Οι μάσκες πίσω από τις μάσκες

masks1

https://www.youtube.com/watch?v=s4_3xnnFCzg

Οι Απόκριες ανέκαθεν τον εκνεύριζαν, μάλλον καταρχήν τον έθλιβαν και μετά τον εκνεύριζαν, κυρίως γιατί αδυνατούσε να βρει οποιαδήποτε χρησιμότητα τους. Στις απαρχές τους, στα βάθη του χρόνου, ήταν ένα παγανιστικό έθιμο που είχε το νόημα του αλλά στην σύγχρονη εποχή και στη σημερινή κοινωνία; Γιατί να υπάρχει το Καρναβάλι και ιδίως οι μεταμφιέσεις, οι στολές, οι μουτσούνες και οι μάσκες; Γιατί να πρέπει να υπάρχει κάτι που έτσι και αλλιώς συνέβαινε τόσο πολύ, σε τόσο μεγάλο βαθμό, κάθε εποχή και ημέρα του χρόνου;

Είχε βαρεθεί, είχε κουραστεί να βλέπει σε όλη του την ζωή γύρω του μάσκες, τόσες πολλές μάσκες. Για τους πιο πολλούς και πολλές μεταμφιέσεις, για μερικούς και μερικές μια απελπισμένη προσπάθεια να κρυφτούν, να κρύψουν αυτό που είναι στ΄ αλήθεια. Να το κρύψουν από ποιους/ες άραγε; Μάλλον από όλο τον κόσμο αλλά σίγουρα ξεκινώντας από τον ίδιο τον εαυτό τους…

Τόσες πολλές μάσκες, όλων των ειδών οι μάσκες, ανδρικές και γυναικείες. Ο επιτυχημένος, ο ματσωμένος, ο «σφίχτης», ο γκόμενος, το τεκνό, ο μάγκας, ο «ξύπνιος» αιωνίως καταφερτζής, ο μόνιμα πλακατζής, ο βλοσυρός σοβαροφανής που έχει καταπιεί μπαστούνι γιατί αν ήταν πραγματικά σοβαρός θα γνώριζε την αξία και την σημασία του γέλιου άρα θα γελούσε συχνά και θα χαμογελούσε ακόμα συχνότερα. Η εσαεί και εις το διηνεκές γκόμενα, η όμορφη της παρέας που τα κομπλιμέντα της είναι αρκετά για να καλύπτει το εγωπαθές τέρας το οποίο είναι στην πραγματικότητα, η «άσχημη» που δεν τολμάει ποτέ να κοιτάξει την τόση ομορφιά μέσα της, η σεξοβόμβα, το αχόρταγο ξέκωλο, η «γυναίκα δηλητήριο», αράχνη, αρπακτικό ή και βαμπίρ.

Και κάθε άλλο παρά τελειώνουμε με αυτές τις μάσκες…Οι καλοί/ές φίλοι/ες που θα έδιναν την ζωή τους ο ένας/μία για τον άλλο/η μέχρι που να συγκρουστούν έστω και ελάχιστα τα όποια συμφέροντα τους καθώς η φιλία τους ανέκαθεν βασιζόταν στο πως και πόσο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο ένας/μία τον/την άλλο/η. Ο πιστός σύζυγος γιατί δεν μπορεί ή δεν έχει το θάρρος να κερατώνει καθημερινά την σύζυγο του αλλά απλά «κοιτάζει» και ψάχνει τα βράδια τις πορνοσελίδες στο Internet όπως βέβαια είναι απόλυτα φυσιολογικό, άρα και αποδεκτό, για έναν αληθινό, «σωστό και πρόστυχο» άντρα, η ενάρετη – ή – μπορεί – και – όχι – αρκεί – να – φαίνεται – τέτοια σύζυγος, η καλή νοικοκυρά που είναι «δούλα και κυρά», κυρία οποιουδήποτε ΄άλλου πράγματος πλην του εαυτού της πάντως.

Ο καλός πατέρας που αδιαφορεί παντελώς για τα απιδιά του και στην καλύτερη περίπτωση επιθυμεί να εκπληρώσουν τα δικά του απωθημένα και πριν από όλα να βγάλουν πολλά, πάρα πολλά χρήματα. H καλή μητέρα που από την πολλή αγάπη της πνίγει τα παιδιά της για να μην πάθουν τα ίδια με εκείνη, για να μην δυστυχήσουν τόσο πολύ όσο η ίδια δεν τόλμησε ποτέ να ομολογήσει στον εαυτό της ότι είναι δυστυχισμένη.

Τα καλά παιδιά γιατί οι γονείς τους εξασφαλίζουν μιαν οικονομική κατάσταση που μόνα τος δεν θα μπορούσαν να έχουν αλλά και αναλαμβάνουν, σε όποια ηλικία και αν έχουν φτάσει τα ίδια, να κάνουν πράγματα που αλλιώς θα έπρεπε να κάνουν αυτοί/ές και άρα να κοπροσκυλιάζουν λιγότερο από όσο μπορούν. Οι «άσωτοι υιοί» (και θυγατέρες) που «επαναστάτησαν» απέναντι στους γονείς τους όχι από εσωτερική ανάγκη ή γιατί απέρριπταν τον τρόπο ζωής τους αλλά επειδή….έτσι πρέπει να κάνει κανείς, σωστέ; Μέχρι να εξελιχθούν σε ρεπλίκες τους και πριν από όλα επαναλαμβάνοντας το ένα μετά το άλλο τα δικά τους λάθη, ξεκινώντας με το πως ανατρέφουν τα δικά τους παιδιά.

Και οι μάσκες δεν μένουν μόνο στο επίπεδο της προσωπική ζωής, φτάνουν και σε αυτό της δημόσιας. Ο /η celebrity, o άνθρωπος τον media που προβάλλει τον εαυτό του αντί να ενημερώνει και να πληροφορεί, η TV persona που θέμα των εκπομπών του/της είναι ο/η ίδιος/α. Μάσκες όμως φοριούνται και κυκλοφορούν και ακόμα πιο πέρα ή μάλλον πιο ψηλά, ο λαοπρόβλητος ηγέτης, ο σωτήρας του έθνους, ο «τίμιος», οραματιστής, «συνετός», ιδιόρρυθμος ή και ακραίος πολιτικός, ο ενάρετος εκπρόσωπος του λαού που κάθεται στα βουλευτικά έδρανα δίπλα σε τόσα λαμόγια που όμως, όπως ακριβώς και αυτός, δεν θεωρούν τους εαυτούς τους τίποτα άλλο από «πραγματιστές». Τόσες μάσκες και μέσα από όλες ακριβώς το ίδιο, η κοινή δίψα για εξουσία, δηλαδή για έλεγχο των άλλων, όσο το δυνατόν περισσότερων η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά όχι απαραίτητα, συνοδεύεται και από την επιθυμία όσο γίνεται περισσότερου πλουτισμού με ελάχιστο ή και καθόλου κόπο.

Τόσων ειδών διαφορετικές μάσκες και συνεχώς να ανακαλύπτονται νέες και να τις φορούν τόσοι και τόσες, γενεές επί γενεών, η μια μετά την άλλη…Ποιος να είναι ο λόγος της ψύχωσης της ανθρωπότητας με τις μάσκες; Μήπως γιατί ελάχιστοι/ες θέλουν να κοιτάξουν προς τα μέσα για να μην δουν ότι όλοι και όλες μας έχουμε τις ίδιες ανασφάλειες, φόβους, αγωνίες και αμφιβολίες, τις ίδιες λύπες, πίκρες, διαψεύσεις και απογοητεύσεις αλλά και τις ίδιες ελπίδες, πόσο μοιάζουμε δηλαδή σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό αφού όλοι και όλες είμαστε άνθρωποι; Αλλά και δειλιάζουν να δουν τις δικές τους και μόνον ανάγκες, επιθυμίες και όνειρα, όλα αυτά δηλαδή που, ενώ είμαστε τόσο ίδιοι και ίδιες, διαφοροποιούν καθένα και καθεμία από όλους τους υπόλοιπους και τον καθιστούν μοναδικό/ή; Τόσος τρόμος πια να αντικρίσουμε και να αποδεχτούμε τον εαυτό μας έτσι ακριβώς όπως είναι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο;

masks2

Όταν σκεφτόταν όλα αυτά για τις μάσκες πάντα κατέληγε να του έρθει στο μυαλό ο Θέσπις. Ακόμα και πολλοί από αυτούς που αγαπούν και μελετούν την Ιστορία δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη του Θέσπιδος, ενός απλού ανθρώπου από τον δήμο Ικαρίας (ο σημερινός Διόνυσος) της Αττικής που έζησε τον έκτο προ Χριστού αιώνα και δεν κατήγαγε κάποια σπουδαία πολεμική νίκη, δεν έκανα ένα κατόρθωμα από αυτά για τα οποία σε καταγράφει μe χρυσά γράμματα η Ιστορία αλλά είχε απλά μιαν ιδέα. Μιαν ιδέα όμως που άλλαξε τον τρόπο της ανθρώπινης ψυχαγωγίας όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τις επόμενες, κάποιοι μπορεί και να έλεγαν μιαν ιδέα που μπορεί να μην άλλαξε τον κόσμο όπως πολλές άλλες αλλά σίγουρα άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο γύρω τους.

Η ιδέα που είχε ο Θέσπις είχε να κάνει με κάποια τραγούδια που έλεγαν ομαδικά, χορωδιακά όπως θα λέγαμε σήμερα, εν χορώ δηλαδή, οι άνθρωποι της εποχής του στις γιορτές τους, σε κάποιους ανοιχτούς χώρους και με τα υπόλοιπα μέλη της ολιγάριθμης τότε αθηναϊκής κοινωνίας να τους παρακολουθούν. Σκέφτηκε λοιπόν ότι θα ήταν ενδιαφέρον αν διαχώριζε τον πρώτο του χορού, αυτόν που ίσως ξεχώριζε για τις φωνητικές ή γενικά τις εκφραστικές του ικανότητες, από τους υπολοίπους. Θα άρχιζε να συνομιλεί με τον υπόλοιπο χορό που θα του έκανε κάποιες ερωτήσεις στις οποίες αυτός – επίσης έμμετρα φυσικά – θα απαντούσε, θα υποκρινόταν δηλαδή κατά την αττική διάλεκτο της εποχής. Έτσι ο κορυφαίος του χορού μετατράπηκε σε υποκριτή γιατί αυτό σημαίνει στην κυριολεξία η λέξη και όχι τον ανειλικρινή και τον κάλπη όπως έχει καταντήσει σήμερα. Όταν ο Θέσπις έθεσε την ιδέα του σε εφαρμογή ο πρώτος ηθοποιός του κόσμου περπάτησε πάνω σε μια σκηνή. Αυτή βέβαια ήταν η στιγμή της γέννησης του θεάτρου όπως το γνωρίζουμε και όχι πλέον ως απλά τελετουργικά δρώμενα, δηλαδή της πρώτης σύνθετης αλλά και συλλογικής δημιουργικής έκφρασης στην Ιστορία της ανθρωπότητας η οποία, πέραν από όσα έχει προσφέρει η ίδια στον πολιτισμό, ενέπνευσε ή και έγινε αφορμή για αρκετές ακόμα, όπως για παράδειγμα εκείνη της σκηνογραφίας.

Ο Θέσπις όμως δεν ήταν μόνο…θεωρητικός του θεάτρου, όπως θα λέγαμε σήμερα αλλά και ένας ενεργός στο έπακρο λειτουργός του. Μοναδικός υποκριτής (ο δεύτερος και στη συνέχεια ο τρίτος προστέθηκαν από μεταγενέστερους) ήταν ο ίδιος. Για να κάνει μάλιστα πιο αποτελεσματική την ιδιότητα που ο ίδιος είχε επινοήσει ανακάλυψε διάφορους τρόπους και μεθόδους, αρχικά δηλαδή έβαφε το πρόσωπο του με φυτικά χρώματα και στη συνέχεια φορούσε προσωπείο, μια μάσκα φτιαγμένη από πανί δηλαδή. Η μάσκα αυτή ήταν διαφορετική ανάλογα με το πρόσωπο, άνδρα ή και γυναίκα, το οποίο υποκρινόταν, απαντούσε δηλαδή στην θέση του εκείνη την στιγμή. Όμως ο Θέσπις δεν φορούσε μάσκα για να κρυφτεί από οποιονδήποτε και οτιδήποτε αλλά ακριβώς για να τονίζει ότι έπαιζε έναν ρόλο, βοηθώντας έτσι το κοινό να κατανοήσει πληρέστερα ή και να ταυτιστεί για την διάρκεια της παράστασης με αυτό τον ρόλο.

Φαίνεται επιπλέον ότι ο Θέσπις πίστευε πάρα πολύ σε αυτό που έκανε, όχι μόνο στην ψυχαγωγική αλλά και στην επιμορφωτική αποστολή μα και δύναμη του πρωτόλειου ακόμα θεάτρου. Δεν εξηγείται διαφορετικά ότι δεν περιοριζόταν μόνο στην Αττική και στις λίγες δυνατότητες παραστάσεων που αυτή του προσέφερε αλλά, παρόλες τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, πήγαινε και σε όσες άλλες περιοχές μπορούσε και πιθανόν να υπήρχε ενδιαφέρον για μια παράσταση του. Επιβαίνοντας ο ίδιος και τα μέλη του χορού τον οποίο συντηρούσε μόνιμα στο άρμα του ταξίδευαν όπου υπήρχε κόσμος που ήθελε να δει τι έκαναν επάνω στη σκηνή. Αυτό ήταν το σχεδόν διάσημο για τα τότε δεδομένα Άρμα Θέσπιδος, ο πρώτος δηλαδή περιοδεύων θίασος που υπήρξε ποτέ.

Αυτές οι μετακινήσεις όμως δεν γίνονταν μόνο για να μπορέσει να δει περισσότερος κόσμος τις παραστάσεις του αλλά και να έχει την ευκαιρία ο ίδιος να παρατηρήσει και άλλους ανθρώπους, όσο το δυνατόν πιο πολλούς για να ενσωματώσει στοιχεία από αυτές τις παρατηρήσεις σε επόμενες παραστάσεις του. Γιατί, πριν ακόμα από ηθοποιός αλλά και σκηνοθέτης, ο Θέσπις ήταν θεατρικός συγγραφέας και μάλιστα τραγικός. Ενας τραγικός ποιητής όπως τους έλεγαν τότε που δεν έχει βέβαια την αίγλη των τριών κλασικών του είδους, ένας λόγος ίσως να είναι και ότι δεν διασώθηκε ούτε καν απόσπασμα από καμία από τις τραγωδίες του. Για αυτό και λησμονήθηκε σύντομα και από όλους, κανείς από τους τρεις κορυφαίος της Αττικής τραγωδίας δεν τον αναφέρει στα σωζόμενα έργα τους και, παράδοξα, μόνον ο κωμικός Αριστοφάνης θυμάται αυτόν τον όχι απλά πρόγονο αλλά και πρωτοπόρο της τέχνης όλων τους σε ένα δικό του.

Οπως και εκείνοι όμως ο Θέσπις ουσιαστικά δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αφηγείται ιστορίες. Ιστορίες που κάπου, κάποτε είχε ακούσει, τις διαμόρφωνε περαιτέρω με το προσωπικό του αισθητήριο, τις παρουσίαζε στον κόσμο, τις εμπλούτιζε με στοιχεία από τις αντιδράσεις και την συμπεριφορά του εκάστοτε κοινού ώστε στη συνέχεια να τις διευρύνει ή και να δημιουργεί άλλες και πιο σύνθετες από αυτές. Μια σειρά από ανθρώπινες ιστορίες, από και για τον Άνθρωπο, δημιουργώντας έτσι την ολοένα και μεγαλύτερη στην πάροδο του χρόνου συλλογική αφήγηση την οποία μόνο το είδος μας διαθέτει και είναι ένα από αυτά που το κάνουν διαφορετικό και αντικειμενικά ανώτερο από όλα τα υπόλοιπα.

Οι σκέψεις για τον Θέσπι του έφεραν συνειρμικά και εκείνη για κάποιον άλλο που δεν ήταν καθόλου αρχαίος αλλά έζησε στη σύγχρονη εποχή, μερικές δεκαετίες πριν. Ενδιαφερόταν και αυτός πολύ για την αναπαράσταση της πραγματικότητας και για αυτό ξεκίνησε να σπουδάζει την δημιουργική έκφραση της οποίας πατέρας είναι το θέατρο και μητέρα η φωτογραφία, τον κινηματογράφο, αν και τελικά ασχολήθηκε με την μουσική. Δεν έχει σημασία όμως γιατί και αυτός, πάνω από όλα, ιστορίες ήθελε να αφηγηθεί και, διαμέσου της μουσικής, αυτό έκανε στη σύντομη ζωή του. Δεν μπόρεσε να μην θυμηθεί ένα από τα τραγούδια του που, διόλου συμπτωματικά, κάπου ανέφερε τις μάσκες….

Ο δολοφόνος ξύπνησε πριν την αυγή

Πήρε ένα πρόσωπο από την αρχαία γκαλερί

Και προχώρησε στο χολ

Και έφτασε σε μια πόρτα και κοίταξε μέσα

Πατέρα, ναι γιε μου, θέλω να σε σκοτώσω

Μητέρα…όχι, ούτε θέλω ούτε ήθελα ποτέ να σε γ…, φαίνεται ξεπέρασα τοι οιδιπόδειο σύμπλεγμα πολύ νωρίτερα από τα άλλα αγοράκια. Ούτε καν αναζητούσα ποτέ το πρόσωπο σου σε κανένα άλλο, ούτε έψαχνα να ξαναβρώ σε κάποιαν άλλη την μαγειρική σου, τα κανακέματα σου ή οτιδήποτε άλλο. Για να είμαι ειλικρινής μάλιστα αν διέκρινα οτιδήποτε από αυτά σε μια γυναίκα ήταν ένας πάρα πολύ καλός λόγος για να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ακόμα και αν αρχικά μπορεί να μου άρεσε. Και αν ψέγω τον εαυτό μου είναι για τις ελάχιστες φορές που δεν είδα κάτι που θύμιζε εσένα τόσο νωρίς όσο θα έπρεπε..

Απορείς μήπως γιατί μητέρα; Γιατί ποτέ δεν μου άρεσε, δεν συμφώνησα στο παραμικρό με την αλήθεια σου, την αλήθεια που σου σέρβιραν οι δικοί σου γονείς και δεν ξέρω ποιοι άλλοι και όχι μόνο την κατάπιες αμάσητη, δίχως καν να διανοηθείς να την αμφισβητήσεις για μια στιγμή αλλά και ήθελες στη συνέχεια να την επιβάλλεις σε όλους τους άλλους ως την μοναδική και αλάνθαστη. Ανέκαθεν δεν την ανεχόμουν αυτή την αλήθεια σου μητέρα και για αυτό από πολύ μικρός φρόντισα να αρχίσω να ανακαλύπτω την δική μου και από τότε προτιμώ αυτήν και μόνο. Και είναι αλάνθαστη;, θα με ρωτήσεις. Οχι, κανείς δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος για αυτό….Επέτρεψε μου όμως να πιστεύω ότι είναι πολύ πιο σωστή από την δική σου και σίγουρα με αντιπροσωπεύει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Βλέπεις είναι η δική μου, εμένα και κανενός άλλου, μόνος μου την βρήκα βήμα – βήμα χωρίς να περιμένω κανένα να μου την αποκαλύψει και ποτέ δεν την έχω ως οριστική, την αναθεωρώ ακόμα και κάθε στιγμή αν χρειάζεται. Για αυτό και την εμπιστεύομαι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη…

Ποια πρέπει λοιπόν να είναι η τιμωρία μου για αυτό μητέρα; Τι μου αξίζει για το ότι όχι μόνο στην αρχή με λυπούσαν και από μια στιγμή και μετά δεν άντεχα τις τόσες μάσκες που φορούσες εσύ και σχεδόν όλοι όσοι ήταν γύρω σου αλλά και επιπλέον αρνήθηκα πάντα πεισματικά να φορέσω την μάσκα του καλού γιου; Ή τουλάχιστον αυτού που εσύ θεωρούσες καλό γιο, ας μην το ξεχνάμε αυτό…Τι πρέπει να πάθω για αυτό, πώς να τιμωρηθώ, το να σκοτώσουν εμένα θα ήταν αρκετό; Να με θανατώσουν γιατί δεν σε μιμήθηκα ακυρώνοντας το μυαλό μου και κάνοντας την ψυχή μου άνυδρη και χέρσα γη, επειδή ανέκαθεν πίστευα ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα και καλύτερα στον κόσμο και τους ανθρώπους από την «αγία οικογένεια», την δική σου φυσικά μόνον, από την οποία για εσένα αρχίζουν και τελειώνουν τα πάντα; Την οικογένεια που – όπως και οι περισσότερες άλλες και είτε σου αρέσει είτε όχι – δεν τόλμησες ποτέ να παραδεχτείς ότι αυτό το οποίο την κρατάει ενωμένη είναι μια σειρά από συμβάσεις παρά οτιδήποτε αληθινό και ουσιαστικό; Να με θανατώσουν γιατί δεν υπέγραψα αυτοβούλως την καταδίκη μου σε έναν αργό και πολύ χειρότερο θάνατο; Αν είχες περάσει και εσύ έστω για λίγο από μια νομική σχολή θα καταλάβαινες ότι αυτό θα ήταν ποινή κακουργήματος για κάτι που δεν είναι καν πλημμέλημα άνευ δόλου…

Τις σκέψεις αυτές που τον έκαναν να οργίζεται όλο και περισσότερο τις διέκοψε μια παράξενη αίσθηση στο πρόσωπο του. Έφερε το χέρι του σε αυτό, κάτι τράβηξε σε όλο το ύψος του, από κάτω μέχρι πάνω και το κράτησε σφιχτά στο χέρι του, τόσο λεπτό, αραχνοΰφαντο, σχεδόν αόρατο. Ακριβώς όπως εκατοντάδες άλλα τέτοια που είχε αφαιρέσει από το πρόσωπο του στο παρελθόν και πάρα πολλά ακόμα τα οποία θα έβγαζε μέχρι το τέλος της ζωής του. Φαίνεται ότι οι μάσκες είχαν περάσει πια στο DNA της ανθρωπότητας, εμφανίζονταν ύπουλα και ξαφνικά ακόμα και στο πρόσωπο κάποιου ο οποίος τις απεχθανόταν όσο εκείνος, αναστέναξε βουβά όπως κάθε φορά που σκεφτόταν αυτό το θέμα. Αυτό όμως δεν σήμαινε και ότι θα φορούσε ποτέ έστω και μία, δεν ήταν δυνατότερες από τη θέληση του. Δεν θεωρούσε καλύτερο τον εαυτό του από οποιονδήποτε εκτός από όσους/ες του έδιναν κάθε δικαίωμα να τους θεωρεί χειρότερους και κατώτερους αλλά ένα ήταν σίγουρο, οι μάσκες δεν ήταν για εκείνον, αυτό ποτέ. Είχε υποσχεθεί σε πολύ μικρή ηλικία στον εαυτό του ότι αυτό που κοίταζε στον κσθρέφτη και έβλεπαν όλοι/ες οι άλλοι/ες θα ήταν μόνο το αληθινό του πρόσωπο, όποιο και όπως και αν ήταν και θα τηρούσε αυτή την υπόσχεση για πάντα.

Οι φωνές και τα χάχανα μιας παρέας καρναβαλιστών, μασκαρεμένων δηλαδή με προσωπεία που είχαν φτιαχτεί με υλικά και από ανθρώπινα χέρια, τον έβγαλαν, λίγο βίαια αυτή τη φορά, από τις σκέψεις του. Δίπλα του έχασκε ένα βαθύ χαντάκι, με χώματα στην μια πλευρά του και μια υποτυπώδη προστατευτική περίφραξη σε μερικά σημαία του, υπόλειμμα προφανώς μιας εκσκαφής κάποιου δημόσιου οργανισμού που ποιος να ήξερε γιατί είχε σταματήσει και πότε θα ολοκληρωνόταν. Αντιδρώντας αυθόρμητα πέταξε μέσα του με περιφρόνηση, σχεδόν σαν να ήταν κάτι σιχαμερό, το λιγότερο και από πρόπλασμα μάσκας το οποίο είχε αφαιρέσει πριν λίγο από το πρόσωπο του και έσκυψε ελαφρά για να το δει να πέφτει μέχρι του σημείου που μπορούσε. Και τότε, καθώς το φως του φεγγαριού αντανάκλασε σε λίγο νερό που είχε απομείνει από την προ δύο ημερών βροχή στον πάτο του χαντακιού, είδε κάτι άλλο.

Τότε είδε την μαϊμού. Στεκόταν λίγο πιο πάνω από τον πάτο του χαντακιού και τον κοίταζε καθώς την κοίταζε και αυτός με ένα κοροϊδευτικό θα έλεγε κανείς ύφος. Δεν αισθάνθηκε όμως την παραμικρή έκπληξη όταν την ειδε γιατί πολύ απλά την ήξερε καλά αυτή την μαϊμού, Είχε δει πάρα πολλές φορές το άσχημο και μοχθηρό πρόσωπο της που δεν χρειαζόταν να φορέσει μάσκα γιατί ήταν το ίδιο μια τέτοια, τρομαχτική αν δεν ήταν τόσο πολύ γελοία. Μέχρι κάποια στιγμή μάλιστα το έβλεπε τουλάχιστον μια φορά την ημέρα ώσπου αποφάσισε να αναλάβει δράση και από τότε η κουτοπόνηρη φάτσα της φαινόταν όλο και σπανιότερα. Δεν είχε αυταπάτες όμως, το ότι δεν ήταν ορατή δεν σήμαινε και ότι είχε εξαφανιστεί. Πολλές φορές ένιωθε τα μικρά μάτια της να τον παρακολουθούν για ατέλειωτες ώρες και εκείνο το βράδυ, πολύ πριν κάνει την εμφάνιση της, σίγουρα ήταν μια από αυτές.

Ουδέποτε όμως την είχε φοβηθεί, ούτε καν πριν από εκείνη τη νύχτα, πάρα πολλά χρόνια στο παρελθόν, που την είχε ποδοπατήσει σχεδόν μέχρι θανάτου. Πώς θα μπορούσε να φοβηθεί μιαν άθλια μαϊμού; Και ούτε ήταν δυνατό φυσικά να την αφήσει ποτέ να ορίζει την ζωή του, ούτε σαν σκέψη δεν του είχε περάσει αυτό…Τι ήταν άλλωστε η μαϊμού; Ενας από τους πιο μέτριους, ασήμαντους και χειρότερους κρίκους στην αλυσίδα που οδήγησε σε κάτι πολύ σημαντικότερο και καλύτερο, παρά τα τόσα μειονεκτήματα του ό,τι καλύτερο υπάρχει στο γνωστό μας σύμπαν και για αυτό είχε λησμονηθεί ακόμα και ως τέτοιος. Πώς θα μπορούσε λοιπόν όχι να αντιμετωπίσει αλλά ακόμα και να αξιώσει να σταθεί δίπλα σε οποιονδήποτε Ανθρωπο;

https://www.youtube.com/watch?v=fWtDB3poavw

Μια πολύ σημαντική διαφορά του και ευτυχώς και αρκετών άλλων αντρών και γυναικών από αυτήν και αλέες τέτοιες μαϊμούδες ήταν ότι τα δικά τους δάκτυλα δεν είχαν ποτέ φαγούρα όταν ήταν σε έξαψη ή υπό την επήρεια οποιασδήποτε ουσίας. Αυτό συνέβαινε πάρα πολύ σπάνια και πάντα εν ψυχρώ…Οταν δηλαδή έδινε την σχετική εντολή στα δάκτυλα όχι η κοινή αλλά η ψυχρή, η πιο τετράγωνη λογική. Η λογική εκείνη που ξέρει να παρατηρεί υπομονετικά, να μην βιάζεται καθόλου να βγάλει συμπεράσματα και να παρεμβαίνει μόνον όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Η λογική που δεν εκδικείται, ούτε καν τιμωρεί αλλά μόνο τακτοποιεί και για αυτό δεν συγχωρεί ποτέ οποιονδήποτε και οτιδήποτε διασάλευσε την στοιχειώδη τάξη που πρέπει να έχουν τα ανθρώπινα πράγματα για να λέγονται τέτοια και ο ίδιος ο Άνθρωπος την αξιοπρέπεια η οποία είναι απαραίτητη για να ονομάζει τον εαυτό του έτσι.

Ολες οι μαϊμούδες οι τετράποδες και οι δίποδες, οι άνθρωποι που έχουν αφήσει να τους υποκαταστήσουν κάποιες τέτοιες δηλαδή, γνωρίζουν ενστικτωδώς ότι δεν πρέπει ποτέ να βρεθούν στο στόχαστρο της και να δώσει εντολή στα οπλισμένα με στέρεη γνώση δάκτυλα να αρχίσουν να έχουν φαγούρα. Γιατί αυτή η πανίσχυρη λογική είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που δύο γεγονότα είναι σίγουρα για οποιαδήποτε αναμέτρηση μαζί της. Το ποιος είναι πάντα, αργά ή γρήγορα, ο νικητής και ότι δεν υπάρχει κανένα έλεος για τον ηττημένο, εξοντώνεται γιατί είναι ήδη δεδομένο ότι είναι όχι μόνο επιζήμιος αλλά και περιττός για τον κόσμο μας. Γιατί όχι μόνο δεν συνεισφέρουν ούτε μια λέξη στην συλλογική αφήγηση της ανθρωπότητας αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να την κάνουν λιγότερη, μικρότερη, φτωχότερη και εντέλει ευτελέστερη, η τυπική τακτική των ζηλόφθονων που επειδή δεν μπορούν να φτάσουν σε κάτι υψηλότερο προσπαθούν να κατεβάσουν στο δικό τους χαμηλό επίπεδο ή και βάραθρο όσους βρίσκονται εκεί.

Ο αέρας έγινε ξαφνικά πιο δυνατός και έφερε μπροστά στα μάτια του μια μάσκα, απομεινάρι ενός ακόμα καρναβαλιού που τελείωνε, πριν την ξαναπάρει σχεδόν αμέσως. Και όσο και αν μισούσε την βία και άρα και τα όπλα ήταν η μόνη φορά που λυπήθηκε για το ότι δεν είχε ένα περίστροφο για να το αδειάσει πάνω της κάνοντας την κομμάτια. Θα ήταν μια πρώτης τάξης εκτόνωση πάνω σε κάτι που συμβολίζει τόσα από τα δεινά της ανθρώπινης ζωής δίχως να θιγόταν ούτε στο ελάχιστο ο σεβασμός στην ύπαρξη ακόμα και της χειρότερης, της πιο ανάξιας και τιποτένιας από αυτές. Γιατί η πιο αποτελεσματική αντίσταση – πριν ακόμα από την άμυνα – σε όσους/ες δεν είναι άνθρωποι αλλά μάσκες ή και μαϊμούδες και θέλουν να κάνουν και τους άλλους έτσι είναι να μην πάψεις ποτέ να είσαι και να θεωρείς τον εαυτό σου απλά έναν ακόμα τέτοιο.

 

Σχολιάστε