώντας έτσι την ολοένα και μεγαλύτερη στην πάροδο του χρόνου συλλογική αφήγηση την οποία μόνο το είδος μας διαθέτει και είναι ένα από αυτά που το κάνουν διαφορετικό και αντικειμενικά ανώτερο από όλα τα υπόλοιπα.

Οι σκέψεις για τον Θέσπι του έφεραν συνειρμικά και εκείνη για κάποιον άλλο που δεν ήταν καθόλου αρχαίος αλλά έζησε στη σύγχρονη εποχή, μερικές δεκαετίες πριν. Ενδιαφερόταν και αυτός πολύ για την αναπαράσταση της πραγματικότητας και για αυτό ξεκίνησε να σπουδάζει την δημιουργική έκφραση της οποίας πατέρας είναι το θέατρο και μητέρα η φωτογραφία, τον κινηματογράφο, αν και τελικά ασχολήθηκε με την μουσική. Δεν έχει σημασία όμως γιατί και αυτός, πάνω από όλα, ιστορίες ήθελε να αφηγηθεί και, διαμέσου της μουσικής, αυτό έκανε στη σύντομη ζωή του. Δεν μπόρεσε να μην θυμηθεί ένα από τα τραγούδια του που, διόλου συμπτωματικά, κάπου ανέφερε τις μάσκες….

Ο δολοφόνος ξύπνησε πριν την αυγή

Πήρε ένα πρόσωπο από την αρχαία γκαλερί

Και προχώρησε στο χολ

Και έφτασε σε μια πόρτα και κοίταξε μέσα

Πατέρα, ναι γιε μου, θέλω να σε σκοτώσω

Μητέρα…όχι, ούτε θέλω ούτε ήθελα ποτέ να σε γ…, φαίνεται ξεπέρασα τοι οιδιπόδειο σύμπλεγμα πολύ νωρίτερα από τα άλλα αγοράκια. Ούτε καν αναζητούσα ποτέ το πρόσωπο σου σε κανένα άλλο, ούτε έψαχνα να ξαναβρώ σε κάποιαν άλλη την μαγειρική σου, τα κανακέματα σου ή οτιδήποτε άλλο. Για να είμαι ειλικρινής μάλιστα αν διέκρινα οτιδήποτε από αυτά σε μια γυναίκα ήταν ένας πάρα πολύ καλός λόγος για να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ακόμα και αν αρχικά μπορεί να μου άρεσε. Και αν ψέγω τον εαυτό μου είναι για τις ελάχιστες φορές που δεν είδα κάτι που θύμιζε εσένα τόσο νωρίς όσο θα έπρεπε..

Απορείς μήπως γιατί μητέρα; Γιατί ποτέ δεν μου άρεσε, δεν συμφώνησα στο παραμικρό με την αλήθεια σου, την αλήθεια που σου σέρβιραν οι δικοί σου γονείς και δεν ξέρω ποιοι άλλοι και όχι μόνο την κατάπιες αμάσητη, δίχως καν να διανοηθείς να την αμφισβητήσεις για μια στιγμή αλλά και ήθελες στη συνέχεια να την επιβάλλεις σε όλους τους άλλους ως την μοναδική και αλάνθαστη. Ανέκαθεν δεν την ανεχόμουν αυτή την αλήθεια σου μητέρα και για αυτό από πολύ μικρός φρόντισα να αρχίσω να ανακαλύπτω την δική μου και από τότε προτιμώ αυτήν και μόνο. Και είναι αλάνθαστη;, θα με ρωτήσεις. Οχι, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για αυτό….Επέτρεψε μου όμως να πιστεύω ότι είναι πολύ πιο σωστή από την δική σου και σίγουρα με αντιπροσωπεύει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Βλέπεις είναι η δική μου, εμένα και κανενός άλλου, μόνος μου την βρήκα βήμα – βήμα χωρίς να περιμένω κανένα να μου την αποκαλύψει και ποτέ δεν την έχω ως οριστική, την αναθεωρώ ακόμα και κάθε στιγμή αν χρειάζεται. Για αυτό και την εμπιστεύομαι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη…

Ποια πρέπει λοιπόν να είναι η τιμωρία μου για αυτό μητέρα; Τι μου αξίζει για το ότι όχι μόνο στην αρχή με λυπούσαν και από μια στιγμή και μετά δεν άντεχα τις τόσες μάσκες που φορούσες εσύ και σχεδόν όλοι όσοι ήταν γύρω σου αλλά και επιπλέον αρνήθηκα πάντα πεισματικά να φορέσω την μάσκα του καλού γιου; Ή τουλάχιστον αυτού που εσύ θεωρούσες καλό γιο, ας μην το ξεχνάμε αυτό…Τι πρέπει να πάθω για αυτό, πώς να τιμωρηθώ, το να σκοτώσουν εμένα θα ήταν αρκετό; Να με θανατώσουν γιατί δεν σε μιμήθηκα ακυρώνοντας το μυαλό μου και κάνοντας την ψυχή μου άνυδρη και χέρσα γη, επειδή ανέκαθεν πίστευα ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα και καλύτερα στον κόσμο και τους ανθρώπους από την «αγία οικογένεια», την δική σου φυσικά μόνον, από την οποία για εσένα αρχίζουν και τελειώνουν τα πάντα; Την οικογένεια που – όπως και οι περισσότερες άλλες και είτε σου αρέσει είτε όχι – δεν τόλμησες ποτέ να παραδεχτείς ότι αυτό το οποίο την κρατάει ενωμένη είναι μια σειρά από συμβάσεις παρά οτιδήποτε αληθινό και ουσιαστικό; Να με θανατώσουν γιατί δεν υπέγραψα αυτοβούλως την καταδίκη μου σε έναν αργό και πολύ χειρότερο θάνατο; Αν είχες περάσει και εσύ έστω για λίγο από μια νομική σχολή θα καταλάβαινες ότι αυτό θα ήταν ποινή κακουργήματος για κάτι που δεν είναι καν πλημμέλημα άνευ δόλου…

Τις σκέψεις αυτές που τον έκαναν να οργίζεται όλο και περισσότερο τις διέκοψε μια παράξενη αίσθηση στο πρόσωπο του. Έφερε το χέρι του σε αυτό, κάτι τράβηξε σε όλο το ύψος του, από κάτω μέχρι πάνω και το κράτησε σφιχτά στο χέρι του, τόσο λεπτό, αραχνοΰφαντο, σχεδόν αόρατο. Ακριβώς όπως εκατοντάδες άλλα τέτοια που είχε αφαιρέσει από το πρόσωπο του στο παρελθόν και πάρα πολλά ακόμα τα οποία θα έβγαζε μέχρι το τέλος της ζωής του. Φαίνεται ότι οι μάσκες είχαν περάσει πια στο DNA της ανθρωπότητας, εμφανίζονταν ύπουλα και ξαφνικά ακόμα και στο πρόσωπο κάποιου ο οποίος τις απεχθανόταν όσο εκείνος, αναστέναξε βουβά όπως κάθε φορά που σκεφτόταν αυτό το θέμα. Αυτό όμως δεν σήμαινε και ότι θα φορούσε ποτέ έστω και μία, δεν ήταν δυνατότερες από τη θέληση του. Δεν θεωρούσε καλύτερο τον εαυτό του από οποιονδήποτε εκτός από όσους/ες του έδιναν κάθε δικαίωμα να τους θεωρεί χειρότερους και κατώτερους αλλά ένα ήταν σίγουρο, οι μάσκες δεν ήταν για εκείνον, αυτό ποτέ. Είχε υποσχεθεί σε πολύ μικρή ηλικία στον εαυτό του ότι αυτό που κοίταζε στον κσθρέφτη και έβλεπαν όλοι/ες οι άλλοι/ες θα ήταν μόνο το αληθινό του πρόσωπο, όποιο και όπως και αν ήταν και θα τηρούσε αυτή την υπόσχεση για πάντα.

Οι φωνές και τα χάχανα μιας παρέας καρναβαλιστών, μασκαρεμένων δηλαδή με προσωπεία που είχαν φτιαχτεί με υλικά και από ανθρώπινα χέρια, τον έβγαλαν, λίγο βίαια αυτή τη φορά, από τις σκέψεις του. Δίπλα του έχασκε ένα βαθύ χαντάκι, με χώματα στην μια πλευρά του και μια υποτυπώδη προστατευτική περίφραξη σε μερικά σημαία του, υπόλειμμα προφανώς μιας εκσκαφής κάποιου δημόσιου οργανισμού που ποιος να ήξερε γιατί είχε σταματήσει και πότε θα ολοκληρωνόταν. Αντιδρώντας αυθόρμητα πέταξε μέσα του με περιφρόνηση, σχεδόν σαν να ήταν κάτι σιχαμερό, το λιγότερο και από πρόπλασμα μάσκας το οποίο είχε αφαιρέσει πριν λίγο από το πρόσωπο του και έσκυψε ελαφρά για να το δει να πέφτει μέχρι του σημείου που μπορούσε. Και τότε, καθώς το φως του φεγγαριού αντανάκλασε σε λίγο νερό που είχε απομείνει από την προ δύο ημερών βροχή στον πάτο του χαντακιού, είδε κάτι άλλο.

Τότε είδε την μαϊμού. Στεκόταν λίγο πιο πάνω από τον πάτο του χαντακιού και τον κοίταζε καθώς την κοίταζε και αυτός με ένα κοροϊδευτικό θα έλεγε κανείς ύφος. Δεν αισθάνθηκε όμως την παραμικρή έκπληξη όταν την ειδε γιατί πολύ απλά την ήξερε καλά αυτή την μαϊμού, Είχε δει πάρα πολλές φορές το άσχημο και μοχθηρό πρόσωπο της που δεν χρειαζόταν να φορέσει μάσκα γιατί ήταν το ίδιο μια τέτοια, τρομαχτική αν δεν ήταν τόσο πολύ γελοία. Μέχρι κάποια στιγμή μάλιστα το έβλεπε τουλάχιστον μια φορά την ημέρα ώσπου αποφάσισε να αναλάβει δράση και από τότε η κουτοπόνηρη φάτσα της φαινόταν όλο και σπανιότερα. Δεν είχε αυταπάτες όμως, το ότι δεν ήταν ορατή δεν σήμαινε και ότι είχε εξαφανιστεί. Πολλές φορές ένιωθε τα μικρά μάτια της να τον παρακολουθούν για ατέλειωτες ώρες και εκείνο το βράδυ, πολύ πριν κάνει την εμφάνιση της, σίγουρα ήταν μια από αυτές.

Ουδέποτε όμως την είχε φοβηθεί, ούτε καν πριν από εκείνη τη νύχτα, πάρα πολλά χρόνια στο παρελθόν, που την είχε ποδοπατήσει σχεδόν μέχρι θανάτου. Πώς θα μπορούσε να φοβηθεί μιαν άθλια μαϊμού; Και ούτε ήταν δυνατό φυσικά να την αφήσει ποτέ να ορίζει την ζωή του, ούτε σαν σκέψη δεν του είχε περάσει αυτό…Τι ήταν άλλωστε η μαϊμού; Ενας από τους πιο μέτριους, ασήμαντους και χειρότερους κρίκους στην αλυσίδα που οδήγησε σε κάτι πολύ σημαντικότερο και καλύτερο, παρά τα τόσα μειονεκτήματα του ό,τι καλύτερο υπάρχει στο γνωστό μας σύμπαν και για αυτό είχε λησμονηθεί ακόμα και ως τέτοιος. Πώς θα μπορούσε λοιπόν όχι να αντιμετωπίσει αλλά ακόμα και να αξιώσει να σταθεί δίπλα σε οποιονδήποτε Ανθρωπο;

https://www.youtube.com/watch?v=fWtDB3poavw

Μια πολύ σημαντική διαφορά του και ευτυχώς και αρκετών άλλων αντρών και γυναικών από αυτήν και αλέες τέτοιες μαϊμούδες ήταν ότι τα δικά τους δάκτυλα δεν είχαν ποτέ φαγούρα όταν ήταν σε έξαψη ή υπό την επήρεια οποιασδήποτε ουσίας. Αυτό συνέβαινε πάρα πολύ σπάνια και πάντα εν ψυχρώ…Οταν δηλαδή έδινε την σχετική εντολή στα δάκτυλα όχι η κοινή αλλά η ψυχρή, η πιο τετράγωνη λογική. Η λογική εκείνη που ξέρει να παρατηρεί υπομονετικά, να μην βιάζεται καθόλου να βγάλει συμπεράσματα και να παρεμβαίνει μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Η λογική που δεν εκδικείται, ούτε καν τιμωρεί αλλά μόνο τακτοποιεί και για αυτό δεν συγχωρεί ποτέ οποιονδήποτε και οτιδήποτε διασάλευσε την στοιχειώδη τάξη που πρέπει να έχουν τα ανθρώπινα πράγματα για να λέγονται τέτοια και ο ίδιος ο Άνθρωπος την αξιοπρέπεια η οποία είναι απαραίτητη για να ονομάζει τον εαυτό του έτσι.

Ολες οι μαϊμούδες οι τετράποδες και οι δίποδες, οι άνθρωποι που έχουν αφήσει να τους υποκαταστήσουν κάποιες τέτοιες δηλαδή, γνωρίζουν ενστικτωδώς ότι δεν πρέπει ποτέ να βρεθούν στο στόχαστρο της και να δώσει εντολή στα οπλισμένα με στέρεη γνώση δάκτυλα να αρχίσουν να έχουν φαγούρα. Γιατί αυτή η πανίσχυρη λογική είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που δύο γεγονότα είναι σίγουρα για οποιαδήποτε αναμέτρηση μαζί της. Το ποιος είναι πάντα, αργά ή γρήγορα, ο νικητής και ότι δεν υπάρχει κανένα έλεος για τον ηττημένο, εξοντώνεται γιατί είναι ήδη δεδομένο ότι είναι όχι μόνο επιζήμιος αλλά και περιττός για τον κόσμο μας. Γιατί όχι μόνο δεν συνεισφέρουν ούτε μια λέξη στην συλλογική αφήγηση της ανθρωπότητας αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να την κάνουν λιγότερη, μικρότερη, φτωχότερη και εντέλει ευτελέστερη, η τυπική τακτική των ζηλόφθονων που επειδή δεν μπορούν να φτάσουν σε κάτι υψηλότερο προσπαθούν να κατεβάσουν στο δικό τους χαμηλό επίπεδο ή και βάραθρο όσους βρίσκονται εκεί.

Ο αέρας έγινε ξαφνικά πιο δυνατός και έφερε μπροστά στα μάτια του μια μάσκα, απομεινάρι ενός ακόμα καρναβαλιού που τελείωνε, πριν την ξαναπάρει σχεδόν αμέσως. Και όσο και αν μισούσε την βία και άρα και τα όπλα ήταν η μόνη φορά που λυπήθηκε για το ότι δεν είχε ένα περίστροφο για να το αδειάσει πάνω της κάνοντας την κομμάτια. Θα ήταν μια πρώτης τάξης εκτόνωση πάνω σε κάτι που συμβολίζει τόσα από τα δεινά της ανθρώπινης ζωής δίχως να θιγόταν ούτε στο ελάχιστο ο σεβασμός στην ύπαρξη ακόμα και της χειρότερης, της πιο ανάξιας και τιποτένιας από αυτές. Γιατί η πιο αποτελεσματική αντίσταση – πριν ακόμα από την άμυνα – σε όσους/ες δεν είναι άνθρωποι αλλά μάσκες ή και μαϊμούδες και θέλουν να κάνουν και τους άλλους έτσι είναι να μην πάψεις ποτέ να είσαι και να θεωρείς τον εαυτό σου απλά έναν ακόμα τέτοιο.

 

Μισο-γραμμένο

wintersun

Χειμωνιάτικο πρωί, από αυτά που δεν έχεις δουλειά   τα θερμομονωτικά τζάμια κρατούν έξω την κρύα ατμόσφαιρα αλλά όχι και μιαν άλλη παγωνιά   αυτή μπαίνει ακόμα και από τους τοίχους   περνάει από τις χαραμάδες σου   και τρυπώνει στην ψυχή σφίγγοντας την  οι σκέψεις δεν παγώνουν  αλλά τα λόγια κοκαλώνουν πριν φτάσουν στο τείχος των δοντιών  λόγια από την λογική, λόγια για τους λόγους και τον Λόγο  γυρίζω να σε κοιτάξω   οι γραμμές του κορμιού σου  μπρούμυτα και ανάσκελα, οριζόντιες και κάθετες  οι γραμμές των οριζόντων, των οριζόντων μου  γραμμές μακρινές, το βάθος τους άδηλο  εκτείνονται προς τα εμπρός   και απότομα υψώνονται, πάνε προς τα επάνω  χάνονται σε μια θάλασσα από ουρανό    για αυτό είναι ευλογημένο μέρος η Αττική   επειδή έχει δύο θάλασσες   μία να την περιτριγυρίζει και μία να την σκεπάζει   οι γραμμές συνεχίζουν, γυρίζουν πίσω  δεν γίνεται διαφορετικά, στο βάθος του ορίζοντα πάντα εγώ  το πεπερασμένο όριο του που δεν θα πάψω ποτέ να προσπαθώ να υπερβώ   οι γραμμές του επιστρέφουν ατέρμονα   επιστρέφουν σε εμένα  γίνονται δικές μου, του ορίζοντα μέσα μου  και μετά ξαναβγαίνουν έξω  γίνονται δικές σου   ένας άλλος εαυτός  ο καλύτερος που είχα ποτέ  θέλω να σου μιλήσω   λέξεις και πάλι  λέξεις που γράφω  λέξεις που λέω  μόνο λέξεις  γιατί οι λέξεις είναι το μοναδικό που έχω  δεν θα φτάσουν σε εσένα  οι γραμμές σου περίγραμμα και μόνο πάλι  μιαν άλλη φορά   πώς γίνονται όλο και περισσότερα αυτά που θέλω να σου πω  και εκείνα που θέλω να σου ψιθυρίσω   πιο πολλά μόνον όσα θέλω να ακούσω από εσένα   δεύτερος καφές, δέκατο τσιγάρο  το βλέμμα ξανά ψηλά  όσο γίνεται υψηλότερα   όσο ψηλά βρίσκεται η πολύτιμη αλήθεια και η ανεκτίμητη ουσία   δυσθεώρητες αλλά όχι και άπιαστες  η ελπίδα και μόνο να τις αγγίξεις αρκεί για καύσιμο του κινητήρα της ζωής   ποιος ανόητος είπε ότι ο ήλιος του χειμώνα είναι μελαγχολικός;   αν το καλοσκεφτείς είναι πολύ πιο ζεστός από αυτόν του καλοκαιριού  φωτίζοντας τις αναρίθμητες άγνωστες λέξεις χιλιάδων υπόρρητων γλωσσών  που κανείς δεν μίλησε ποτέ  και περιμένουν να τις ανακαλύψουμε μαζί  όπως αυτή στην οποία τραγουδάει  το χαμόγελο σου  και τώρα μπορώ να σου πω  καλημέρα.

https://www.youtube.com/watch?v=eF_0b-fQv5A

Περί γενικευμένης απληστίας…

SONY DSC(Μην σας πτοήσει η μεγάλη διάρκεια του, ακούστε το διαβάζοντας τους στίχους γιατί έχουν πολύ μεγάλη σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Από το «Animals» του 1977, αν δεν το ξέρετε και θέλετε να το μάθετε.)

https://www.youtube.com/watch?v=qiaF4kuxJco

Δεν ξέρω αν είναι φαινόμενο ή σύμπτωμα της ύστερης φάσης του καπιταλισμού στην οποία ζούμε αλλά αρκετοί ειδικοί επιστήμονες/ερευνητές έχουν διαπιστώσει κάτι ήδη πριν το δω εγώ στην καθημερινότητα γύρω μου. Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μιαν απληστία για τα υλικά αγαθά και προφανώς πριν και πάνω από όλα για το μέσο για την απόκτηση τους, τα χρήματα, η ζωή τους δηλαδή είναι λίγο – πολύ αφιερωμένη στο κυνήγι τους, διακρίνονται και από μια γενικότερη, συνολική απληστία. Είναι δηλαδή το ίδιο άπληστοι και στις όποιες σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους και όχι μόνο στις επαγγελματικές όπως θα ήταν αναμενόμενο αλλά και σε αυτές με τους/τις συντρόφους και συζύγους τους, την οικογένεια τους, τα παιδιά τους ή ακόμα και τους φίλους τους (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι για καθένα/καθεμία τους ισχύει το ίδιο για όλα αυτά τα είδη σχέσεων, το για ποιες και σε ποιον βαθμό διαφέρει ανάλογα με την προσωπικότητα και τις συνθήκες ζωής του/της).

Ως «απληστία» σε αυτή την περίπτωση ορίζουμε κάποιος/α να θέλει να παίρνει πολλά, όσο γίνεται περισσότερα (τα οποία συνήθως τα αναγνωρίζει ως τίποτα ή ελάχιστα και για αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ζητεί ή μάλλον απαιτεί όλο και πιο πολλά) από τον άλλο ενώ αντίστοιχα ο/η ίδιος/α δίνει πάρα πολύ λίγα ή και απολύτως τίποτα. Αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε δίνουν – και παίρνουν – οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο, συναισθήματα, κατανόηση, υποστήριξη, θετική διάθεση, λίγη χαρά, το σεξ (το να μην σε απασχολεί δηλαδή μόνον η δική σου απόλαυση ή και απλή εκτόνωση αλλά να ενδιαφέρεσαι και για το τι χρειάζεται ο άλλος, να τον βλέπεις δηλαδή ως αυτό που είναι, ο/η σύντροφος σου στην ερωτική πράξη και όχι το μέσο για την δική σου ικανοποίηση) καταλήγοντας, στην πιο καθημερινή του διάσταση, ακόμα και στα υλικά αγαθά, αν υφίσταται και αυτό ανάμεσα τους.

Αν τώρα ίσως φαίνεται παράξενο να αντιμετωπίζει κανείς τις ανθρώπινες σχέσεις με τον ίδιο τρόπο που το κάνει για τα χρήματα, θεωρώντας δηλαδή ότι όσα έχει ο ίδιος δεν είναι ποτέ αρκετά και αδιαφορώντας για το αν οι άλλοι έχουν οτιδήποτε, για την ακρίβεια περιφρονώντας ακόμα και τις βασικότερες ανθρώπινες ανάγκες τους, αξίζει να θυμηθούμε τα – έστω κατά την καθολική εκκλησία του Μεσαίωνα – περιβόητα «επτά θανάσιμα αμαρτήματα». Αυτά δηλαδή που, κατά μιαν έννοια, πηγάζουν από το διόλου τυχαία χειρότερο τους, την αλαζονεία, το να πιστεύει κανείς ότι είναι ανώτερος/καλύτερος από τους υπόλοιπους και στα οποία δίπλα – επίσης διόλου τυχαία – στην ζηλοφθονία και την οκνηρία βρίσκουμε μαζί με την ίδια την απληστία και την λαγνεία.

Ακόμα και η πουριτανική – τότε δε ασύγκριτα περισσότερο από σήμερα – καθολική εκκλησία, παράδοξα ίσως, δεν συμπεριέλαβε στην λίστα αυτών των αμαρτημάτων την ίδια την σεξουαλική ηδονή. Το έκανε όμως για τη λαγνεία, την απληστία με άλλα λόγια για την συγκεκριμένη ηδονή, όχι μόνο το να επιδιώκει κάποιος/α όλο και περισσότερη μέχρι του σημείου κάποιες φορές να φτάνει να ζει μόνο για αυτήν αλλά και να τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η δική του απόλαυση και καθόλου το αν έστω νιώθει κάποια ο/η όποιος/α παρτενέρ του. Θεωρώ ότι, ακόμα και από συμβολικής μόνο πλευράς, η παρατήρηση αυτή, ειδικά φυσικά όταν μιλάμε για τις διαπροσωπικές σχέσεις, έχει πολύ μεγάλη σημασία και καλό είναι να την κρατήσουμε στο νου μας για την συνέχεια.

Προφανώς οι άπληστοι (και) στις σχέσεις τους άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν έτσι μόνοι τους. Χρειάζονται από την άλλη πλευρά την κατάλληλη για αυτό προσωπικότητα, ανθρώπους δηλαδή που όχι μόνο να δίνουν, να προσφέρουν γενναιόδωρα συνεχώς αλλά και να μην τους απασχολεί, αντίθετα ίσως και να θεωρούν φυσιολογικό το να μην λαβαίνουν τίποτα ως αντάλλαγμα. Για την πλειοψηφία εμάς των υπολοίπων αυτό δεν είναι απλά παράξενο αλλά και ανεξήγητο, ακόμα και εντελώς ακατανόητο. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αποτιμά τόσο λίγο τον εαυτό του/της (να έχει τόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση δηλαδή, για να το πούμε με την αληθινή επιστημονική του ονομασία) ώστε να μην θέλει κάτι, οτιδήποτε, έστω λίγο, πολύ λιγότερο από αυτό που δίνει, από τον άλλο; Και, συγκεκριμένα στις διαπροσωπικές σχέσεις, δεν καταλαβαίνει ότι στην πορεία είναι σαν να παρακαλεί, να ικετεύει, στο τέλος σχεδόν να…ζητιανεύει για αυτά που θα έπρεπε να του δίνει αυθόρμητα ο άλλος και βέβαια δεν του τα δίνει αλλά και ούτε θα του τα δώσει ποτέ; Υπάρχει άραγε πιο ύστατη, χειρότερη (αυτο)ταπείνωση, πιο απόλυτη κατάλυση και του τελευταίου ίχνους αυτοσεβασμού; Γιατί λοιπόν οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε να υποβάλλει τον εαυτό του/της σε αυτό;

Κατά την άποψη πολλών ασύγκριτα ειδικότερων από εμένα αλλά και την προσωπική μου η κυριότερη αιτία για αυτό είναι η έλλειψη εσωτερικής δύναμης. Όλοι οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται με αυτόν τον – φριχτό, κυριολεκτικά απάνθρωπο, αν τους το έκανε άλλος/η, όπως εύκολα θα καταλάβαιναν και οι ίδιοι/ες αν μπορούσαν να το σκεφτούν λίγο καθαρά – τρόπο στον εαυτό τους διαθέτουν πολύ λιγότερη εσωτερική δύναμη ακόμα και από τον μέσο όρο ημών των υπολοίπων. Πάνω σε αυτό πατάνε, αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι άλλοι, οι «άπληστοι» και αυτό επίσης είναι που κάνει την συμπεριφορά τους τόσο απαράδεκτη για τα μέτρα ζωής του σημερινού ανθρώπου και τους/τις ίδιους/ες την χαμηλότερη ίσως βαθμίδα του είδους μας. Γιατί η εσωτερική αδυναμία, το λέει και η ίδια η λέξη, είναι μια ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων και όχι, ποτέ και για κανέναν λόγο, ένα ελάττωμα με βάση το οποίο οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί αλαζονικά να τους θεωρεί κατώτερους/ες του/της! Με ποιον διεστραμμένο συλλογισμό και από πού αντλεί αυτό το ανύπαρκτο αναθεματισμένο «δικαίωμα»;

Οπως και αν έχει όμως είναι αυτή η αδυναμία που τους κάνει να ανέχονται, σε ορισμένες περιπτώσεις δυστυχώς ακόμα και να επιδιώκουν, αυτή την άθλια συμπεριφορά. Οι ίδιοι/ες βέβαια αγνοούν ή και υποκρίνονται ότι δεν γνωρίζουν τον, τελικά τόσο καθοριστικό για την ίδια την ζωή τους, παράγοντα της αδυναμίας. Η δικαιολογία – ή ίσως, για κάποιους/ες από αυτούς/ές και η αιτία – που δίνουν για το τι δέχονται και ακόμα περισσότερο για το τι κάνουν στον εαυτό τους, έστω και αν αυτό έχει ξεφύγει από τα όποια φυσιολογικά όρια, είναι πάντα τα συναισθήματα τους. Όμως, είτε το ξέρουν είτε όχι και ανεξάρτητα από το αν το παραδέχονται, η ανθρώπινη γνώση έχει προοδεύσει απίστευτα πολύ σε σχέση όχι μόνο με έναν αιώνα αλλά ακόμα και με τριάντα χρόνια πριν. Μπορεί η εποχή μας να έχει πολλά αρνητικά αλλά είναι και αυτή κατά την οποία η ανθρώπινη διάνοια κάνει μέσα σε μια δεκαετία άλματα που στο παρελθόν χρειάζονταν ολόκληρους αιώνες για να γίνουν.

Έχουμε πλέον στην διάθεση μας όχι απλά λογικές αλλά και επιστημονικές μεθόδους και τρόπους για να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε όλη την γκάμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων, από τα πιο θετικά μέχρι τα πλέον αρνητικά και από τα βασικά και απλούστερα μέχρι τα πιο περίπλοκα. Και ένα από τα πρώτα συμπεράσματα που εξήχθησαν χάρη σε αυτή την γνώση είναι ότι η «αγιοποίηση» των συναισθημάτων, η αναγόρευση του θυμικού στον ιερό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης την οποία υποστήριζε το κίνημα του ρομαντισμού για παράδειγμα και τόσες άλλες θέσεις και απόψεις στην πορεία της ανθρωπότητας, κάθε άλλο παρά ήταν απόλυτα σωστή και ένας κανόνας δίχως την παραμικρή εξαίρεση,. Όσο αλήθεια είναι ότι από ορισμένα συναισθήματα προκύπτουν τα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής άλλο τόσο είναι ότι από μερικά άλλα πηγάζουν κάποια από τα χειρότερα δεινά της. Τι σημαίνει αυτό για την περίπτωση τους και πώς τους το εξηγείς;

«The spirit fights to find its way…»

Ας ξεκινήσουμε από την…αρχή, από το χρονικό ορόσημο που ο Διαφωτισμός έβγαλε – δικαιώνοντας το όνομα του – την ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του Μεσαίωνα και την εισήγαγε στη νεωτερική εποχή στην οποία ακόμα ζούμε (έστω και αν, κατά ορισμένους, βρισκόμαστε στην ύστερη πια φάση της την οποία μερικοί φτάνουν να αποκαλούν και μετα-νεωτερικότητα). Στη νεωτερική εποχή η ανθρωπότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της τουλάχιστον, πορεύεται με βάση, πυξίδα και φάρο τις αρχές του Διαφωτισμού σε αυτό που συνήθως αποκαλείται «δυτικός πολιτισμός», αν και κάθε άλλο παρά περιορίζεται στην Δύση ή μόνο στο βόρειο ημισφαίριο. Το ορόσημο που εγκαθίδρυσε και καθιέρωσε τις αρχές του Διαφωτισμού ως κανόνες οι οποίοι διέπουν τις συγκροτημένες κοινωνίες φυσικά ήταν – παρά τα λάθη, τις ελλείψεις, ακόμα και τα εγκλήματα που, αναπόφευκτα ίσως όπως πάντα συμβαίνει στα πολύ σημαντικά ιστορικά γεγονότα, διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της – η Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Στην Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Του Ανθρώπου Και Του Πολίτη που συνέταξαν οι εκπρόσωποι του επαναστατημένου γαλλικού λαού το ίδιο έτος αναφέρονται για πρώτη φορά τρεις λέξεις οι οποίες στη συνέχεια αποτελούν μέχρι και σήμερα το μότο της Γαλλίας (αλλά επίσης και της…Αϊτής!). Το «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» όμως ταυτόχρονα είναι και οι ακρογωνιαίες αξίες επάνω στις οποίες θεμελιώθηκε και εξακολουθεί να στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού και δεν είναι καθόλου παράξενο καθώς κωδικοποιεί, με θαυμαστή αληθινά λεκτική οικονομία, ένα πλαίσιο το οποίο καλύπτει μια ανεκτή και κυρίως αξιοπρεπή ζωή για κάθε άνθρωπο. Η ελευθερία είναι βέβαια η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου αμέσως μετά από εκείνες που εξασφαλίζουν την επιβίωση του και για αυτό και το θεμελιώδες δικαίωμα του. Η ελευθερία καθενός όμως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από οποιουδήποτε άλλου και φυσικά δεν μπορεί παρά να σέβεται εκείνη, όπως ακριβώς κάνει και για τον εαυτό της. Εξ ορισμού λοιπόν τελικά η ισότητα όλων μας πηγάζει μέσα από την προσωπική ελευθερία μας και έρχεται να την συμπληρώσει.

Αφού όμως όλοι εμείς, οι ελεύθεροι άνθρωποι, είμαστε απολύτως ίσοι δυνητικά είμαστε και «αδέλφια», όλοι και όλες με τους υπόλοιπους/ες, ακόμα και με όσους/ες δεν γνωρίζουμε και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, έχουμε δηλαδή υποχρέωση και δικαίωμα να δείχνουμε σε όλους τους συνανθρώπους μας έμπρακτα την αλληλεγγύη μας, για οτιδήποτε και όπως και όσο μπορούμε σε κάθε περίσταση. Η τελευταία από τις τρεις έννοιες λοιπόν, η αδελφότητα, έρχεται όχι μόνο για να ολοκληρώσει το σχήμα των προηγούμενων δύο αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ίσως και να είναι σπουδαιότερη αυτών αφού είναι εκείνη που τους δίνει το πλήρες νόημα και σημασία τους. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι ήταν ακριβώς η ύπαρξη στο μότο της αδελφότητας το γεγονός που παρακίνησε μια Γαλλίδα δημοσιογράφο να γράψει το 1791 την Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Των Γυναικών Και Των Πολιτισσών. Το κείμενο αυτό, για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας, διεκδικεί και απαιτεί, διαμέσου της αδελφότητας, την πλήρη ισότητα ανάμεσα στο, έστω λίγο, μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης και το μικρότερο που ως τότε εθεωρείτο αξιωματικά το ανώτερο, πολύ πριν το όποιο φεμινιστικό κίνημα όχι φτάσει στις απαρχές της συγκρότησης του αλλά και υπάρξει ούτε καν ως σκέψη στα μυαλά των πρωτεργατριών του!

Για περίπου δυόμισυ αιώνες πλέον λοιπόν οι συμπεριφορές των ανθρώπων αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις καθορίζονται, οφείλουν τουλάχιστον να διέπονται, από αυτό το τρίπτυχο εννοιών. Το πρώτο λοιπόν λογικό επιχείρημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς μιλώντας σε όσους/ες επιτρέπουν στους «υπερ-άπληστους» να κάνουν ό,τι κάνουν, σε εκείνους/ες που παραδίδουν τους εαυτούς τους βορά σε αυτά τα ανθρώπινα παράσιτα, είναι να τους επισημάνει ότι τα ίδιο ακριβώς θα έπρεπε να συμβαίνει και με τα συναισθήματα, τα δικά τους όπως και οποιοδήποτε άλλου. Γιατί αν καταλύσουμε αυτό το τρίπτυχο αξιών, αν έστω και μια τους απουσιάζει από κάθε ανθρώπινη συνδιαλλαγή ή ακόμα και συναλλαγή – για όσους/ες πιστεύουν ότι κάθε είδους ανθρώπινη σχέση είναι ένα αμοιβαίο και συνεχές δούναι και λαβείν – με τι θα τις αντικαταστήσουμε; Το μόνο που απομένει είναι αυτό που κυριαρχούσε σε πολύ παλαιότερες μορφές του πολιτισμού μας, δηλαδή «ο νόμος της ζούγκλας», με άλλα λόγια το δίκαιο του ισχυροτέρου. Και αυτό φυσικά δεν μπορεί να είναι αποδεκτό από το, αντικειμενικά σε αυτή την περίπτωση, κορυφαίο είδος που βρίσκεται στον πλανήτη και μάλιστα στην σημερινή εποχή, όταν έχουμε απόλυτη συνειδητοποίηση ότι βρισκόμαστε στο πλέον προωθημένο στάδιο της διανοητικής μας εξέλιξης.

Αν όμως αυτό το επιχείρημα δεν τους φαίνεται αρκετό υπάρχει και ένα άλλο, κατά τη γνώμη μου ακόμα σημαντικότερο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νεωτερικής πια στο έπακρο εποχής μας είναι η μεγαλύτερη από ποτέ διασύνδεση του προσωπικού, του ατομικού με το συλλογικό, Πολλοί/ές από αυτούς/ές δηλαδή έχουν σαν βασική τους δικαιολογία το «τι σημασία έχει τι κάνω εγώ, ένας και μόνον άνθρωπος ανάμεσα στους τόσους;». Όταν όμως οι ανάλογες περιπτώσεις γίνονται όλο και περισσότερες, καθώς οι εφ’ όλης της ύλης άπληστοι αυξάνονται, αναγκαστικά θα στραφούμε σε κάθε μία από αυτές γιατί, μαζί με όλες τις υπόλοιπες, συναποτελούν ένα πολύ δυσάρεστο φαινόμενο. Και τότε δεν μπορείς να μην ρωτήσεις καθέναν/ία από εκείνους/ες που τρέφουν – δυστυχώς με την θέληση τους ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν – τις βδέλλες της ανθρώπινης ενέργειας τοι οποίες πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό, τους επόμενους δεν τους σκέφτεστε; Δεν σας απασχολεί τι παράδειγμα δίνετε στα παιδιά που πολύ ωραία μπορεί να είναι και τα δικά σας;

Ας υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ένα παιδί σας, λόγω έλλειψης εσωτερικής δύναμης επίσης, βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση και σας ζητήσει όχι την συμβουλή – προσωπικά απεχθάνομαι αυτή την λέξη – αλλά απλά την γνώμη σας. Αν δεν μπορείτε να αντλήσετε από την δική σας εμπειρία για να το υποστηρίξετε τι θα έχετε άραγε να του προτείνετε; Να ακολουθήσει το παράδειγμα σας, να κάνει ό,τι και εσείς; Να υποχωρήσει όπως κάνατε και εσείς; Και για πόσο άραγε, για όλη του την ζωή όπως ίσως συνέβη με εσάς; Και στη συνέχεια, αν ένα δικό του παιδί αντιμετωπίσει κάτι ανάλογο, χωρίς πολλά – πολλά απλά να το ωθήσει να μιμηθεί τον/την ίδιο/α;

Καταλαβαίνετε πού  μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια συμπεριφορά όταν διαιωνίζεται και βαίνει αυξανόμενη; Σε μια κοινωνία επίσης των «δύο τρίτων» αλλά διαφορετικού τύπου από την σημερινή στην οποία τους έχοντες και μη θα αντικαταστήσουν αντίστοιχα αυτοί/ές που μόνο παίρνουν και αυτοί/ές που μόνο δίνουν, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και των μεν και των δε; Σε μια κοινωνία δηλαδή θυτών και θυμάτων; Μπορείτε να φανταστείτε ένα τέτοιο κόσμο; Θα σας άρεσε αλήθεια να ζείτε σε αυτόν, να έκαναν δηλαδή πάρα πολλοί εκείνο που κάνετε εσείς και να υφίσταντο τα ίδια με εσάς;

Και επειδή το συγκεκριμένο επιχείρημα πολύ δύσκολα επιδέχεται αντίρρηση το πιθανότερο είναι ότι σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι/ες που υποχωρούν στις διαθέσεις των «απλήστων» να κατέφευγαν σε μιαν άλλη γραμμή άμυνας. «Δεν θέλω άλλη συζήτηση, μην προσβάλλεις τα συναισθήματα μου», πάλι αυτά μπροστά και υπεράνω όλων. Συνήθως ακολουθεί η τυπική επωδός όσων δεν έχουν πλέον να αντιτάξουν τίποτα στον συνομιλητή τους, «μην με κρίνεις και μην εισβάλλεις στην ζωή μου». Ποιος έκρινε οποιονδήποτε και εισέβαλλε στην ζωή του; Και κάπου εδώ έρχεται το γνωστό σύνδρομο της «επίθεσης – σε αρχαιότερες εποχές και θανάτωσης – στπν αγγελιοφόρο δυσάρεστων ειδήσεων» με την υποσυνείδητη ευχή (ή και ελπίδα) ότι έτσι τα όποια δυσάρεστα θα πάψουν να υφίστανται. Κάτι που προφανώς δείχνει τον βαθμό σύγχυσης και απώλειας αυτοελέγχου που διακατέχουν οποιονδήποτε/οποιανδήποτε αντιδρά έτσι καθώς αδυνατεί να συλλάβει τον τρομερό παραλογισμό ο οποίος ενυπάρχει σε αυτό που κάνει εκείνη την στιγμή αφού οτιδήποτε δυσάρεστο υπάρχει ανεξάρτητα από το αν κάποιος το μεταφέρει, το κοινοποιήσει ή το ανακοινώσει ή όχι.

Όταν ο Μιχάλης Κατσαρός συμπεριλάμβανε στο ποίημα «Η διαθήκη μου» από την εμβληματική συλλογή του 1953 «Κατά Σαδδουκαίων» τον στίχο «ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ/αντισταθείτε» ήταν όχι μόνο λογικό και θεμιτό αλλά ακόμα και ηθικά σωστό. Αναφερόταν σε έναν κόσμο και ιδίως στην Ελλάδα όπου επικρατούσε κάτι τόσο υποκειμενικό, ρευστό και ασαφές όσο η ιδεολογία [βλέπε το παλαιότερο post 2010 + 7 μ. χ. (μετά χρεοκοπίας)]. Ο κόσμος που ζούμε σήμερα όμως δεν είναι απλά διαφορετικός, δεν έχει καμία σχέση με τον τότε, απέχει έτη φωτός από αυτόν. Τα πάντα στην εποχή μας τρέχουν με ιλιγγιώδεις πια ρυθμούς, από την ίδια την ζωή μας μέχρι οτιδήποτε την αφορά. Οι εξελίξεις των πραγμάτων είναι τόσο γρήγορες ώστε δημιουργούν συνεχώς νέα δεδομένα και συνθήκες. Συνέπεια αυτού είναι ότι τα αιτήματα αλλά και τα προβλήματα, τόσο για τα μέλη – την ζωή κάθε ανθρώπου – όσο και για το κοινωνικό σύνολο, τίθενται όλο και πιο επιτακτικά και έντονα. Γίνονται όλο και πιο σύνθετα ταυτόχρονα όμως και πια απτά και πρακτικά από ποτέ, ακόμα και όταν αφορούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.

Περισσότερα από εξήντα χρόνια όμως μετά ο σύγχρονος διανοητής/ρια είναι σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση από αυτόν εκείνης της εποχής. Εχει στην διάθεση του όχι μόνον έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών αλλά και πολύ περισσότερη εξειδικευμένη και διακριβωμένη γνώση και, χάρη στην τεχνολογία, σε απίστευτα σύντομο χρόνο. Επιστημονικοί τομείς που τότε δεν υπήρχαν καν ή μόλις είχαν αρχίσει να συγκροτούνται ως γνωστικά αντικείμενα όπως η συγκριτική ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία – χωρίς να συνυπολογίσουμε την ανάπτυξη και εμβάθυνση της ψυχανάλυσης, της ψυχολογίας και ακόμα περισσότερο της κοινωνιολογίας – έχουν προχωρήσει και εξελιχθεί πάρα πολύ, όχι μόνον ως θεωρητικές διατυπώσεις αλλά και στην τεκμηρίωση τους, με εκτεταμένες έρευνες πεδίου αλλά και με μελέτες επαρκών ως προς την διαστρωμάτωση και τον αριθμό των μελών τους στατιστικών δειγμάτων.

Όλα αυτά συνεπάγονται πολύ απλά ότι μπορεί ίσως τα συμπεράσματα που εξάγουμε – ειδικά αν δεν είμαστε ειδήμονες στο υπό μελέτη φαινόμενο ή θέμα – να είναι το ίδιο υποκειμενικά όσο ήταν πάντα αλλά οι παρατηρήσεις και οι καταγραφές τους πλησιάζουν την αλήθεια της πραγματικότητας σε απόλυτο βαθμό, με πολύ μικρή πιθανότητα λάθους σε επιμέρους και συνήθως δευτερευούσης σημασίας ζητήματα. Έχω λοιπόν κάθε δικαίωμα να πω σε όποιον/α υποκύπτει στις διαθέσεις ενός/μιας από όσους/όσες ζουν στην κυριολεξία σε βάρος των υπολοίπων – γιατί μπορεί κανείς/καμία να το κάνει αυτό ακόμα και εντελώς εκτός της σφαίρας της ύλης – όχι, μην αντιστέκεστε σε εμένα γιατί δεν σας ιστορώ αλλά απλά παρατηρώ και καταγράφω αυτό που σας συμβαίνει. Αντισταθείτε στους, μικρότερους/ες ή μεγαλύτερους/ες, τυράννους του περιβάλλοντος και της καθημερινότητας σας. Περισσότερο όμως ίσως και από αυτούς/ές αντισταθείτε σε εκείνη την πλευρά σας που σχεδόν σας υποχρεώνει να τους/τις ανέχεστε. Σε αυτό το τμήμα σας από το οποίο πηγάζει ακόμα και ο υποσυνείδητος φόβος – ή μάλλον μια σειρά τέτοιων γιατί δεν είναι ο ίδιος σε κάθε περίπτωση – που πολύ συχνά είναι και εκείνο που τους δίνει την ευκαιρία, αν όχι και την αφορμή, για να σας εκμεταλλεύονται. Αντισταθείτε στην έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης για τον ίδιο τον εαυτό σας. Εμπιστευθείτε τον επιτέλους και κυρίως πιστέψτε ότι αξίζει όσο ακριβώς και κάθε άλλος άνθρωπος, ούτε περισσότερο ούτε όμως και λιγότερο!

Υπάρχει όμως και κάτι που πολύ πιθανόν να μπορεί να σας βοηθήσει να το επιτύχετε αυτό. Σκεφτείτε ότι, ακόμα και αν αντικαθιστούσαμε τον ορθολογικό τρόπο ζωής με τον νόμο της ζούγκλας όπως σε πολύ μεγάλο βαθμό επιδιώκουν τα, ταυτόχρονα τόσο δειλά και γεμάτα κακία, «σκυλιά» που περιγράφει ο Roger Waters στο τραγούδι των Pink Floyd το οποίο αποτελεί την αρχή του post, τα κυριολεκτικά…κοπρόσκυλα της σημερινής κοινωνικής ζωής, τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου όπως ίσως τα φαντάζονται και σίγουρα θέλουν να τα παρουσιάζουν αυτά. Με μια κουβέντα τελικά κάθε άλλο παρά θα είχαμε εφαρμογή του δικαίου του ισχυρότερου, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό σε πρώτο επίπεδο.

Τα μεγάλα ζώα, τα αληθινά θηρία της ζούγκλας, όπως ο «βασιλεύς» λέων ή η επίσης βασιλική τίγρη, σκοτώνουν άλλα ζώα μόνο για να επιβιώσουν. Βγαίνουν για κυνήγι μόνον όταν πεινάσουν, ποτέ χωρίς λόγο. Τρώνε από το νεκρό θήραμα τους μόνον όσο για να χορτάσουν, όσο τους χρειάζεται για να συντηρηθούν και ποτέ περισσότερο, εγκαταλείποντας το υπόλοιπο εκτός αν έχουν μικρά παιδιά που δεν μπορούν ακόμα να κυνηγήσουν μαζί τους οπότε παίρνουν ένα μέρος του μαζί τους για να τα θρέψουν. Οπως και αν έχει όμως όταν εγκαταλείψουν το – σχεδόν ζεστό ακόμα – θήραμα τους θα είναι ακέραιο στο μεγαλύτερο τμήμα του και σίγουρα θα αναγνωρίζεται τι είδους ζώο είναι. Αξίζει να σκεφτούμε επίσης ότι την ίδια ακριβώς συμπεριφορά ως προς το πως κυνηγούν και διατρέφονται επιδεικνύουν και τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά όπως ο αυτοκρατορικός αετός.

Υπάρχουν όμως κάποια άλλα ζώα που ακολουθούν τα θηρία της ζούγκλας στο κυνήγι τους. Τα παρακολουθούν από μακριά, παραμονεύοντας, σχεδόν κρυμμένα και τρομαγμένα. Περιμένουν μέχρι τα θηρία να εντοπίσουν το θήραμα τους, να το θανατώσουν και να φάνε όσο από αυτό τους είναι απαραίτητο. Και μόνον όταν αυτά έχουν απομακρυνθεί αρκετά πλησιάζουν με την σειρά τους το κουφάρι του ζώου και αρχίζουν να τρώνε και εκείνα. Άπληστα, αχόρταγα, σαν να μην έχουν ξαναφάει ποτέ…Τόσο που, ακόμα και αν δεν είναι αγέλη αλλά μόνον δύο ή και ένα από αυτά, όταν επιτέλους αποφασίσουν να αφήσουν το νεκρό ζώο και να φύγουν τις περισσότερες φορές δεν έχει απομείνει από αυτά παρά ο σκελετός του, δίχως ίχνος σάρκας. Διόλου συμπτωματικά το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το αντίστοιχο τους στην συνομοταξία των πτηνών, τα κοράκια, τα οποία άλλωστε πολύ συχνά τα συνοδεύουν, τρώγοντας ό,τι αφήνουν αυτά, ταυτόχρονα ή αμέσως μετά.

Οι ύαινες δεν κυνηγούν ποτέ οι ίδιες. Αδύναμες και δειλές ακολουθούν τους κυνηγούς της ζούγκλας και τρέφονται από τα αποφάγια τους τα οποία, άπληστες και αχόρταγες, τα καταβροχθίζουν ολόκληρα. Για αυτό και δεν τις πειράζει καθόλου να βρουν στον δρόμο τους νεκρό (ακόμα και μισοπεθαμένο ή βαριά τραυματισμένο) ζώο από άλλη αιτία, ασθένεια, γηρατειά ή και από κάποιου είδους ατύχημα, ακόμα και αν έχουν περάσει αρκετές ημέρες από τον θάνατο του και έχει ήδη αρχίσει η σήψη. Θα το κατασπαράξουν και πάλι ολόκληρο, μην αφήνοντας τίποτα, σαν να τρέφονται το ίδιο ή και περισσότερο από την ιδέα και την μυρωδιά του θανάτου παρά από το κρέας του ζώου, ενδεικτικό της μοχθηρής τους φύσης που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αυθεντική υπερηφάνεια, σχεδόν «λεβεντιά» θα μπορούσαμε να πούμε, των αληθινών και δυνατών θηρίων. Οπως επίσης τα κοράκια και πάλι τρέφονται μόνο με πτώματα, με ψοφίμια, σκουπίδια δηλαδή με την βιολογική έννοια, αδιαφορώντας και για το αν έχουν αρχίσει να σαπίζουν. Είναι οι μεγαλύτεροι, χειρότεροι και πιο βρομεροί σκουπιδοφάγοι όχι μόνο της ζούγκλας αλλά και – από κοινού με τα κοράκια – συνολικά στην φύση.

Οι κυνηγοί, οι οδηγοί και γενικά οι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την ζούγκλα λένε ότι τα λιοντάρια, οι τίγρεις και τα άλλα αληθινά θηρία της δεν επιτίθενται ποτέ στον άνθρωπο. Τις ελάχιστες φορές που το κάνουν είναι γιατί κάτι τα έχει ταράξει πάρα πολύ, αισθάνονται ότι απειλούνται ή ακόμα και φοβούνται για την ζωή τους ή αυτή των μικρών τους αλλά αυτές είναι αληθινά πολύ σπάνιες. Αντίθετα αναφέρονται αρκετά περιστατικά επίθεσης υαινών σε ανθρώπους που φυσικά, αν καταφέρουν να τους σκοτώσουν, γίνονται το γεύμα τους, αν και προφανώς κάθε άλλο παρά περιλαμβάνονται στις μόνιμες και φυσιολογικές διατροφικές τους συνήθειες. Το γιατί (συμπίπτοντας, για άλλη μια φορά, με τα κοράκια) κάνουν την μοναδική εξαίρεση του να επιτίθενται σε ζωντανό ακόμα οργανισμό μόνο του είδους που βρίσκεται στην κορυφή της βιολογικής κλίμακας εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο για τους ζωολόγους. Η εξήγηση που δίνουν ορισμένοι από αυτούς είναι ότι οσφραίνονται την ακαθόριστη αλλά υπαρκτή μυρωδιά του φόβου η οποία υπάρχει σε οποιοδήποτε ζώο που κινδυνεύει και την γνωρίζουν πολύ καλά διότι την βιώνουν όταν τρώνε πτώματα στα οποία αυτή είναι ακόμα αισθητή, είναι ο υποσυνείδητος φόβος οποιουδήποτε ανώτερου οργανισμού όταν κινδυνεύει η συνέχεια της ύπαρξης του.

Οι άνθρωποι λοιπόν κινδυνεύουν από τις ύαινες ενώ από τα θηρία όχι. Για αυτό όμως και οι γνωρίζοντες την ζούγκλα λένε και κάτι ακόμα, μην πυροβολήσεις ποτέ θηρίο παρά μόνον αν έρχεται κατά πάνω σου, αν είσαι απολύτως σίγουρος ότι σου επιτίθεται. Αντίθετα αν δεις μιαν αγέλη ή και μία μόνον ύαινα να σε τριγυρίζει ή, ακόμα χειρότερα, να σε κοιτάζει απειλητικά περίμενε μέχρι να βρεθεί σε απόσταση βολής και τότε σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια και, χωρίς δισταγμό, πυροβόλησε. Απλά την προλαβαίνεις, της κάνεις πρώτος αυτό που θέλει να κάνει εκείνη σε εσένα.

Μεταφέροντας το αυτό από την ζούγκλα στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων και κοινωνιών και για τις «ύαινες» οι οποίες δυστυχώς κυκλοφορούν ανάμεσα μας διαπιστώνουμε ότι μια (τηρουμένων πάντα των αναλογιών, προφανώς και δεν προτρέπω οποιονδήποτε να γίνει δολοφόνος!) ανάλογη αντίδραση δεν είναι βέβαια κοινωνικός αυτοματισμός αλλά ούτε απλά πράξη αυτοάμυνας, δεν πηγάζει δηλαδή μόνον από το πλέον πρωταρχικό ανθρώπινο ένστικτο, εκείνο της αυτοσυντήρησης ή αλλιώς επιβίωσης. Ανταποκρίνεται και σε κάτι άλλο, σε μιαν έννοια που, σε μια παραλλαγή του μότο της Γαλλικής Επανάστασης, συμπληρώνει αυτές της ισότητας και της αδελφότητας, θεωρώντας ίσως ότι αυτές οι δύο μαζί συναποτελούν την ελευθερία.

Η δικαιοσύνη είναι επίσης μια πολύ σημαντική έννοια για τον ορθολογικό τρόπο ζωής. Πολύ πριν την δικαιοσύνη του όποιου νομικού συστήματος μάλιστα αυτή η οποία ενυπάρχει μέσα σε κάθε λογικό και με σεβασμό για τον εαυτό του και τους ομοίους/ες του ανθρώπινο ον. Είναι και αυτό, πριν από οτιδήποτε άλλο, ένα θεμελιώδες ένστικτο που όταν θίγεται δεν μπορεί να μην επαναστατήσει. Είναι αυτό επίσης που κάνει μερικούς/ές από εμάς οι οποίοι/ες, αφελώς ίσως, δεν αδιαφορούμε για το τι θα συμβεί όταν θα δεν θα είμαστε πλέον εδώ, νοιαζόμαστε όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον της ανθρωπότητας, να εξεγειρόμαστε ακόμα και στην σκέψη ενός κόσμου που θα αποτελείται από θύτες και θύματα. Και τότε κοιτάμε στο βάθος του ορίζοντα με σκοτεινό βλέμμα, τις γροθιές ασυνείδητα σφιγμένες και μέσα από τα ακόμα πιο σφιγμένα δόντια μας ξεφεύγει όχι ψίθυρος αλλά ένα μουγκρητό, όχι απειλής και ούτε εκδίκησης αλλά μιας οπλισμένης από την έμφυτη αίσθηση δικαίου μήνιδος:

-Δεν θα σας περάσει καταραμένες ύαινες, αν τολμάτε βγείτε από τις βρομερές τρύπες σας για να αναμετρηθείτε με τους αληθινούς ανθρώπους. Όσους και όσες δικαιούμαστε τουλάχιστον να αποκαλούμαστε έτσι…

Once I had my heroes

Once I had my dreams

But all of that is changed now

The truth begins again

The truth is not that comfortable, no

Mother taught us patience

The virtues of restrain

Father taught us boundaries

The knowledge we must go

I’m trying to protect my unity

That’s when I reach for my revolver

That’s when it all gets blown away

That’s when I reach for my revolver

The spirit fights to find its way

A friend of mine once told me

His one and only aim

To build a giant castle

And in it sign his name

Sign it with complete community

That’s when I reach for my revolver

That’s when it all gets blown away

That’s when I reach for my revolver

The spirit passes by this way

Now that the sky is empty

And that is nothing new

Instead they look upon us

When they tell me

That we’re nothing

I say!

And I say! (That’s when I reach for my revolver)

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

 

(Προσωπικά θεωρώ καλύτερη την αυθεντική εκτέλεση των Mission Of Burma του 1981 αλλά υποθέτω ότι οι περισσότεροι ξέρουν και προτιμούν την διασκευή του Moby που μόνο κακή δεν είναι βέβαια)

https://www.youtube.com/watch?v=I14qLzlMlHM