Μήνας: Ιανουαρίου 2017

Μισο-γραμμένο

wintersun

Χειμωνιάτικο πρωί, από αυτά που δεν έχεις δουλειά   τα θερμομονωτικά τζάμια κρατούν έξω την κρύα ατμόσφαιρα αλλά όχι και μιαν άλλη παγωνιά   αυτή μπαίνει ακόμα και από τους τοίχους   περνάει από τις χαραμάδες σου   και τρυπώνει στην ψυχή σφίγγοντας την  οι σκέψεις δεν παγώνουν  αλλά τα λόγια κοκαλώνουν πριν φτάσουν στο τείχος των δοντιών  λόγια από την λογική, λόγια για τους λόγους και τον Λόγο  γυρίζω να σε κοιτάξω   οι γραμμές του κορμιού σου  μπρούμυτα και ανάσκελα, οριζόντιες και κάθετες  οι γραμμές των οριζόντων, των οριζόντων μου  γραμμές μακρινές, το βάθος τους άδηλο  εκτείνονται προς τα εμπρός   και απότομα υψώνονται, πάνε προς τα επάνω  χάνονται σε μια θάλασσα από ουρανό    για αυτό είναι ευλογημένο μέρος η Αττική   επειδή έχει δύο θάλασσες   μία να την περιτριγυρίζει και μία να την σκεπάζει   οι γραμμές συνεχίζουν, γυρίζουν πίσω  δεν γίνεται διαφορετικά, στο βάθος του ορίζοντα πάντα εγώ  το πεπερασμένο όριο του που δεν θα πάψω ποτέ να προσπαθώ να υπερβώ   οι γραμμές του επιστρέφουν ατέρμονα   επιστρέφουν σε εμένα  γίνονται δικές μου, του ορίζοντα μέσα μου  και μετά ξαναβγαίνουν έξω  γίνονται δικές σου   ένας άλλος εαυτός  ο καλύτερος που είχα ποτέ  θέλω να σου μιλήσω   λέξεις και πάλι  λέξεις που γράφω  λέξεις που λέω  μόνο λέξεις  γιατί οι λέξεις είναι το μοναδικό που έχω  δεν θα φτάσουν σε εσένα  οι γραμμές σου περίγραμμα και μόνο πάλι  μιαν άλλη φορά   πώς γίνονται όλο και περισσότερα αυτά που θέλω να σου πω  και εκείνα που θέλω να σου ψιθυρίσω   πιο πολλά μόνον όσα θέλω να ακούσω από εσένα   δεύτερος καφές, δέκατο τσιγάρο  το βλέμμα ξανά ψηλά  όσο γίνεται υψηλότερα   όσο ψηλά βρίσκεται η πολύτιμη αλήθεια και η ανεκτίμητη ουσία   δυσθεώρητες αλλά όχι και άπιαστες  η ελπίδα και μόνο να τις αγγίξεις αρκεί για καύσιμο του κινητήρα της ζωής   ποιος ανόητος είπε ότι ο ήλιος του χειμώνα είναι μελαγχολικός;   αν το καλοσκεφτείς είναι πολύ πιο ζεστός από αυτόν του καλοκαιριού  φωτίζοντας τις αναρίθμητες άγνωστες λέξεις χιλιάδων υπόρρητων γλωσσών  που κανείς δεν μίλησε ποτέ  και περιμένουν να τις ανακαλύψουμε μαζί  όπως αυτή στην οποία τραγουδάει  το χαμόγελο σου  και τώρα μπορώ να σου πω  καλημέρα.

https://www.youtube.com/watch?v=eF_0b-fQv5A

Περί γενικευμένης απληστίας…

SONY DSC(Μην σας πτοήσει η μεγάλη διάρκεια του, ακούστε το διαβάζοντας τους στίχους γιατί έχουν πολύ μεγάλη σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Από το «Animals» του 1977, αν δεν το ξέρετε και θέλετε να το μάθετε.)

https://www.youtube.com/watch?v=qiaF4kuxJco

Δεν ξέρω αν είναι φαινόμενο ή σύμπτωμα της ύστερης φάσης του καπιταλισμού στην οποία ζούμε αλλά αρκετοί ειδικοί επιστήμονες/ερευνητές έχουν διαπιστώσει κάτι ήδη πριν το δω εγώ στην καθημερινότητα γύρω μου. Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μιαν απληστία για τα υλικά αγαθά και προφανώς πριν και πάνω από όλα για το μέσο για την απόκτηση τους, τα χρήματα, η ζωή τους δηλαδή είναι λίγο – πολύ αφιερωμένη στο κυνήγι τους, διακρίνονται και από μια γενικότερη, συνολική απληστία. Είναι δηλαδή το ίδιο άπληστοι και στις όποιες σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους και όχι μόνο στις επαγγελματικές όπως θα ήταν αναμενόμενο αλλά και σε αυτές με τους/τις συντρόφους και συζύγους τους, την οικογένεια τους, τα παιδιά τους ή ακόμα και τους φίλους τους (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι για καθένα/καθεμία τους ισχύει το ίδιο για όλα αυτά τα είδη σχέσεων, το για ποιες και σε ποιον βαθμό διαφέρει ανάλογα με την προσωπικότητα και τις συνθήκες ζωής του/της).

Ως «απληστία» σε αυτή την περίπτωση ορίζουμε κάποιος/α να θέλει να παίρνει πολλά, όσο γίνεται περισσότερα (τα οποία συνήθως τα αναγνωρίζει ως τίποτα ή ελάχιστα και για αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ζητεί ή μάλλον απαιτεί όλο και πιο πολλά) από τον άλλο ενώ αντίστοιχα ο/η ίδιος/α δίνει πάρα πολύ λίγα ή και απολύτως τίποτα. Αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε δίνουν – και παίρνουν – οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο, συναισθήματα, κατανόηση, υποστήριξη, θετική διάθεση, λίγη χαρά, το σεξ (το να μην σε απασχολεί δηλαδή μόνον η δική σου απόλαυση ή και απλή εκτόνωση αλλά να ενδιαφέρεσαι και για το τι χρειάζεται ο άλλος, να τον βλέπεις δηλαδή ως αυτό που είναι, ο/η σύντροφος σου στην ερωτική πράξη και όχι το μέσο για την δική σου ικανοποίηση) καταλήγοντας, στην πιο καθημερινή του διάσταση, ακόμα και στα υλικά αγαθά, αν υφίσταται και αυτό ανάμεσα τους.

Αν τώρα ίσως φαίνεται παράξενο να αντιμετωπίζει κανείς τις ανθρώπινες σχέσεις με τον ίδιο τρόπο που το κάνει για τα χρήματα, θεωρώντας δηλαδή ότι όσα έχει ο ίδιος δεν είναι ποτέ αρκετά και αδιαφορώντας για το αν οι άλλοι έχουν οτιδήποτε, για την ακρίβεια περιφρονώντας ακόμα και τις βασικότερες ανθρώπινες ανάγκες τους, αξίζει να θυμηθούμε τα – έστω κατά την καθολική εκκλησία του Μεσαίωνα – περιβόητα «επτά θανάσιμα αμαρτήματα». Αυτά δηλαδή που, κατά μιαν έννοια, πηγάζουν από το διόλου τυχαία χειρότερο τους, την αλαζονεία, το να πιστεύει κανείς ότι είναι ανώτερος/καλύτερος από τους υπόλοιπους και στα οποία δίπλα – επίσης διόλου τυχαία – στην ζηλοφθονία και την οκνηρία βρίσκουμε μαζί με την ίδια την απληστία και την λαγνεία.

Ακόμα και η πουριτανική – τότε δε ασύγκριτα περισσότερο από σήμερα – καθολική εκκλησία, παράδοξα ίσως, δεν συμπεριέλαβε στην λίστα αυτών των αμαρτημάτων την ίδια την σεξουαλική ηδονή. Το έκανε όμως για τη λαγνεία, την απληστία με άλλα λόγια για την συγκεκριμένη ηδονή, όχι μόνο το να επιδιώκει κάποιος/α όλο και περισσότερη μέχρι του σημείου κάποιες φορές να φτάνει να ζει μόνο για αυτήν αλλά και να τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η δική του απόλαυση και καθόλου το αν έστω νιώθει κάποια ο/η όποιος/α παρτενέρ του. Θεωρώ ότι, ακόμα και από συμβολικής μόνο πλευράς, η παρατήρηση αυτή, ειδικά φυσικά όταν μιλάμε για τις διαπροσωπικές σχέσεις, έχει πολύ μεγάλη σημασία και καλό είναι να την κρατήσουμε στο νου μας για την συνέχεια.

Προφανώς οι άπληστοι (και) στις σχέσεις τους άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν έτσι μόνοι τους. Χρειάζονται από την άλλη πλευρά την κατάλληλη για αυτό προσωπικότητα, ανθρώπους δηλαδή που όχι μόνο να δίνουν, να προσφέρουν γενναιόδωρα συνεχώς αλλά και να μην τους απασχολεί, αντίθετα ίσως και να θεωρούν φυσιολογικό το να μην λαβαίνουν τίποτα ως αντάλλαγμα. Για την πλειοψηφία εμάς των υπολοίπων αυτό δεν είναι απλά παράξενο αλλά και ανεξήγητο, ακόμα και εντελώς ακατανόητο. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αποτιμά τόσο λίγο τον εαυτό του/της (να έχει τόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση δηλαδή, για να το πούμε με την αληθινή επιστημονική του ονομασία) ώστε να μην θέλει κάτι, οτιδήποτε, έστω λίγο, πολύ λιγότερο από αυτό που δίνει, από τον άλλο; Και, συγκεκριμένα στις διαπροσωπικές σχέσεις, δεν καταλαβαίνει ότι στην πορεία είναι σαν να παρακαλεί, να ικετεύει, στο τέλος σχεδόν να…ζητιανεύει για αυτά που θα έπρεπε να του δίνει αυθόρμητα ο άλλος και βέβαια δεν του τα δίνει αλλά και ούτε θα του τα δώσει ποτέ; Υπάρχει άραγε πιο ύστατη, χειρότερη (αυτο)ταπείνωση, πιο απόλυτη κατάλυση και του τελευταίου ίχνους αυτοσεβασμού; Γιατί λοιπόν οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε να υποβάλλει τον εαυτό του/της σε αυτό;

Κατά την άποψη πολλών ασύγκριτα ειδικότερων από εμένα αλλά και την προσωπική μου η κυριότερη αιτία για αυτό είναι η έλλειψη εσωτερικής δύναμης. Όλοι οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται με αυτόν τον – φριχτό, κυριολεκτικά απάνθρωπο, αν τους το έκανε άλλος/η, όπως εύκολα θα καταλάβαιναν και οι ίδιοι/ες αν μπορούσαν να το σκεφτούν λίγο καθαρά – τρόπο στον εαυτό τους διαθέτουν πολύ λιγότερη εσωτερική δύναμη ακόμα και από τον μέσο όρο ημών των υπολοίπων. Πάνω σε αυτό πατάνε, αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι άλλοι, οι «άπληστοι» και αυτό επίσης είναι που κάνει την συμπεριφορά τους τόσο απαράδεκτη για τα μέτρα ζωής του σημερινού ανθρώπου και τους/τις ίδιους/ες την χαμηλότερη ίσως βαθμίδα του είδους μας. Γιατί η εσωτερική αδυναμία, το λέει και η ίδια η λέξη, είναι μια ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων και όχι, ποτέ και για κανέναν λόγο, ένα ελάττωμα με βάση το οποίο οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί αλαζονικά να τους θεωρεί κατώτερους/ες του/της! Με ποιον διεστραμμένο συλλογισμό και από πού αντλεί αυτό το ανύπαρκτο αναθεματισμένο «δικαίωμα»;

Οπως και αν έχει όμως είναι αυτή η αδυναμία που τους κάνει να ανέχονται, σε ορισμένες περιπτώσεις δυστυχώς ακόμα και να επιδιώκουν, αυτή την άθλια συμπεριφορά. Οι ίδιοι/ες βέβαια αγνοούν ή και υποκρίνονται ότι δεν γνωρίζουν τον, τελικά τόσο καθοριστικό για την ίδια την ζωή τους, παράγοντα της αδυναμίας. Η δικαιολογία – ή ίσως, για κάποιους/ες από αυτούς/ές και η αιτία – που δίνουν για το τι δέχονται και ακόμα περισσότερο για το τι κάνουν στον εαυτό τους, έστω και αν αυτό έχει ξεφύγει από τα όποια φυσιολογικά όρια, είναι πάντα τα συναισθήματα τους. Όμως, είτε το ξέρουν είτε όχι και ανεξάρτητα από το αν το παραδέχονται, η ανθρώπινη γνώση έχει προοδεύσει απίστευτα πολύ σε σχέση όχι μόνο με έναν αιώνα αλλά ακόμα και με τριάντα χρόνια πριν. Μπορεί η εποχή μας να έχει πολλά αρνητικά αλλά είναι και αυτή κατά την οποία η ανθρώπινη διάνοια κάνει μέσα σε μια δεκαετία άλματα που στο παρελθόν χρειάζονταν ολόκληρους αιώνες για να γίνουν.

Έχουμε πλέον στην διάθεση μας όχι απλά λογικές αλλά και επιστημονικές μεθόδους και τρόπους για να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε όλη την γκάμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων, από τα πιο θετικά μέχρι τα πλέον αρνητικά και από τα βασικά και απλούστερα μέχρι τα πιο περίπλοκα. Και ένα από τα πρώτα συμπεράσματα που εξήχθησαν χάρη σε αυτή την γνώση είναι ότι η «αγιοποίηση» των συναισθημάτων, η αναγόρευση του θυμικού στον ιερό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης την οποία υποστήριζε το κίνημα του ρομαντισμού για παράδειγμα και τόσες άλλες θέσεις και απόψεις στην πορεία της ανθρωπότητας, κάθε άλλο παρά ήταν απόλυτα σωστή και ένας κανόνας δίχως την παραμικρή εξαίρεση,. Όσο αλήθεια είναι ότι από ορισμένα συναισθήματα προκύπτουν τα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής άλλο τόσο είναι ότι από μερικά άλλα πηγάζουν κάποια από τα χειρότερα δεινά της. Τι σημαίνει αυτό για την περίπτωση τους και πώς τους το εξηγείς;

«The spirit fights to find its way…»

Ας ξεκινήσουμε από την…αρχή, από το χρονικό ορόσημο που ο Διαφωτισμός έβγαλε – δικαιώνοντας το όνομα του – την ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του Μεσαίωνα και την εισήγαγε στη νεωτερική εποχή στην οποία ακόμα ζούμε (έστω και αν, κατά ορισμένους, βρισκόμαστε στην ύστερη πια φάση της την οποία μερικοί φτάνουν να αποκαλούν και μετα-νεωτερικότητα). Στη νεωτερική εποχή η ανθρωπότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της τουλάχιστον, πορεύεται με βάση, πυξίδα και φάρο τις αρχές του Διαφωτισμού σε αυτό που συνήθως αποκαλείται «δυτικός πολιτισμός», αν και κάθε άλλο παρά περιορίζεται στην Δύση ή μόνο στο βόρειο ημισφαίριο. Το ορόσημο που εγκαθίδρυσε και καθιέρωσε τις αρχές του Διαφωτισμού ως κανόνες οι οποίοι διέπουν τις συγκροτημένες κοινωνίες φυσικά ήταν – παρά τα λάθη, τις ελλείψεις, ακόμα και τα εγκλήματα που, αναπόφευκτα ίσως όπως πάντα συμβαίνει στα πολύ σημαντικά ιστορικά γεγονότα, διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της – η Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Στην Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Του Ανθρώπου Και Του Πολίτη που συνέταξαν οι εκπρόσωποι του επαναστατημένου γαλλικού λαού το ίδιο έτος αναφέρονται για πρώτη φορά τρεις λέξεις οι οποίες στη συνέχεια αποτελούν μέχρι και σήμερα το μότο της Γαλλίας (αλλά επίσης και της…Αϊτής!). Το «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» όμως ταυτόχρονα είναι και οι ακρογωνιαίες αξίες επάνω στις οποίες θεμελιώθηκε και εξακολουθεί να στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού και δεν είναι καθόλου παράξενο καθώς κωδικοποιεί, με θαυμαστή αληθινά λεκτική οικονομία, ένα πλαίσιο το οποίο καλύπτει μια ανεκτή και κυρίως αξιοπρεπή ζωή για κάθε άνθρωπο. Η ελευθερία είναι βέβαια η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου αμέσως μετά από εκείνες που εξασφαλίζουν την επιβίωση του και για αυτό και το θεμελιώδες δικαίωμα του. Η ελευθερία καθενός όμως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από οποιουδήποτε άλλου και φυσικά δεν μπορεί παρά να σέβεται εκείνη, όπως ακριβώς κάνει και για τον εαυτό της. Εξ ορισμού λοιπόν τελικά η ισότητα όλων μας πηγάζει μέσα από την προσωπική ελευθερία μας και έρχεται να την συμπληρώσει.

Αφού όμως όλοι εμείς, οι ελεύθεροι άνθρωποι, είμαστε απολύτως ίσοι δυνητικά είμαστε και «αδέλφια», όλοι και όλες με τους υπόλοιπους/ες, ακόμα και με όσους/ες δεν γνωρίζουμε και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, έχουμε δηλαδή υποχρέωση και δικαίωμα να δείχνουμε σε όλους τους συνανθρώπους μας έμπρακτα την αλληλεγγύη μας, για οτιδήποτε και όπως και όσο μπορούμε σε κάθε περίσταση. Η τελευταία από τις τρεις έννοιες λοιπόν, η αδελφότητα, έρχεται όχι μόνο για να ολοκληρώσει το σχήμα των προηγούμενων δύο αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ίσως και να είναι σπουδαιότερη αυτών αφού είναι εκείνη που τους δίνει το πλήρες νόημα και σημασία τους. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι ήταν ακριβώς η ύπαρξη στο μότο της αδελφότητας το γεγονός που παρακίνησε μια Γαλλίδα δημοσιογράφο να γράψει το 1791 την Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Των Γυναικών Και Των Πολιτισσών. Το κείμενο αυτό, για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας, διεκδικεί και απαιτεί, διαμέσου της αδελφότητας, την πλήρη ισότητα ανάμεσα στο, έστω λίγο, μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης και το μικρότερο που ως τότε εθεωρείτο αξιωματικά το ανώτερο, πολύ πριν το όποιο φεμινιστικό κίνημα όχι φτάσει στις απαρχές της συγκρότησης του αλλά και υπάρξει ούτε καν ως σκέψη στα μυαλά των πρωτεργατριών του!

Για περίπου δυόμισυ αιώνες πλέον λοιπόν οι συμπεριφορές των ανθρώπων αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις καθορίζονται, οφείλουν τουλάχιστον να διέπονται, από αυτό το τρίπτυχο εννοιών. Το πρώτο λοιπόν λογικό επιχείρημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς μιλώντας σε όσους/ες επιτρέπουν στους «υπερ-άπληστους» να κάνουν ό,τι κάνουν, σε εκείνους/ες που παραδίδουν τους εαυτούς τους βορά σε αυτά τα ανθρώπινα παράσιτα, είναι να τους επισημάνει ότι τα ίδιο ακριβώς θα έπρεπε να συμβαίνει και με τα συναισθήματα, τα δικά τους όπως και οποιοδήποτε άλλου. Γιατί αν καταλύσουμε αυτό το τρίπτυχο αξιών, αν έστω και μια τους απουσιάζει από κάθε ανθρώπινη συνδιαλλαγή ή ακόμα και συναλλαγή – για όσους/ες πιστεύουν ότι κάθε είδους ανθρώπινη σχέση είναι ένα αμοιβαίο και συνεχές δούναι και λαβείν – με τι θα τις αντικαταστήσουμε; Το μόνο που απομένει είναι αυτό που κυριαρχούσε σε πολύ παλαιότερες μορφές του πολιτισμού μας, δηλαδή «ο νόμος της ζούγκλας», με άλλα λόγια το δίκαιο του ισχυροτέρου. Και αυτό φυσικά δεν μπορεί να είναι αποδεκτό από το, αντικειμενικά σε αυτή την περίπτωση, κορυφαίο είδος που βρίσκεται στον πλανήτη και μάλιστα στην σημερινή εποχή, όταν έχουμε απόλυτη συνειδητοποίηση ότι βρισκόμαστε στο πλέον προωθημένο στάδιο της διανοητικής μας εξέλιξης.

Αν όμως αυτό το επιχείρημα δεν τους φαίνεται αρκετό υπάρχει και ένα άλλο, κατά τη γνώμη μου ακόμα σημαντικότερο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νεωτερικής πια στο έπακρο εποχής μας είναι η μεγαλύτερη από ποτέ διασύνδεση του προσωπικού, του ατομικού με το συλλογικό, Πολλοί/ές από αυτούς/ές δηλαδή έχουν σαν βασική τους δικαιολογία το «τι σημασία έχει τι κάνω εγώ, ένας και μόνον άνθρωπος ανάμεσα στους τόσους;». Όταν όμως οι ανάλογες περιπτώσεις γίνονται όλο και περισσότερες, καθώς οι εφ’ όλης της ύλης άπληστοι αυξάνονται, αναγκαστικά θα στραφούμε σε κάθε μία από αυτές γιατί, μαζί με όλες τις υπόλοιπες, συναποτελούν ένα πολύ δυσάρεστο φαινόμενο. Και τότε δεν μπορείς να μην ρωτήσεις καθέναν/ία από εκείνους/ες που τρέφουν – δυστυχώς με την θέληση τους ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν – τις βδέλλες της ανθρώπινης ενέργειας τοι οποίες πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό, τους επόμενους δεν τους σκέφτεστε; Δεν σας απασχολεί τι παράδειγμα δίνετε στα παιδιά που πολύ ωραία μπορεί να είναι και τα δικά σας;

Ας υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ένα παιδί σας, λόγω έλλειψης εσωτερικής δύναμης επίσης, βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση και σας ζητήσει όχι την συμβουλή – προσωπικά απεχθάνομαι αυτή την λέξη – αλλά απλά την γνώμη σας. Αν δεν μπορείτε να αντλήσετε από την δική σας εμπειρία για να το υποστηρίξετε τι θα έχετε άραγε να του προτείνετε; Να ακολουθήσει το παράδειγμα σας, να κάνει ό,τι και εσείς; Να υποχωρήσει όπως κάνατε και εσείς; Και για πόσο άραγε, για όλη του την ζωή όπως ίσως συνέβη με εσάς; Και στη συνέχεια, αν ένα δικό του παιδί αντιμετωπίσει κάτι ανάλογο, χωρίς πολλά – πολλά απλά να το ωθήσει να μιμηθεί τον/την ίδιο/α;

Καταλαβαίνετε πού  μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια συμπεριφορά όταν διαιωνίζεται και βαίνει αυξανόμενη; Σε μια κοινωνία επίσης των «δύο τρίτων» αλλά διαφορετικού τύπου από την σημερινή στην οποία τους έχοντες και μη θα αντικαταστήσουν αντίστοιχα αυτοί/ές που μόνο παίρνουν και αυτοί/ές που μόνο δίνουν, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και των μεν και των δε; Σε μια κοινωνία δηλαδή θυτών και θυμάτων; Μπορείτε να φανταστείτε ένα τέτοιο κόσμο; Θα σας άρεσε αλήθεια να ζείτε σε αυτόν, να έκαναν δηλαδή πάρα πολλοί εκείνο που κάνετε εσείς και να υφίσταντο τα ίδια με εσάς;

Και επειδή το συγκεκριμένο επιχείρημα πολύ δύσκολα επιδέχεται αντίρρηση το πιθανότερο είναι ότι σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι/ες που υποχωρούν στις διαθέσεις των «απλήστων» να κατέφευγαν σε μιαν άλλη γραμμή άμυνας. «Δεν θέλω άλλη συζήτηση, μην προσβάλλεις τα συναισθήματα μου», πάλι αυτά μπροστά και υπεράνω όλων. Συνήθως ακολουθεί η τυπική επωδός όσων δεν έχουν πλέον να αντιτάξουν τίποτα στον συνομιλητή τους, «μην με κρίνεις και μην εισβάλλεις στην ζωή μου». Ποιος έκρινε οποιονδήποτε και εισέβαλλε στην ζωή του; Και κάπου εδώ έρχεται το γνωστό σύνδρομο της «επίθεσης – σε αρχαιότερες εποχές και θανάτωσης – στπν αγγελιοφόρο δυσάρεστων ειδήσεων» με την υποσυνείδητη ευχή (ή και ελπίδα) ότι έτσι τα όποια δυσάρεστα θα πάψουν να υφίστανται. Κάτι που προφανώς δείχνει τον βαθμό σύγχυσης και απώλειας αυτοελέγχου που διακατέχουν οποιονδήποτε/οποιανδήποτε αντιδρά έτσι καθώς αδυνατεί να συλλάβει τον τρομερό παραλογισμό ο οποίος ενυπάρχει σε αυτό που κάνει εκείνη την στιγμή αφού οτιδήποτε δυσάρεστο υπάρχει ανεξάρτητα από το αν κάποιος το μεταφέρει, το κοινοποιήσει ή το ανακοινώσει ή όχι.

Όταν ο Μιχάλης Κατσαρός συμπεριλάμβανε στο ποίημα «Η διαθήκη μου» από την εμβληματική συλλογή του 1953 «Κατά Σαδδουκαίων» τον στίχο «ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ/αντισταθείτε» ήταν όχι μόνο λογικό και θεμιτό αλλά ακόμα και ηθικά σωστό. Αναφερόταν σε έναν κόσμο και ιδίως στην Ελλάδα όπου επικρατούσε κάτι τόσο υποκειμενικό, ρευστό και ασαφές όσο η ιδεολογία [βλέπε το παλαιότερο post 2010 + 7 μ. χ. (μετά χρεοκοπίας)]. Ο κόσμος που ζούμε σήμερα όμως δεν είναι απλά διαφορετικός, δεν έχει καμία σχέση με τον τότε, απέχει έτη φωτός από αυτόν. Τα πάντα στην εποχή μας τρέχουν με ιλιγγιώδεις πια ρυθμούς, από την ίδια την ζωή μας μέχρι οτιδήποτε την αφορά. Οι εξελίξεις των πραγμάτων είναι τόσο γρήγορες ώστε δημιουργούν συνεχώς νέα δεδομένα και συνθήκες. Συνέπεια αυτού είναι ότι τα αιτήματα αλλά και τα προβλήματα, τόσο για τα μέλη – την ζωή κάθε ανθρώπου – όσο και για το κοινωνικό σύνολο, τίθενται όλο και πιο επιτακτικά και έντονα. Γίνονται όλο και πιο σύνθετα ταυτόχρονα όμως και πια απτά και πρακτικά από ποτέ, ακόμα και όταν αφορούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.

Περισσότερα από εξήντα χρόνια όμως μετά ο σύγχρονος διανοητής/ρια είναι σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση από αυτόν εκείνης της εποχής. Εχει στην διάθεση του όχι μόνον έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών αλλά και πολύ περισσότερη εξειδικευμένη και διακριβωμένη γνώση και, χάρη στην τεχνολογία, σε απίστευτα σύντομο χρόνο. Επιστημονικοί τομείς που τότε δεν υπήρχαν καν ή μόλις είχαν αρχίσει να συγκροτούνται ως γνωστικά αντικείμενα όπως η συγκριτική ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία – χωρίς να συνυπολογίσουμε την ανάπτυξη και εμβάθυνση της ψυχανάλυσης, της ψυχολογίας και ακόμα περισσότερο της κοινωνιολογίας – έχουν προχωρήσει και εξελιχθεί πάρα πολύ, όχι μόνον ως θεωρητικές διατυπώσεις αλλά και στην τεκμηρίωση τους, με εκτεταμένες έρευνες πεδίου αλλά και με μελέτες επαρκών ως προς την διαστρωμάτωση και τον αριθμό των μελών τους στατιστικών δειγμάτων.

Όλα αυτά συνεπάγονται πολύ απλά ότι μπορεί ίσως τα συμπεράσματα που εξάγουμε – ειδικά αν δεν είμαστε ειδήμονες στο υπό μελέτη φαινόμενο ή θέμα – να είναι το ίδιο υποκειμενικά όσο ήταν πάντα αλλά οι παρατηρήσεις και οι καταγραφές τους πλησιάζουν την αλήθεια της πραγματικότητας σε απόλυτο βαθμό, με πολύ μικρή πιθανότητα λάθους σε επιμέρους και συνήθως δευτερευούσης σημασίας ζητήματα. Έχω λοιπόν κάθε δικαίωμα να πω σε όποιον/α υποκύπτει στις διαθέσεις ενός/μιας από όσους/όσες ζουν στην κυριολεξία σε βάρος των υπολοίπων – γιατί μπορεί κανείς/καμία να το κάνει αυτό ακόμα και εντελώς εκτός της σφαίρας της ύλης – όχι, μην αντιστέκεστε σε εμένα γιατί δεν σας ιστορώ αλλά απλά παρατηρώ και καταγράφω αυτό που σας συμβαίνει. Αντισταθείτε στους, μικρότερους/ες ή μεγαλύτερους/ες, τυράννους του περιβάλλοντος και της καθημερινότητας σας. Περισσότερο όμως ίσως και από αυτούς/ές αντισταθείτε σε εκείνη την πλευρά σας που σχεδόν σας υποχρεώνει να τους/τις ανέχεστε. Σε αυτό το τμήμα σας από το οποίο πηγάζει ακόμα και ο υποσυνείδητος φόβος – ή μάλλον μια σειρά τέτοιων γιατί δεν είναι ο ίδιος σε κάθε περίπτωση – που πολύ συχνά είναι και εκείνο που τους δίνει την ευκαιρία, αν όχι και την αφορμή, για να σας εκμεταλλεύονται. Αντισταθείτε στην έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης για τον ίδιο τον εαυτό σας. Εμπιστευθείτε τον επιτέλους και κυρίως πιστέψτε ότι αξίζει όσο ακριβώς και κάθε άλλος άνθρωπος, ούτε περισσότερο ούτε όμως και λιγότερο!

Υπάρχει όμως και κάτι που πολύ πιθανόν να μπορεί να σας βοηθήσει να το επιτύχετε αυτό. Σκεφτείτε ότι, ακόμα και αν αντικαθιστούσαμε τον ορθολογικό τρόπο ζωής με τον νόμο της ζούγκλας όπως σε πολύ μεγάλο βαθμό επιδιώκουν τα, ταυτόχρονα τόσο δειλά και γεμάτα κακία, «σκυλιά» που περιγράφει ο Roger Waters στο τραγούδι των Pink Floyd το οποίο αποτελεί την αρχή του post, τα κυριολεκτικά…κοπρόσκυλα της σημερινής κοινωνικής ζωής, τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου όπως ίσως τα φαντάζονται και σίγουρα θέλουν να τα παρουσιάζουν αυτά. Με μια κουβέντα τελικά κάθε άλλο παρά θα είχαμε εφαρμογή του δικαίου του ισχυρότερου, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό σε πρώτο επίπεδο.

Τα μεγάλα ζώα, τα αληθινά θηρία της ζούγκλας, όπως ο «βασιλεύς» λέων ή η επίσης βασιλική τίγρη, σκοτώνουν άλλα ζώα μόνο για να επιβιώσουν. Βγαίνουν για κυνήγι μόνον όταν πεινάσουν, ποτέ χωρίς λόγο. Τρώνε από το νεκρό θήραμα τους μόνον όσο για να χορτάσουν, όσο τους χρειάζεται για να συντηρηθούν και ποτέ περισσότερο, εγκαταλείποντας το υπόλοιπο εκτός αν έχουν μικρά παιδιά που δεν μπορούν ακόμα να κυνηγήσουν μαζί τους οπότε παίρνουν ένα μέρος του μαζί τους για να τα θρέψουν. Οπως και αν έχει όμως όταν εγκαταλείψουν το – σχεδόν ζεστό ακόμα – θήραμα τους θα είναι ακέραιο στο μεγαλύτερο τμήμα του και σίγουρα θα αναγνωρίζεται τι είδους ζώο είναι. Αξίζει να σκεφτούμε επίσης ότι την ίδια ακριβώς συμπεριφορά ως προς το πως κυνηγούν και διατρέφονται επιδεικνύουν και τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά όπως ο αυτοκρατορικός αετός.

Υπάρχουν όμως κάποια άλλα ζώα που ακολουθούν τα θηρία της ζούγκλας στο κυνήγι τους. Τα παρακολουθούν από μακριά, παραμονεύοντας, σχεδόν κρυμμένα και τρομαγμένα. Περιμένουν μέχρι τα θηρία να εντοπίσουν το θήραμα τους, να το θανατώσουν και να φάνε όσο από αυτό τους είναι απαραίτητο. Και μόνον όταν αυτά έχουν απομακρυνθεί αρκετά πλησιάζουν με την σειρά τους το κουφάρι του ζώου και αρχίζουν να τρώνε και εκείνα. Άπληστα, αχόρταγα, σαν να μην έχουν ξαναφάει ποτέ…Τόσο που, ακόμα και αν δεν είναι αγέλη αλλά μόνον δύο ή και ένα από αυτά, όταν επιτέλους αποφασίσουν να αφήσουν το νεκρό ζώο και να φύγουν τις περισσότερες φορές δεν έχει απομείνει από αυτά παρά ο σκελετός του, δίχως ίχνος σάρκας. Διόλου συμπτωματικά το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το αντίστοιχο τους στην συνομοταξία των πτηνών, τα κοράκια, τα οποία άλλωστε πολύ συχνά τα συνοδεύουν, τρώγοντας ό,τι αφήνουν αυτά, ταυτόχρονα ή αμέσως μετά.

Οι ύαινες δεν κυνηγούν ποτέ οι ίδιες. Αδύναμες και δειλές ακολουθούν τους κυνηγούς της ζούγκλας και τρέφονται από τα αποφάγια τους τα οποία, άπληστες και αχόρταγες, τα καταβροχθίζουν ολόκληρα. Για αυτό και δεν τις πειράζει καθόλου να βρουν στον δρόμο τους νεκρό (ακόμα και μισοπεθαμένο ή βαριά τραυματισμένο) ζώο από άλλη αιτία, ασθένεια, γηρατειά ή και από κάποιου είδους ατύχημα, ακόμα και αν έχουν περάσει αρκετές ημέρες από τον θάνατο του και έχει ήδη αρχίσει η σήψη. Θα το κατασπαράξουν και πάλι ολόκληρο, μην αφήνοντας τίποτα, σαν να τρέφονται το ίδιο ή και περισσότερο από την ιδέα και την μυρωδιά του θανάτου παρά από το κρέας του ζώου, ενδεικτικό της μοχθηρής τους φύσης που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αυθεντική υπερηφάνεια, σχεδόν «λεβεντιά» θα μπορούσαμε να πούμε, των αληθινών και δυνατών θηρίων. Οπως επίσης τα κοράκια και πάλι τρέφονται μόνο με πτώματα, με ψοφίμια, σκουπίδια δηλαδή με την βιολογική έννοια, αδιαφορώντας και για το αν έχουν αρχίσει να σαπίζουν. Είναι οι μεγαλύτεροι, χειρότεροι και πιο βρομεροί σκουπιδοφάγοι όχι μόνο της ζούγκλας αλλά και – από κοινού με τα κοράκια – συνολικά στην φύση.

Οι κυνηγοί, οι οδηγοί και γενικά οι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την ζούγκλα λένε ότι τα λιοντάρια, οι τίγρεις και τα άλλα αληθινά θηρία της δεν επιτίθενται ποτέ στον άνθρωπο. Τις ελάχιστες φορές που το κάνουν είναι γιατί κάτι τα έχει ταράξει πάρα πολύ, αισθάνονται ότι απειλούνται ή ακόμα και φοβούνται για την ζωή τους ή αυτή των μικρών τους αλλά αυτές είναι αληθινά πολύ σπάνιες. Αντίθετα αναφέρονται αρκετά περιστατικά επίθεσης υαινών σε ανθρώπους που φυσικά, αν καταφέρουν να τους σκοτώσουν, γίνονται το γεύμα τους, αν και προφανώς κάθε άλλο παρά περιλαμβάνονται στις μόνιμες και φυσιολογικές διατροφικές τους συνήθειες. Το γιατί (συμπίπτοντας, για άλλη μια φορά, με τα κοράκια) κάνουν την μοναδική εξαίρεση του να επιτίθενται σε ζωντανό ακόμα οργανισμό μόνο του είδους που βρίσκεται στην κορυφή της βιολογικής κλίμακας εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο για τους ζωολόγους. Η εξήγηση που δίνουν ορισμένοι από αυτούς είναι ότι οσφραίνονται την ακαθόριστη αλλά υπαρκτή μυρωδιά του φόβου η οποία υπάρχει σε οποιοδήποτε ζώο που κινδυνεύει και την γνωρίζουν πολύ καλά διότι την βιώνουν όταν τρώνε πτώματα στα οποία αυτή είναι ακόμα αισθητή, είναι ο υποσυνείδητος φόβος οποιουδήποτε ανώτερου οργανισμού όταν κινδυνεύει η συνέχεια της ύπαρξης του.

Οι άνθρωποι λοιπόν κινδυνεύουν από τις ύαινες ενώ από τα θηρία όχι. Για αυτό όμως και οι γνωρίζοντες την ζούγκλα λένε και κάτι ακόμα, μην πυροβολήσεις ποτέ θηρίο παρά μόνον αν έρχεται κατά πάνω σου, αν είσαι απολύτως σίγουρος ότι σου επιτίθεται. Αντίθετα αν δεις μιαν αγέλη ή και μία μόνον ύαινα να σε τριγυρίζει ή, ακόμα χειρότερα, να σε κοιτάζει απειλητικά περίμενε μέχρι να βρεθεί σε απόσταση βολής και τότε σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια και, χωρίς δισταγμό, πυροβόλησε. Απλά την προλαβαίνεις, της κάνεις πρώτος αυτό που θέλει να κάνει εκείνη σε εσένα.

Μεταφέροντας το αυτό από την ζούγκλα στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων και κοινωνιών και για τις «ύαινες» οι οποίες δυστυχώς κυκλοφορούν ανάμεσα μας διαπιστώνουμε ότι μια (τηρουμένων πάντα των αναλογιών, προφανώς και δεν προτρέπω οποιονδήποτε να γίνει δολοφόνος!) ανάλογη αντίδραση δεν είναι βέβαια κοινωνικός αυτοματισμός αλλά ούτε απλά πράξη αυτοάμυνας, δεν πηγάζει δηλαδή μόνον από το πλέον πρωταρχικό ανθρώπινο ένστικτο, εκείνο της αυτοσυντήρησης ή αλλιώς επιβίωσης. Ανταποκρίνεται και σε κάτι άλλο, σε μιαν έννοια που, σε μια παραλλαγή του μότο της Γαλλικής Επανάστασης, συμπληρώνει αυτές της ισότητας και της αδελφότητας, θεωρώντας ίσως ότι αυτές οι δύο μαζί συναποτελούν την ελευθερία.

Η δικαιοσύνη είναι επίσης μια πολύ σημαντική έννοια για τον ορθολογικό τρόπο ζωής. Πολύ πριν την δικαιοσύνη του όποιου νομικού συστήματος μάλιστα αυτή η οποία ενυπάρχει μέσα σε κάθε λογικό και με σεβασμό για τον εαυτό του και τους ομοίους/ες του ανθρώπινο ον. Είναι και αυτό, πριν από οτιδήποτε άλλο, ένα θεμελιώδες ένστικτο που όταν θίγεται δεν μπορεί να μην επαναστατήσει. Είναι αυτό επίσης που κάνει μερικούς/ές από εμάς οι οποίοι/ες, αφελώς ίσως, δεν αδιαφορούμε για το τι θα συμβεί όταν θα δεν θα είμαστε πλέον εδώ, νοιαζόμαστε όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον της ανθρωπότητας, να εξεγειρόμαστε ακόμα και στην σκέψη ενός κόσμου που θα αποτελείται από θύτες και θύματα. Και τότε κοιτάμε στο βάθος του ορίζοντα με σκοτεινό βλέμμα, τις γροθιές ασυνείδητα σφιγμένες και μέσα από τα ακόμα πιο σφιγμένα δόντια μας ξεφεύγει όχι ψίθυρος αλλά ένα μουγκρητό, όχι απειλής και ούτε εκδίκησης αλλά μιας οπλισμένης από την έμφυτη αίσθηση δικαίου μήνιδος:

-Δεν θα σας περάσει καταραμένες ύαινες, αν τολμάτε βγείτε από τις βρομερές τρύπες σας για να αναμετρηθείτε με τους αληθινούς ανθρώπους. Όσους και όσες δικαιούμαστε τουλάχιστον να αποκαλούμαστε έτσι…

Once I had my heroes

Once I had my dreams

But all of that is changed now

The truth begins again

The truth is not that comfortable, no

Mother taught us patience

The virtues of restrain

Father taught us boundaries

The knowledge we must go

I’m trying to protect my unity

That’s when I reach for my revolver

That’s when it all gets blown away

That’s when I reach for my revolver

The spirit fights to find its way

A friend of mine once told me

His one and only aim

To build a giant castle

And in it sign his name

Sign it with complete community

That’s when I reach for my revolver

That’s when it all gets blown away

That’s when I reach for my revolver

The spirit passes by this way

Now that the sky is empty

And that is nothing new

Instead they look upon us

When they tell me

That we’re nothing

I say!

And I say! (That’s when I reach for my revolver)

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

 

(Προσωπικά θεωρώ καλύτερη την αυθεντική εκτέλεση των Mission Of Burma του 1981 αλλά υποθέτω ότι οι περισσότεροι ξέρουν και προτιμούν την διασκευή του Moby που μόνο κακή δεν είναι βέβαια)

https://www.youtube.com/watch?v=I14qLzlMlHM

Οπως το χιόνι…

snowΕίναι ωραίο να βλέπεις το χιόνι….Δεν με χαλάει και το να πέφτει πάνω μου αλλά ξέρω ότι πολλούς τους ενοχλεί και σίγουρα πέρα από ένα σημείο δημιουργεί πολλά αληθινά προβλήματα σε αρκετό κόσμο. Ας μείνουμε λοιπόν στο ότι είναι ωραίο να το βλέπεις, στην θαλπωρή ενός κλειστού χώρου και μέσα από το τζάμι ενός παραθύρου…Να το βλέπεις να πέφτει, τις νιφάδες να στροβιλίζονται αλλά ακόμα περισσότερο να απλώνεται και να σκεπάζει τα πάντα, το έδαφος και ό,τι βρίσκεται πάνω του. Περισσότερο από όλα όμως το έδαφος, το γυμνό χώμα ή ακόμα και τις πέτρες….Να απλώνεται πάνω του, λευκό, παχύ, μαλακό, όχι σαν χαλί αλλά πιο πολύ σαν τρυφερό χάδι του ουρανού στη γη.

Είναι ωραίο να βλέπεις το χιόνι…Ακόμα και τη νύχτα, όχι όμως υπό οποιοδήποτε τεχνητό φως αλλά όταν το φεγγάρι είναι αρκετά μεγάλο ώστε να καταφέρνει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Πολύ περισσότερο όμως την ημέρα, το λευκό του είναι φτιαγμένο για τότε. Αν μάλιστα έχει και ήλιο το τρόπος που το χιόνι λάμπει όταν το αγγίζουν οι αχτίδες του είναι από τα ομορφότερα θεάματα τα οποία θα αντικρίσεις στην ζωή σου. Παντού, οπουδήποτε, πόσο μάλλον στην πόλη, στην πόλη σου όπου σπάνια ακόμα και πέφτει…

Είναι ωραίο να βλέπεις το χιόνι…Πριν όμως αρχίσει να λιώνει, όταν η ομορφιά του είναι ακόμα ακέραια και ανέπαφη. Αγνό, κατάλευκο και καθαρό όσο τίποτα άλλο ίσως στον κόσμο. Όταν σου θυμίζει τους πολύ λίγους και τα πολύ λίγα που σε κάνουν να βλέπεις διαμέσου της βρομιάς, της σκοτεινιάς και της θολούρας γύρω σου την ουσία, διαυγή και καθαρή όσο το χιόνι. Τους ελάχιστους εκείνους ανθρώπους και πράγματα που σε κάνουν, χωρίς καν να το σκεφτείς, να ψάξεις να βρεις και μέσα σου το χιόνι. Αγνό, καθαρό, αμόλυντο και απάτητο….μια νέα αρχή. Άγραφη και κατάλευκη, όπως το χιόνι….

https://www.youtube.com/watch?v=PvpWJhxp8m4

2010 + 7 μ. χ. (μετά χρεοκοπίας)

thinkerjpg

https://www.youtube.com/watch?v=lAy7XYBQwc4

Επτά χρόνια από τότε που ξεκίνησε ο χαμός, ο χαλασμός, το απόλυτο χάος λοιπόν…Επτά καθόλου σωτήρια χρόνια, αντίθετα αυτό που, αναγκαστικά πιθανότατα, επικράτησε στην διάρκεια τους ήταν το ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Κάποιοι κατελήφθησαν εξ απήνης, απελπίστηκαν σχεδόν αμέσως, υπέκυψαν, γονάτισαν, έφτασαν να δώσουν τέλος στην ζωή τους ή έπαψαν ακόμα και να σκέφτονται. Κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν να το κάνουν, συνέχισαν να σκέφτονται και επαναστάτησαν ενάντια στην προκατασκευασμένη μοίρα, την εκ των προτέρων χαραγμένη συνέχεια της πορείας της ζωής τους που προσπάθησαν να τους επιβάλλουν κάποιοι άλλοι. Έκαναν δηλαδή αυτό που οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος, να μην αφήνει την ζωή του να γίνεται έρμαιο οποιουδήποτε και οτιδήποτε αλλά να παραμένει μόνον ο ίδιος κυρίαρχος της και υπεύθυνος για αυτήν και να αγωνίζεται μέχρι τέλους για να διατηρήσει αυτό του το δικαίωμα που αλλιώς ονομάζεται ελευθερία, στην πιο αληθινή και ουσιαστική έννοια της.

Αν είσαι ένας/μια από αυτούς/ές που συνειδητά διαχωρίζονται από το κοπάδι των αιγοπροβάτων το οποίο δυστυχώς αποτελεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό τις σύγχρονες κοινωνίες συγχαρητήρια και σε εσένα απευθύνομαι. Σε εσένα που το ’11 είχες πλημμυρίσει μαζί με άλλους το Σύνταγμα και άλλες πλατείες της Ελλάδας γιατί αγανάκτησες. Αγανάκτησες ξεχνώντας ότι το βιβλίο του Στεφάν Εσέλ από το οποίο πήρε το όνομα το κίνημα σου δεν είχε τίτλο «Αγανακτήστε» αλλά «εΕξοργιστείτε». Γιατί ο σοφός υπέργηρος αγωνιστής γνώριζε πολύ καλά ως απόφοιτος φιλοσοφίας την διαφορά ανάμεσα στην αγανάκτηση και στην οργή. Η πρώτη είναι ένα «τυφλό» συναίσθημα που ακυρώνει την λογική και θολώνει την κρίση. Όμως όχι τόσο ο άλογος θυμός όσο η έλλογη, άρα και δικαιολογημένη οργή, η αρχαιοελληνική μήνις, πηγάζει και κατευθύνεται από το έμφυτο ένστικτο δικαιοσύνης που διαθέτει κάθε μη διαταραγμένος άνθρωπος. Η μήνις προκύπτει πάντα ως απάντηση σε μιαν ύβρη και σαν τέτοια είναι εκ φύσεως λογική και οξύνει την κρίση ώστε να διακρίνει την αλήθεια, όπως συμβαίνει ή έστω πρέπει να συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται να απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Εσύ όμως απλά αγανάκτησες, δεν οργίστηκες, ούτε καν θύμωσες. Αν είχες θυμώσει θα είχες καταλάβει ότι αυτοί και αυτά ενάντια στα οποία στράφηκε η αγανάκτηση σου ήταν μόνον ένα μέρος του προβλήματος, ήταν λίγα μόνον από όσους και όσα έφταιγαν. Αν είχες θυμώσει, ακόμα καλύτερα οργιστεί, θα είχες καταλάβει ότι ο τότε πρωθυπουργός της χώρας δεν ανακοίνωσε το ’10 από το Καστελλόριζο μόνο την οικονομική χρεοκοπία της χώρας σου. Αυτό που ανακοίνωσε – δίχως πιθανότατα να το συνειδητοποιεί και ο ίδιος, ούτε εκείνη την στιγμή ούτε και στη συνέχεια – ήταν η χρεοκοπία της ίδιας της χώρας σου, από κάθε πλευρά, σε κάθε τομέα, σε όλες τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις της. Μιας χρεοκοπίας που συνετελέσθη επί τριάντα έξι συναπτά χρόνια με τον τρόπο τον οποίο συντελείται πάντα μια χρεοκοπία, ελάχιστα έσοδα, υπερβολικές, δυσθεώρητες μάλιστα σε σχέση με τα έξοδα, δαπάνες και εντελώς λανθασμένες επενδύσεις.

Αν το είχες κατανοήσει αυτό δεν θα είχες στραφεί μόνον ενάντια στο πολιτικό σύστημα και τα κόμματα που το αποτελούν – όχι όμως μόνα τους αλλά από κοινού με άλλους επίσημους και μη, φανερούς και όχι θεσμούς και καταστάσεις – αλλά και σε όσους και όσα άλλα ήταν υπαίτιοι για αυτή τη χρεοκοπία. Θα είχες ελέγξει δηλαδή όλους όσους άσκησαν με οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν. Ανάμεσα τους και την οικογένεια σου, ναι, αυτή την ίδια «αγία ελληνική οικογένεια» που είναι πολύ πιθανό ότι σε στήριξε και εξακολουθεί να σε στηρίζει σε όλη την διάρκεια της ήδη επταετούς κρίσης, η ζωή είναι γεμάτη από τέτοιες αντιφάσεις. Γιατί είναι αυτή η οικογένεια επίσης που με την φύση, την δομή, τις εσωτερικές της σχέσεις εξουσίας, άρα αναπόφευκτα και διαπλοκής, εμφυσεί, όταν δεν επιβάλλει, στα νεότερα μέλη της την φέρουσα πολιτική – και όχι μόνον – ιδεολογία της. Ακόμα κι όταν αυτά φτάνουν, ίσως από αντίδραση και μόνο, να υιοθετούν την αντίθετη.

Γιατί την ιδεολογία δεν την συνιστά μόνο μια πολιτική θέση αλλά ένα σύνολο απόψεων, κωδίκων και συμπεριφορών που εντέλει διαμορφώνουν κάθε μεμονωμένο άνθρωπο σε κοινωνικό ον, μέλος δηλαδή μιας συγκεκριμένης – και, θεωρητικά τουλάχιστον, συγκροτημένης – χωρικά και χρονικά κοινωνίας. Εντός αυτού του πλαισίου είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον να εξετάζουμε κατά πόσο προσιδιάζουν μεταξύ τους οι κοινωνικές μονάδες ανεξαρτήτως τοπικής προέλευσης, καταγωγής, εναρκτήριας οικονομικής κατάστασης , ακόμα και μορφωτικού επιπέδου, με μια κουβέντα κατά πόσον η επικρατούσα ιδεολογία είναι ισχυρότερη από τις επιμέρους πολιτικές θέσεις των μελών μιας κοινωνίας. Και στην περίπτωση της Ελλάδας διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ πιο ισχυρή από τις περισσότερες άλλες δυτικές χώρες.

Η ελληνική πολιτική κουλτούρα δυστυχώς δεν είναι διεκδικητική αλλά…εκδικητική. Αμφότερες οι βασικές πλευρές του πολιτικού φάσματος, ας εξακολουθήσουμε να τις ονομάζουμε αριστερά και δεξιά αλλά ακόμα και το κέντρο στο οποίο η μία ή η άλλη κυριαρχούν κατά καιρούς ή έστω το επηρεάζουν, επίσης εναλλάξ αλλά μερικές φορές και από κοινού, δεν θέλουν τόσο να κατακτήσουν την ηγεμονία για να προτείνουν και να εφαρμόσουν ένα μελετημένο πρόγραμμα για την πρόοδο και την ευημερία της χώρας και των πολιτών όσο για να επιβάλλουν την ιδεολογία τους στην άλλη και, κατά προέκταση, να την τιμωρήσουν ή και να την εκδικηθούν γιατί και εκείνη (θα) έκανε ακριβώς το ίδιο όταν (θα) είχε την ευκαιρία! Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο στον οποίο πλεονάζει η αγάπη (για να μεταχειριστώ την ηπιότερη λέξη) για την εξουσία ενώ το σημαντικότερο στοιχείο της διακυβέρνησης, η διαχείριση του παρόντος και, κατά το δυνατόν, του μέλλοντος της χώρας περνάει σε δεύτερο ή και τρίτο πλάνο, σχεδόν απουσιάζει λόγω περιφρόνησης, άγνοιας ή ενός συνδυασμού αυτών των δύο.

Παρατηρούμε μάλιστα ότι όσο πηγαίνουμε προς τα άκρα και των δύο πλευρών η άγνοια της διαχείρισης αρχίζει να συνοδεύεται και από μιαν απέχθεια προς αυτήν. Σε αμφότερα τα απώτερα άκρα όχι μόνο δεν υπάρχει πλέον κανένα ενδιαφέρον για την διαχείριση αλλά και σχεδόν θεωρείται κάτι περιττό, αν όχι και επιζήμιο. Εκεί έχουμε την εξουσία, δηλαδή την επιβολή της «δικής μας» ιδεολογίας στους πάντες και πριν από όλα στους πιο άσπονδους αντιπάλους μας, ως αυτοσκοπό πλέον και όχι σαν μέσο για την άσκηση πολιτικής.

Για αυτό και ο προσεχτικός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει παράδοξες ομοιότητες στις συμπεριφορές των δύο πλευρών. Η ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ήδη από το τέλος της πρώτης τετραετίας διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, υποστήριξαν και προήγαγαν ένα μοντέλο ζωής ολοένα και πιο πολύ βασισμένο και προσανατολισμένο στην ύλη. Η επιστήμη, σε μεγάλο βαθμό και η παιδεία, ενδιέφεραν αυτά τα δύο κόμματα σαν τρόποι πλουτισμού, καταρχήν ατομικού και στη συνέχεια συλλογικού, ας το πούμε «εθνικού» για να μην τους χαλάσουμε το χατίρι. Την ίδια στιγμή η αριστερά και ιδιαίτερα η επί δεκαετίες «επίσημη», η αλλιώς λεγόμενη και δογματική, δηλαδή το ΚΚΕ, με το να εστιάζει τόσο απόλυτα στο θέμα της οικονομίας έστω και με τον δικό της τρόπο, της αναδιανομής δηλαδή του πλούτου, κατέληγε να χρησιμοποιεί εργαλειακά την παιδεία και να παραμελεί, αν όχι να αγνοεί παντελώς την επιστήμη πλην των εντελώς απαραίτητων για την επιβίωση του ανθρώπου τομέων της όπως η ιατρική. Ακόμα και στην τελευταία περίπτωση όμως επιδείκνυε μιαν απώθηση, αν όχι και φόβο, απέναντι στις όποιες επιστημονικές εξελίξεις και τις πιο σύγχρονες εφαρμογές της επιστήμης σαν η τεχνολογία και οι νέες ανακαλύψεις σε οποιοδήποτε επιστημονικό πεδίο, πρακτικό αλλά ακόμα και ανθρωπιστικό/«θεωρητικό», να ήταν εκ φύσεως μια συντήρηση η οποία εμπόδιζε την συνολική πρόοδο της κοινωνίας.

Οποία αντίφαση αλήθεια και δεν είναι η μόνη. Γιατί παρατηρούμε και μια περαιτέρω σύμπτωση συμπεριφοράς ανάμεσα στην ευρύτερη κεντροδεξιά και την ευρύτερη και ποικιλόχρωμη αριστερά ως προς τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον πολιτισμό, αν όχι γενικότερα το πνεύμα. Η πρώτη, συνεπής με την υλιστική θεώρηση της και έχοντας ως άλλοθι διατήρησης της σοβαρότητας της μερικούς – λιγότερο ή περισσότερο συντηρητικούς πολιτικά – ακρογωνιαίους λίθους της παραδοσιακής κουλτούρας της, επιδιδόταν ασύστολα για περισσότερα από είκοσι χρόνια στην παραγωγή ενός χυδαίου, κατώτερου ακόμα και από το αγοραίο επίπεδο, πολιτισμού με αιχμή του δόρατος της βέβαια το προνομιακό για αυτήν πεδίο της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η αριστερά όμως απαντούσε σε αυτό με το να περιχαρακώνεται στην, κατά την ίδια, πολιτισμική όσο και ηθική υπεροχή της, επαναλαμβάνοντας, αν όχι ανακυκλώνοντας, τα επιτεύγματα των ίδιων και μόνον αυτών ένδοξων τοτέμ του παρελθόντος της (πόσες πια επανεκτελέσεις του έργου του Μίκη Θεοδωράκη και για πόσες ακόμα δεκαετίες;) μην παράγοντας τίποτα νέο. Αλλά και τις λίγες φορές που κάτι έστω και λίγο ανανεωτικό προέκυπτε συγκυριακά στους κόλπους της βιαζόταν να το εξοβελίσει, να το περιθωριοποιήσει και τελικά να το αποπέμψει ως «ρεφορμιστικό», αν όχι σαν….προδοσία του ταξικού ιδεώδους και των αξιών της!

Υπό μιαν έννοα, αν και από διαφορετικές αφετηρίες και με διαδρομές που δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο, αμφότερες οι πλευρές κατέληγαν – και μάλλον συνεχίζουν να το κάνουν – παράδοξα στον ίδιο προορισμό. Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν…Μόνο που, στην περίπτωση της αριστεράς, «τραγούδαγε», ενδιαφερόταν δηλαδή αποκλειστικά για την διαφύλαξη της ακεραιότητας και της περιβόητης καθαρότητας της άκαμπτης σαν μπετόν αρμέ πολιτικής και μόνο θέσης της για πάρα πολύ καιρό ενώ το πνευματικό της σπίτι καιγόταν. Και από την στιγμή που εισήλθαμε στην κρίση δεν καίγεται πλέον μόνον αυτό αλλά και το αληθινό της σπίτι με εντός του πάρα πολλούς ανθρώπους με σάρκα και οστά που πεινούν, δεν έχουν να πληρώσουν την νοσηλεία ή το ενοίκιο τους με αποτέλεσμα οι όποιες ασθένειες τους να παραμένουν αθεράπευτες ή να καθίστανται άστεγοι, πραγματικούς ανθρώπους αρκετοί από τους οποίους τοποθετούντο ή και εξακολουθούν να το κάνουν στον χώρο της αριστεράς.

Ο πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός και φυσικά πάνω από όλα ο βιολογικός θάνατος δεν έχουν απολύτως τίποτα το ένδοξο, είναι απλά ένα θλιβερό μεν αλλά και αναπόφευκτο γεγονός της ζωής. Και όταν φτάνεις να οδηγείς, ακόμα και αν αυτό συμβαίνει παρά την θέληση σου ή έστω να ανέχεσαι ανθρώπους, οποιουσδήποτε ανθρώπους και πόσο μάλλον δικούς σου, κυριολεκτικά να πεθαίνουν μόνο και μόνο για να διατηρηθεί ζωντανή και απαραβίαστη η «ιερή ιδεολογία» σου τότε ευτελίζεις το τραγικό γεγονός του θανάτου τους, του στερείς ακόμα και το στοιχείο της αξιοπρέπειας. Αυτό δηλαδή που δικαιούται κάθε τελευτή του βίου, τιμώντας και δικαιώνοντας για ύστατη φορά την ζωή η οποία προηγήθηκε…

https://www.youtube.com/watch?v=EJldnRADPZg

Προεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι τόσο η στην πλειοψηφία της θρησκευόμενη δεξιά όσο και η άθεη αριστερά δείχνουν να καταλήγουν ομνύοντας, δοξάζοντας και διατρανώνοντας την…επικούρεια φιλοσοφία ως την ιδανική βάση της ανθρώπινης ζωής. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα ορισμένα τμήματα του αριστερίστικου ή και αντιεξουσιαστικού χώρου, έχοντας ανακαλύψει όψιμα τον ηδονισμό – ή μάλλον την ηδονοθηρία – ως μέσο….επανάστασης, φτάνουν μέχρι και να θεωρητικοποιούν πλέον αυτή την τόσο υλιστική άποψη, μη συνειδητοποιώντας το πόσο περισσότερο προσεγγίζουν έτσι την τόσο μισητή τους δεξιά.

Είναι η θεώρηση που λέει ότι «με λίγο καλό – ή και απλά περισσότερο από όσο έχω – σεξ ξεχνάω τα βάσανα μου, ίσως και αντλώ δύναμη για τους επόμενους αγώνες»….Και η διάσταση του σεξ ως τρόπου επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, της πιο απόλυτης ίσως επικοινωνίας που δεν τους κάνει να ξεχνούν τα όποια προβλήματα τους – και ακόμα περισσότερο τα κοινά – αλλά αντίθετα τους βοηθά να τα βλέπουν πιο καθαρά και τους οπλίζει με ακόμα περισσότερη δύναμη την οποία επιπλέον μοιράζονται για να τα αντιμετωπίσουν; Αυτήν δεν την σκέφτονται καν, την έχουν διαγράψει, δεν υφίσταται….Γιατί για να επικοινωνήσεις οτιδήποτε πρέπει να το διαθέτεις και επίσης να έχεις την θέληση να το κάνεις και για τη συντριπτική πλειοψηφία και τα δύο αυτά λάμπουν διά της απουσίας τους.

Φάγωµεν και πίωµεν αύριον γαρ αποθνήσκοµεν λοιπόν….Ας ξεχάσουμε όμως για λίγο το φαγητό, το ποτό και όλα τα σχετικά και ας επικεντρωθούμε σε αυτό το «αποθνήσκομεν». Και αν μεν δεν ενδιαφερόμαστε πια για τους εαυτούς μας τουλάχιστον ας σκεφτούμε για μια στιγμή τους επόμενους, αυτούς που για κάποιους από εμάς είναι παιδιά μας και το τι θα τους αφήσουμε ως παρακαταθήκη. Το παράδειγμα κάποιων που παραιτήθηκαν πριν καλά – καλά αρχίσουν να αγωνίζονται; Η εκείνων που αγωνίστηκαν όσο τους επέτρεπαν οι ανθρώπινες δυνάμεις τους φροντίζοντας επίσης έτσι να κάνουν τον δικό τους αγώνα λίγο ευκολότερο;

Σε αυτό το σημείο είναι ίσως χρήσιμο να σκεφτούμε και ότι η τόση προσήλωση στις διδαχές των επικούρειων έχει κάνει σχεδόν τους πάντες να μη θυμούνται καν το «αντίπαλον δέος» τους, τους στωικούς. Οι στωικοί όμως δεν ήταν σοβαροφανείς, αυστηροί και ολίγον…μαζοχιστές πουριτανοί όπως συνήθως παρουσιάζονται, υπήρχε μια εξαιρετικά συγκροτημένη θεώρηση πίσω από την παροιμιώδη εγκράτεια τους, ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα που σε πολλά σημεία του ήταν αξιοσημείωτα κοντινό με τον βουδισμό. Τυχαία ή μη αυτό φαίνεται ακόμα και από το όνομα του σημαντικότερου εκπροσώπου της τελευταίας φάσης της σχολής τους και κορυφαίου μάλλον εκφραστή των ιδεωδών τους ο οποίος λεγόταν Επίκτητος. Οπως ακριβώς δηλαδή επίκτητα είναι πολλά από τα κακά και όλα σχεδόν τα καλά στοιχεία τα οποία ίσως να προκαλούνται από την προσωπικότητα του ανθρώπου αλλά επισωρεύονται σε αυτήν προσδίδοντας του έτσι την ολοκληρωμένη πλέον ταυτότητα του. Ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία είναι και η δύναμη για διεκδίκηση, για να διεκδικείς ό,τι αδίκως σου στερούν ή απλά σου είναι αναγκαίο. Αν και στην βάση της πράξη δικαιοσύνης όμως η διεκδίκηση είναι με την σειρά της απαιτητική για τον άνθρωπο που την ασκεί, του θέτει μια σειρά από αιτήματα – με πρώτο το να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του – στα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν όλοι. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το θέμα μας;

Σημαίνει πολύ απλά ότι μπορεί μεν το πρόβλημα να μην είναι η οικονομία όπως είπε κάποτε ο Κλίντον αλλά δεν είναι ούτε η δεξιά, η απελπισμένη και δειλή κοινωνία που κωφεύει στα «θεόπνευστα» κηρύγματα σου, ούτε καν η ίδια η κρίση. Το πρόβλημα, τουλάχιστον από την Μεταπολίτευση και μετά, ήταν και τώρα είναι περισσότερο από ποτέ η βλακεία σου ηλίθιε! Η βλακεία που σε εγκλωβίζει μέσα στην «ιδεολογία» σου όχι σα να έχεις παρωπίδες αλλά σαν μέσα σε ψηλούς και αδιαπέραστους τοίχους, κάνοντας σε να μην μπορείς καν να δεις, πόσο μάλλον να εξάγεις συμπεράσματα από το παρελθόν, το παρόν και για αυτά που πρέπει να γίνουν για το μέλλον.

Ας ξεκινήσουμε από τα περασμένα, όχι λόγω παρελθοντολαγνείας όπως η δική σου αλλά επειδή εκεί βρίσκονται πάντα οι ρίζες και οι απαρχές των λαθών. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν κανενός είδους λαϊκή εποποιία. Ήταν το απίστευτο, εξωφρενικό σφάλμα του μοναδικού λαού στον κόσμο που ήταν τόσο ανόητος ώστε να βγει διαλυμένος όπως και οι υπόλοιποι από έναν παγκόσμιο πόλεμο μόνο για να χωριστεί σε δυο κομμάτια καθένα από τα οποία στράφηκε με μίσος εναντίον του άλλου προσπαθώντας με μανία να το εξοντώσει. Πού νομίζεις ότι βρίσκονται τα σπέρματα της εκδικητικής πολιτικής κουλτούρας την οποία ανέφερα παραπάνω; Μπορεί ήδη από την επανάσταση του ’21 να αλληλοσκοτώνονταν αλλά τουλάχιστον εκείνοι έμεναν το πολύ σε μιαν ανταπόδοση της μεμονωμένης δολοφονίας, εκεί τελείωνε αυτή η βλακώδης βεντέτα που όμοια της, αξίζει να το υπογραμμίσουμε, δεν βρίσκουμε στην Ιστορία καμίας άλλης χώρας αλλά μόνο στην μαφία, στην σικελική Καμόρα, σε ένα πεδίο δηλαδή του κοινού ποινικού δικαίου και όχι οποιασδήποτε λελογισμένης πολιτικής πρακτικής.

Αν αποδεχτείς αυτό μπορείς νομίζω να το κάνεις και για όλα τα συνεπαγόμενα. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ζωές που τελείωσαν ή καταστράφηκαν εξόριστες στα ξερονήσια και σε εκείνες που περατώθηκαν πρόωρα στην πηγάδα του Μελιγαλά και σε κάθε άλλη, στα έκτακτα στρατοδικεία και την ΟΠΛΑ, το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης και αυτό που έκανε ο ΕΛΑΣ ο οποίος ήταν κανονικός στρατός και μάλιστα από τους πλέον σκληροτράχηλους και ανηλεείς απέναντι στους αντιπάλους του και όχι φιλανθρωπική οργάνωση για την πρόοδο μιας κατεστραμμένης χώρας. Όλα, μα όλα αυτά είναι τεράστια, παράλογα λάθη, αρκετά από αυτά και εγκλήματα με όλη την έννοια και σημασία της λέξης και τα μισά περίπου (οι ανθρώπινες ζωές δεν μπαίνουν σε ζυγαριά!) δικά μας, του «χώρου μας». Τι δεν καταλαβαίνεις; Το να το δεχτεί κανείς δεν είναι ούτε προδοσία ούτε τίποτα άλλο αλλά απλό δείγμα κοινής λογικής και η αναγνώριση μιας απoλύτως επιβεβαιωμένης ιστορικής αλήθειας, η παραδοχή της ίδιας της πραγματικότητας.

Περνώντας στο σήμερα, γιατί άραγε ο Τραμπ είναι χειρότερος από τον, έτσι και αλλιώς φίλο του και στυγνό δικτάτορα, Πούτιν ή και από την χωμένη μέχρι πάνω από το κεφάλι μέσα στο πιο σκληροπυρηνικό, το πιο σκοτεινό αμερικανικό κατεστημένο Χιλαρι Κλίντον; Είναι μόνο το γεγονός ότι είναι ένας επηρμένος αλαζών και πιθανότατα παράφρων εκείνο το οποίο τον κάνει πιο επικίνδυνο από τους περισσότερους άλλους όμως αυτό είναι θέμα μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας και των διαταραχών της και όχι οποιασδήποτε πολιτικής θέσης του που άλλωστε την απορρίπτει σε μεγάλο ποσοστό ακόμα και το ίδιο του το κόμμα, οι Ρεπουμπλικανοί.

Ας έρθουμε όμως και σε ένα πολύ πιο κοντινό μας ζήτημα και για αυτό θα μιλήσω, για μια και μοναδική φορά, προσωπικά. Από την στιγμή που άρχισα να έχω πλήρη συνείδηση του εαυτού μου αισθάνομαι και είμαι διεθνιστής, η Ελλάδα είναι απλώς το μέρος όπου γεννήθηκα και ζω αλλά τόπος μου είναι ολόκληρος ο πλανήτης και ομοεθνείς μου όλοι οι άντρες και οι γυναίκες που ζουν επάνω σε αυτόν και φυσικά το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε πρόσφυγα ή και απλό μετανάστη, από όπου και αν προέρχεται και όπου και αν κατευθύνεται. Οχι όμως μόνο δεν με εμποδίζει το γεγονός ότι είμαι διεθνιστής αλλά αντίθετα αυτό ακριβώς με κάνει να μπορώ να δω καθαρά ότι υπάρχει κάτι πολύ λάθος, κάτι πολύ στραβό στο να κατευθύνονται – από συμφέροντα τόσο μεγάλα και σκιώδη ώστε όχι μόνο δεν ξέρουμε ποια και ποιων είναι αλλά πολύ πιθανόν να μην το μάθουμε ποτέ – τόσο μεγάλοι αριθμοί προσφύγων σε μια τόσο μικρή χώρα η οποία αδυνατεί πλέον να θρέψει τους μόνιμους κατοίκους της.

Ούτε μπορώ να υποτιμήσω το γεγονός ότι ανάμεσα σε αυτούς τους πρόσφυγες αναμφίβολα βρίσκονται και εκπρόσωποι του ακραίου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, είτε του ISIS είτε άλλοι, άρα και εν δυνάμει τρομοκράτες, άνθρωποι που στο όνομα μιας φανατικής θρησκευτικής δοξασίας δεν σέβονται οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή και πριν από όλες την δική τους. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο ακραίος νεο-φονταμενταλισμός, πέραν από τα απάνθρωπα δικά του κίνητρα, ολοφάνερα επίσης εκπορεύεται από ακόμα μεγαλύτερα και πιο άδηλα συμφέροντα και επιδιώξεις και μάλιστα σε ένα τόσο ρευστό γεωπολιτικό τοπίο το οποίο ήδη επαναχαράσσεται και ξαναμοιράζεται σε ζώνες ελέγχου και όχι απλά επιρροής. Και δεν νομίζω ότι με κάνει ούτε στο ελάχιστο λιγότερο ανθρωπιστή αν πω ότι με διαλυμένες προ πολλού τις υποδομές υγείας και πρόνοιας, σε αρκετά μεγάλο βαθμό ακόμα και αυτές της παιδείας, της χώρας το να δίνονται τετρακοσάρια ευρώ – από όπου και αν προέρχονται – στους πρόσφυγες είναι τουλάχιστον προκλητικό, αν όχι εκνευριστικό. Και το πόσο μπορεί να εκνευρίσει ή και να εξοργίσει ομάδες πολιτών που ήδη βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης σπρώχνοντας τους και οικειοθελώς πλέον να γίνουν βορά στα ρατσιστικά και ξενοφοβικά νύχια της Χρυσής Αυγής το κάνει και εξαιρετικά επικίνδυνο.

Να μιλήσουμε όμως λίγο και για το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον; Αλλά για να το κάνουμε πρέπει να αποδεχθείς κάτι ακόμα, τόσο απλό όσο και ότι ένα και ένα κάνουν δύο. Ο σοσιαλισμός, κομουνισμός ή όπως αλλιώς θέλεις να τον αποκαλέσεις προϋποθέτει όχι τόσο την κοινοκτημοσύνη αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, την έλλειψη ιδιοκτησίας. Αυτή δοκιμάστηκε στην πράξη, επιβλήθηκε έστω, σε κάποιες χώρες που μετά από εβδομήντα περίπου χρόνια το σύστημα τους κατέρρευσε ταχύτατα και παταγωδώς, σαν τραπουλόχαρτα. Και αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των λαών τους ουσιαστικά ποτέ δεν το αποδέχθηκε, δεν του άρεσε αλλιώς θα το είχε υπερασπιστεί και δεν θα το είχε αφήσει να καταπέσει τόσο εύκολα και γρήγορα.

Αφού λοιπόν αυτό δοκιμάστηκε στην πράξη για τόσο χρόνο και δεν λειτούργησε πρέπει να δεχθούμε ότι αυτό που επικράτησε, έστω «νίκησε» αν το προτιμάς έτσι, είναι ο καπιταλισμός. Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι όλοι λειτουργούμε εντός αυτού, υποχρεωτικά αφού αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει και το βλέπουμε, έστω και αν πρόκειται για τον πιο στυγνό, σκληρό, απάνθρωπο καπιταλισμό που υπήρξε ποτέ, στην ύστερη μεν αλλά καθόλου σίγουρα και τελευταία φάση του. Και ο καπιταλισμός, όπως και οτιδήποτε άλλο και ακόμα πιο πολύ μετά από αιώνες εφαρμογής του, έχει τους νόμους και τις αρχές του για να μπορεί να λειτουργεί σωστά ως τέτοιος.

Και ο πρώτος από αυτούς τους νόμους είναι ότι συνεπάγεται και εξαρτάται από τον καταναλωτισμό. Ναι, ας συμφωνήσουμε ότι δεν είναι απαραίτητο, αντίθετα μάλιστα είναι μάλλον επιζήμιο να είναι άκρατος αλλά καπιταλισμός χωρίς καταναλωτισμό (και στοιχειωδώς έστω ελεύθερο ανταγωνισμό, ας το υπογραμμίσουμε και αυτό) απλά δεν υφίσταται. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι η κατανάλωση είναι το μοναδικό καύσιμο της καπιταλιστικής μηχανής. Αυξημένη αγοραστική δύναμη σημαίνει περισσότερη ζήτηση, άρα και απαίτηση για μεγαλύτερη προσφορά, άρα επενδύσεις σωστών (και αυτό μπορεί να διασφαλιστεί με διάφορους τρόπους και προϋποθέσεις) καπιταλιστών, άρα θέσεις εργασίας. Το τελικό αποτέλεσμα λέγεται απλά ανάπτυξη και αν δεν φέρνει πάντα ευημερία τουλάχιστον ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών.

Αντίθετα χαμηλή αγοραστική δύναμη σημαίνει μειωμένη ζήτηση, άρα ελάττωση της προσφοράς με συνέπεια επιχειρήσεις που κλείνουν ή μεταφέρονται σε χώρες με πιο συμφέρουσες για αυτές συνθήκες και σε αμφότερες τις περιπτώσεις θέσεις εργασίας που χάνονται. Με μια κουβέντα ύφεση και αυτό, είτε το θέλουν κάποιοι ή όχι, μεταφράζεται πάντα σε φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού, ακόμα και εξαθλίωση των ήδη φτωχότερων τμημάτων της. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο, αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του και να δει τι συμβαίνει στη χώρα μας εδώ και επτά περίπου χρόνια.

Συμπέρασμα; Το πιο αριστερό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος στην Ελλάδα στην αρχή του 2017 είναι να υποστηρίζει με όλη του τη δύναμη και τη θέληση – και αυτό σημαίνει όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις – οτιδήποτε μπορεί να φέρει ανάπτυξη. Να ξεχάσουμε δηλαδή την Ιστορία, την παράδοση, τις αρχές, ακόμα και τις αξίες της αριστεράς, με ρωτάς; Τι εννοείς αλήθεια; Γιατί αν αυτό σημαίνει το ΕΑΜ, τον Γράμμο και το Βίτσι, την Βάρκιζα και τις εξορίες (όσο και αν σαν άνθρωπος λυπάμαι βαθύτατα για εκείνα τα οποία υπέστησαν όσοι/ες βρέθηκαν εκεί, εντελώς άδικα μάλιστα στην πλειοψηφία τους) τότε – και με το συμπάθειο που λένε – χ… για όλα αυτά!

Γιατί όλα αυτά δεν μου λένε απολύτως τίποτα. Εχουν να κάνουν με έναν άλλο αιώνα, μιαν άλλη εποχή και κυρίως με έναν άλλο κόσμο. Με έναν κόσμο που δεν έχει τίποτα, μα τίποτα το κοινό με τον σημερινό, αυτόν που ζούμε εμείς σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά (ήδη περισσότερο από όσο διήρκεσε ο «υπαρκτός», για σκέψου το λίγο αυτό). Αν θέλεις να με πεις οπορτουνιστή ή ακόμα και προδότη κάνε το, αδιαφορώ γιατί ποτέ δεν έδωσα εξετάσεις «αριστερής ορθότητας» ούτε ιδεολογικά διαπιστευτήρια και δεν πρόκειται φυσικά να το κάνω τώρα. Θα σου απαντήσω μόνο ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι ρεαλιστής και θα σου προτείνω – προσοχή, δεν στο επιβάλλω – να γίνεις και εσύ, έστω λίγο, όσο είναι αναγκαίο.

Αν αποφασίσεις να με ακούσεις, έστω να το δοκιμάσεις, θα αντιληφθείς ίσως ότι ο αληθινός αριστερός της εποχής μας πριν από όλα δεν αποκαλεί τον εαυτό του…αριστερό, όχι τουλάχιστον με την έννοια που είχε αυτή η λέξη στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα και ειδικά στην Ελλάδα. Αν το πράξεις και αυτό τότε σίγουρα θα καταλάβεις πόσο απαραίτητο είναι να απεγκλωβιστείς από μιαν ιδεολογία που πλέον σου κλείνει τους ορίζοντες αντί να τους διευρύνει. Δεν σου λέω να ενστερνιστείς και να αγαπήσεις τον καπιταλισμό βλάκα, αυτό νομίζεις μήπως ότι κάνω εγώ; Εξακολουθώ να θεωρώ τον καπιταλισμό και τον υλισμό (μαζί όμως και τον «ιστορικό», εντάξει;) το χειρότερο δεινό της ανθρωπότητας και την άμεση ή έμμεση αιτία για τους πολέμους και οτιδήποτε άλλο αρνητικό και άσχημο της έχει συμβεί διαχρονικά στην πορεία της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είμαι και τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι σε αυτό το ιστορικό στάδιο – ή και σε οποιοδήποτε άλλο, για να σου πω την αλήθεια – μπορείς να τον πολεμήσεις με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρά μόνον εκ των έσω του.

Αυτό που σου προτείνω λοιπόν είναι να ξεφύγεις από το, πριν από οτιδήποτε άλλο αφόρητα παρωχημένο, γράμμα του μαρξισμού και να κρατήσεις και να μείνεις μόνο στο πνεύμα του. Αν το κάνεις θα διαπιστώσεις εύκολα ότι ο Μαρξ πριν από όλα εκκινούσε από την αγάπη του για τον συνάνθρωπο παρά το μίσος για οποιονδήποτε αντίπαλο του. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για αυτό από το ότι ο κυριότερος συνεργάτης του ήταν ο εκατομμυριούχος εργοστασιάρχης Ενγκελς. Μήπως λοιπόν μέσα στο τόσο πολύ «ταξικό μίσος» από τις περισσότερες αριστερές κατευθύνσεις προς κάθε άλλη, ακόμα περισσότερο δε μετά τις εκλογές του ’12, έχεις χάσει ή ξεχάσει την αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον σύντροφο, τον συναγωνιστή, τον φυσικό σου σύμμαχο, αν το θέλεις έτσι; Έστω και αν η απόχρωση του λαβάρου του είναι λίγο διαφορετική, περισσότερο ή και λιγότερο έντονα κόκκινη από του δικού σου…

Αρα λοιπόν, αν και των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν… είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Στον οποιονδήποτε «βασιλέα», ακόμα και τον εκλεγμένο, οποιονδήποτε άρχοντα, οποιονδήποτε ασκούντα εξουσία. Και αυτό σημαίνει, πριν από όλα, ότι πρέπει κάποτε – και όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο – να σταματήσει να ανεμίζει την όποια ιδεολογία του με καμάρι και υπερηφάνεια σαν σημαία αλλά και ως άλλοθι, να πάψει να καλύπτεται πίσω της και να αρχίσει επιτέλους να επιτελεί ουσιαστικά το έργο του που είναι το να διαχειρίζεται. Αυτό είναι στις παρούσες συνθήκες όχι το βασικό αλλά το μόνο ζητούμενο από εκείνον, αυτό είναι το σημαντικότερο διακύβευμα και πάνω σε αυτό άλλωστε θα κριθεί, από τους συμπολίτες του τους οποίους εκπροσωπεί και καλείται να συντονίζει.

Το να το κάνει όμως αυτό εξαρτάται και επαφίεται σε εσένα, εμένα, όλους μας. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, λένε οι χριστιανοί. Είτε πιστεύεις είτε όχι κράτησε το εύχεσθε και ακόμα περισσότερο το γρηγορείτε ώστε να γίνονται οι περισσότερες τουλάχιστον ευχές σου πραγματικότητα. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε και να προσέχουμε για να μην ξεφεύγουν τα πράγματα από τα χέρια αυτών που τα ελέγχουν, είτε είμαστε από εκείνους οι οποίοι τους επέλεξαν για να το κάνουν είτε όχι. Οφείλουμε να τους ελέγχουμε και η δημοκρατία, με όλα τα ελαττώματα και τις ελλείψεις της, μαζί με την λογική μας παρέχουν αρκετούς τρόπους για αυτό. Εκείνοι έχουν το χρέος και το καθήκον τους και αυτό είναι το δικό μας, αν με αντιλαμβάνεσαι…

Και ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους ελέγχου είναι και το αναλογιστούμε αν εδώ και πολλά χρόνια διαπράττουμε ένα ακόμα και κεφαλαιώδες λάθος. Μήπως είναι μάταιο, αδύνατο να ζητάμε από μια κοινωνία που έχει ήδη καταρρεύσει και κάθε είδους συνεκτικός ιστός της έχει διαλυθεί να αντισταθεί και να συνεχίσει να αγωνίζεται για το κοινό καλό και, ακόμα περισσότερο, να διαμορφώσει έτσι τα μέλη της, τους πολίτες ώστε να το κάνουν; Μήπως η μοναδική πλέον λύση είναι να αντιστρέψουμε την διαδικασία; Να διαμορφώσουμε δηλαδή τέτοιες προσωπικότητες, τέτοιες ατομικές μονάδες ώστε να σχηματίσουν ένα κοινωνικό σύνολο (και κατά προέκταση αυτούς που θα το κυβερνούν, θα διαχειρίζονται με σώφρονα τρόπο δηλαδή τα ζητήματα του, στο μέλλον) καλύτερο, ανθεκτικότερο και δυνατότερο από το υπάρχον; Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει παρά αρχίζοντας καθένας και καθεμία από την πρώτη μονάδα που έχει στην διάθεση του, τον ίδιο τον εαυτό του/της. Και δεν υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για αυτό από την ξεκίνημα μιας νέα χρονιάς….

Ας είναι λοιπόν το 2017 όχι γενικά και αόριστα «καλό» αλλά πραγματικά καλύτερο. Με υγεία πριν από όλα και με όχι απλά σκέψη αλλά περίσκεψη, περισσότερη αυτογνωσία, προσωπική ανεξαρτησία από οτιδήποτε δεσμεύει και περιορίζει καθένα/καθεμία που ίσως κάποτε οδηγήσει και στην συλλογική αυτοτέλεια με κάθε έννοια, όσο το δυνατόν λιγότερες ψευδαισθήσεις και αντίστοιχα περισσότερη πραγματικότητα και με λίγο ή και πολύ περισσότερη αγάπη. Αγάπη για όλους τους υπόλοιπους η οποία όμως φυσικά και αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τον εαυτό μας….Ας τον αγαπήσουμε επιτέλους ή ας τον αγαπήσομε λίγο περισσότερο. Γιατί πώς είναι δυνατόν να αγαπήσουμε οποιονδήποτε άλλον αν δεν αγαπάμε αυτόν αλλά και, ακριβώς το αντίστροφο, πώς μπορεί να μας αγαπήσει οποιοσδήποτε αν πρώτα εμείς οι ίδιοι δεν αγαπάμε τον εαυτό μας; Διπλό άτοπο, όπως θα λέγαμε και στα μαθηματικά.

Και το πρώτο πράγμα που θα συνειδητοποιήσουμε αν αρχίσουμε να αγαπάμε αληθινά τον εαυτό μας έχει πάρα πολύ άμεση σχέση με όλα τα δυσάρεστα που βιώνουμε τα τελευταία επτά χρόνια και το πως τα αντιμετωπίζουμε ή μάλλον δεν καταφέρνουμε να το κάνουμε. Θα κατανοήσουμε ότι η ανθρώπινη ζωή, η δική μας και κάθε άλλη, είναι πάρα πολύ σύντομη για να την αφιερώνουμε και να περιμένουμε να δικαιωθεί και να πραγματωθεί με την δικαίωση και την πραγμάτωση, επί της ουσίας δηλαδή την επικράτηση, της όποιας ιδεολογίας. Πολύ περισσότερο δε όταν το τίμημα για αυτό είναι να στερούμαστε από οτιδήποτε επιθυμούμε – εντέλει ακόμα και να αφαιρούμε από τον εαυτό μας το ίδιο το δικαίωμα του να επιθυμεί – και, ακόμα χειρότερα, από την λίγη χαρά της ζωής η οποία μας αναλογεί και την απλή, αναγκαία ελπίδα ότι αυτή η χαρά θα γίνει κάποτε λίγο περισσότερη. Γιατί μπορείς και αξίζει να αγωνίζεσαι μόνο για κάτι που αγαπάς και σου αρέσει και σου δίνει για αντάλλαγμα λίγη χαρά, κάτι το οποίο απολαμβάνεις και δεν είναι για εσένα ένα αφόρητο βάρος. Ας το κατανοήσουμε επιτέλους αυτό πριν είναι πολύ αργά, για την ζωή καθενός/καθεμίας μας προσωπικά και της κοινωνίας μας συλλογικά…

https://www.youtube.com/watch?v=_EZ2212FKQ4