Περί γενικευμένης απληστίας…

SONY DSC(Μην σας πτοήσει η μεγάλη διάρκεια του, ακούστε το διαβάζοντας τους στίχους γιατί έχουν πολύ μεγάλη σχέση με το κείμενο που ακολουθεί. Από το «Animals» του 1977, αν δεν το ξέρετε και θέλετε να το μάθετε.)

https://www.youtube.com/watch?v=qiaF4kuxJco

Δεν ξέρω αν είναι φαινόμενο ή σύμπτωμα της ύστερης φάσης του καπιταλισμού στην οποία ζούμε αλλά αρκετοί ειδικοί επιστήμονες/ερευνητές έχουν διαπιστώσει κάτι ήδη πριν το δω εγώ στην καθημερινότητα γύρω μου. Πολλοί, οι περισσότεροι ίσως, άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μιαν απληστία για τα υλικά αγαθά και προφανώς πριν και πάνω από όλα για το μέσο για την απόκτηση τους, τα χρήματα, η ζωή τους δηλαδή είναι λίγο – πολύ αφιερωμένη στο κυνήγι τους, διακρίνονται και από μια γενικότερη, συνολική απληστία. Είναι δηλαδή το ίδιο άπληστοι και στις όποιες σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους και όχι μόνο στις επαγγελματικές όπως θα ήταν αναμενόμενο αλλά και σε αυτές με τους/τις συντρόφους και συζύγους τους, την οικογένεια τους, τα παιδιά τους ή ακόμα και τους φίλους τους (χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι για καθένα/καθεμία τους ισχύει το ίδιο για όλα αυτά τα είδη σχέσεων, το για ποιες και σε ποιον βαθμό διαφέρει ανάλογα με την προσωπικότητα και τις συνθήκες ζωής του/της).

Ως «απληστία» σε αυτή την περίπτωση ορίζουμε κάποιος/α να θέλει να παίρνει πολλά, όσο γίνεται περισσότερα (τα οποία συνήθως τα αναγνωρίζει ως τίποτα ή ελάχιστα και για αυτό, άμεσα ή έμμεσα, ζητεί ή μάλλον απαιτεί όλο και πιο πολλά) από τον άλλο ενώ αντίστοιχα ο/η ίδιος/α δίνει πάρα πολύ λίγα ή και απολύτως τίποτα. Αυτό περιλαμβάνει οτιδήποτε δίνουν – και παίρνουν – οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο, συναισθήματα, κατανόηση, υποστήριξη, θετική διάθεση, λίγη χαρά, το σεξ (το να μην σε απασχολεί δηλαδή μόνον η δική σου απόλαυση ή και απλή εκτόνωση αλλά να ενδιαφέρεσαι και για το τι χρειάζεται ο άλλος, να τον βλέπεις δηλαδή ως αυτό που είναι, ο/η σύντροφος σου στην ερωτική πράξη και όχι το μέσο για την δική σου ικανοποίηση) καταλήγοντας, στην πιο καθημερινή του διάσταση, ακόμα και στα υλικά αγαθά, αν υφίσταται και αυτό ανάμεσα τους.

Αν τώρα ίσως φαίνεται παράξενο να αντιμετωπίζει κανείς τις ανθρώπινες σχέσεις με τον ίδιο τρόπο που το κάνει για τα χρήματα, θεωρώντας δηλαδή ότι όσα έχει ο ίδιος δεν είναι ποτέ αρκετά και αδιαφορώντας για το αν οι άλλοι έχουν οτιδήποτε, για την ακρίβεια περιφρονώντας ακόμα και τις βασικότερες ανθρώπινες ανάγκες τους, αξίζει να θυμηθούμε τα – έστω κατά την καθολική εκκλησία του Μεσαίωνα – περιβόητα «επτά θανάσιμα αμαρτήματα». Αυτά δηλαδή που, κατά μιαν έννοια, πηγάζουν από το διόλου τυχαία χειρότερο τους, την αλαζονεία, το να πιστεύει κανείς ότι είναι ανώτερος/καλύτερος από τους υπόλοιπους και στα οποία δίπλα – επίσης διόλου τυχαία – στην ζηλοφθονία και την οκνηρία βρίσκουμε μαζί με την ίδια την απληστία και την λαγνεία.

Ακόμα και η πουριτανική – τότε δε ασύγκριτα περισσότερο από σήμερα – καθολική εκκλησία, παράδοξα ίσως, δεν συμπεριέλαβε στην λίστα αυτών των αμαρτημάτων την ίδια την σεξουαλική ηδονή. Το έκανε όμως για τη λαγνεία, την απληστία με άλλα λόγια για την συγκεκριμένη ηδονή, όχι μόνο το να επιδιώκει κάποιος/α όλο και περισσότερη μέχρι του σημείου κάποιες φορές να φτάνει να ζει μόνο για αυτήν αλλά και να τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η δική του απόλαυση και καθόλου το αν έστω νιώθει κάποια ο/η όποιος/α παρτενέρ του. Θεωρώ ότι, ακόμα και από συμβολικής μόνο πλευράς, η παρατήρηση αυτή, ειδικά φυσικά όταν μιλάμε για τις διαπροσωπικές σχέσεις, έχει πολύ μεγάλη σημασία και καλό είναι να την κρατήσουμε στο νου μας για την συνέχεια.

Προφανώς οι άπληστοι (και) στις σχέσεις τους άνθρωποι δεν μπορούν να λειτουργήσουν έτσι μόνοι τους. Χρειάζονται από την άλλη πλευρά την κατάλληλη για αυτό προσωπικότητα, ανθρώπους δηλαδή που όχι μόνο να δίνουν, να προσφέρουν γενναιόδωρα συνεχώς αλλά και να μην τους απασχολεί, αντίθετα ίσως και να θεωρούν φυσιολογικό το να μην λαβαίνουν τίποτα ως αντάλλαγμα. Για την πλειοψηφία εμάς των υπολοίπων αυτό δεν είναι απλά παράξενο αλλά και ανεξήγητο, ακόμα και εντελώς ακατανόητο. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να αποτιμά τόσο λίγο τον εαυτό του/της (να έχει τόσο χαμηλή αυτοεκτίμηση δηλαδή, για να το πούμε με την αληθινή επιστημονική του ονομασία) ώστε να μην θέλει κάτι, οτιδήποτε, έστω λίγο, πολύ λιγότερο από αυτό που δίνει, από τον άλλο; Και, συγκεκριμένα στις διαπροσωπικές σχέσεις, δεν καταλαβαίνει ότι στην πορεία είναι σαν να παρακαλεί, να ικετεύει, στο τέλος σχεδόν να…ζητιανεύει για αυτά που θα έπρεπε να του δίνει αυθόρμητα ο άλλος και βέβαια δεν του τα δίνει αλλά και ούτε θα του τα δώσει ποτέ; Υπάρχει άραγε πιο ύστατη, χειρότερη (αυτο)ταπείνωση, πιο απόλυτη κατάλυση και του τελευταίου ίχνους αυτοσεβασμού; Γιατί λοιπόν οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε να υποβάλλει τον εαυτό του/της σε αυτό;

Κατά την άποψη πολλών ασύγκριτα ειδικότερων από εμένα αλλά και την προσωπική μου η κυριότερη αιτία για αυτό είναι η έλλειψη εσωτερικής δύναμης. Όλοι οι άνθρωποι που συμπεριφέρονται με αυτόν τον – φριχτό, κυριολεκτικά απάνθρωπο, αν τους το έκανε άλλος/η, όπως εύκολα θα καταλάβαιναν και οι ίδιοι/ες αν μπορούσαν να το σκεφτούν λίγο καθαρά – τρόπο στον εαυτό τους διαθέτουν πολύ λιγότερη εσωτερική δύναμη ακόμα και από τον μέσο όρο ημών των υπολοίπων. Πάνω σε αυτό πατάνε, αυτό ακριβώς εκμεταλλεύονται οι άλλοι, οι «άπληστοι» και αυτό επίσης είναι που κάνει την συμπεριφορά τους τόσο απαράδεκτη για τα μέτρα ζωής του σημερινού ανθρώπου και τους/τις ίδιους/ες την χαμηλότερη ίσως βαθμίδα του είδους μας. Γιατί η εσωτερική αδυναμία, το λέει και η ίδια η λέξη, είναι μια ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων και όχι, ποτέ και για κανέναν λόγο, ένα ελάττωμα με βάση το οποίο οποιοσδήποτε/οποιαδήποτε μπορεί αλαζονικά να τους θεωρεί κατώτερους/ες του/της! Με ποιον διεστραμμένο συλλογισμό και από πού αντλεί αυτό το ανύπαρκτο αναθεματισμένο «δικαίωμα»;

Οπως και αν έχει όμως είναι αυτή η αδυναμία που τους κάνει να ανέχονται, σε ορισμένες περιπτώσεις δυστυχώς ακόμα και να επιδιώκουν, αυτή την άθλια συμπεριφορά. Οι ίδιοι/ες βέβαια αγνοούν ή και υποκρίνονται ότι δεν γνωρίζουν τον, τελικά τόσο καθοριστικό για την ίδια την ζωή τους, παράγοντα της αδυναμίας. Η δικαιολογία – ή ίσως, για κάποιους/ες από αυτούς/ές και η αιτία – που δίνουν για το τι δέχονται και ακόμα περισσότερο για το τι κάνουν στον εαυτό τους, έστω και αν αυτό έχει ξεφύγει από τα όποια φυσιολογικά όρια, είναι πάντα τα συναισθήματα τους. Όμως, είτε το ξέρουν είτε όχι και ανεξάρτητα από το αν το παραδέχονται, η ανθρώπινη γνώση έχει προοδεύσει απίστευτα πολύ σε σχέση όχι μόνο με έναν αιώνα αλλά ακόμα και με τριάντα χρόνια πριν. Μπορεί η εποχή μας να έχει πολλά αρνητικά αλλά είναι και αυτή κατά την οποία η ανθρώπινη διάνοια κάνει μέσα σε μια δεκαετία άλματα που στο παρελθόν χρειάζονταν ολόκληρους αιώνες για να γίνουν.

Έχουμε πλέον στην διάθεση μας όχι απλά λογικές αλλά και επιστημονικές μεθόδους και τρόπους για να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε όλη την γκάμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων, από τα πιο θετικά μέχρι τα πλέον αρνητικά και από τα βασικά και απλούστερα μέχρι τα πιο περίπλοκα. Και ένα από τα πρώτα συμπεράσματα που εξήχθησαν χάρη σε αυτή την γνώση είναι ότι η «αγιοποίηση» των συναισθημάτων, η αναγόρευση του θυμικού στον ιερό πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης την οποία υποστήριζε το κίνημα του ρομαντισμού για παράδειγμα και τόσες άλλες θέσεις και απόψεις στην πορεία της ανθρωπότητας, κάθε άλλο παρά ήταν απόλυτα σωστή και ένας κανόνας δίχως την παραμικρή εξαίρεση,. Όσο αλήθεια είναι ότι από ορισμένα συναισθήματα προκύπτουν τα καλύτερα στοιχεία της ανθρώπινης ζωής άλλο τόσο είναι ότι από μερικά άλλα πηγάζουν κάποια από τα χειρότερα δεινά της. Τι σημαίνει αυτό για την περίπτωση τους και πώς τους το εξηγείς;

«The spirit fights to find its way…»

Ας ξεκινήσουμε από την…αρχή, από το χρονικό ορόσημο που ο Διαφωτισμός έβγαλε – δικαιώνοντας το όνομα του – την ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του Μεσαίωνα και την εισήγαγε στη νεωτερική εποχή στην οποία ακόμα ζούμε (έστω και αν, κατά ορισμένους, βρισκόμαστε στην ύστερη πια φάση της την οποία μερικοί φτάνουν να αποκαλούν και μετα-νεωτερικότητα). Στη νεωτερική εποχή η ανθρωπότητα, το μεγαλύτερο τμήμα της τουλάχιστον, πορεύεται με βάση, πυξίδα και φάρο τις αρχές του Διαφωτισμού σε αυτό που συνήθως αποκαλείται «δυτικός πολιτισμός», αν και κάθε άλλο παρά περιορίζεται στην Δύση ή μόνο στο βόρειο ημισφαίριο. Το ορόσημο που εγκαθίδρυσε και καθιέρωσε τις αρχές του Διαφωτισμού ως κανόνες οι οποίοι διέπουν τις συγκροτημένες κοινωνίες φυσικά ήταν – παρά τα λάθη, τις ελλείψεις, ακόμα και τα εγκλήματα που, αναπόφευκτα ίσως όπως πάντα συμβαίνει στα πολύ σημαντικά ιστορικά γεγονότα, διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια της – η Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Στην Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Του Ανθρώπου Και Του Πολίτη που συνέταξαν οι εκπρόσωποι του επαναστατημένου γαλλικού λαού το ίδιο έτος αναφέρονται για πρώτη φορά τρεις λέξεις οι οποίες στη συνέχεια αποτελούν μέχρι και σήμερα το μότο της Γαλλίας (αλλά επίσης και της…Αϊτής!). Το «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» όμως ταυτόχρονα είναι και οι ακρογωνιαίες αξίες επάνω στις οποίες θεμελιώθηκε και εξακολουθεί να στηρίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα του δυτικού πολιτισμού και δεν είναι καθόλου παράξενο καθώς κωδικοποιεί, με θαυμαστή αληθινά λεκτική οικονομία, ένα πλαίσιο το οποίο καλύπτει μια ανεκτή και κυρίως αξιοπρεπή ζωή για κάθε άνθρωπο. Η ελευθερία είναι βέβαια η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου αμέσως μετά από εκείνες που εξασφαλίζουν την επιβίωση του και για αυτό και το θεμελιώδες δικαίωμα του. Η ελευθερία καθενός όμως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από οποιουδήποτε άλλου και φυσικά δεν μπορεί παρά να σέβεται εκείνη, όπως ακριβώς κάνει και για τον εαυτό της. Εξ ορισμού λοιπόν τελικά η ισότητα όλων μας πηγάζει μέσα από την προσωπική ελευθερία μας και έρχεται να την συμπληρώσει.

Αφού όμως όλοι εμείς, οι ελεύθεροι άνθρωποι, είμαστε απολύτως ίσοι δυνητικά είμαστε και «αδέλφια», όλοι και όλες με τους υπόλοιπους/ες, ακόμα και με όσους/ες δεν γνωρίζουμε και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ, έχουμε δηλαδή υποχρέωση και δικαίωμα να δείχνουμε σε όλους τους συνανθρώπους μας έμπρακτα την αλληλεγγύη μας, για οτιδήποτε και όπως και όσο μπορούμε σε κάθε περίσταση. Η τελευταία από τις τρεις έννοιες λοιπόν, η αδελφότητα, έρχεται όχι μόνο για να ολοκληρώσει το σχήμα των προηγούμενων δύο αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ίσως και να είναι σπουδαιότερη αυτών αφού είναι εκείνη που τους δίνει το πλήρες νόημα και σημασία τους. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι ήταν ακριβώς η ύπαρξη στο μότο της αδελφότητας το γεγονός που παρακίνησε μια Γαλλίδα δημοσιογράφο να γράψει το 1791 την Διακήρυξη Των Δικαιωμάτων Των Γυναικών Και Των Πολιτισσών. Το κείμενο αυτό, για πρώτη φορά στην Ιστορία της ανθρωπότητας, διεκδικεί και απαιτεί, διαμέσου της αδελφότητας, την πλήρη ισότητα ανάμεσα στο, έστω λίγο, μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης και το μικρότερο που ως τότε εθεωρείτο αξιωματικά το ανώτερο, πολύ πριν το όποιο φεμινιστικό κίνημα όχι φτάσει στις απαρχές της συγκρότησης του αλλά και υπάρξει ούτε καν ως σκέψη στα μυαλά των πρωτεργατριών του!

Για περίπου δυόμισυ αιώνες πλέον λοιπόν οι συμπεριφορές των ανθρώπων αλλά και οι μεταξύ τους σχέσεις καθορίζονται, οφείλουν τουλάχιστον να διέπονται, από αυτό το τρίπτυχο εννοιών. Το πρώτο λοιπόν λογικό επιχείρημα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς μιλώντας σε όσους/ες επιτρέπουν στους «υπερ-άπληστους» να κάνουν ό,τι κάνουν, σε εκείνους/ες που παραδίδουν τους εαυτούς τους βορά σε αυτά τα ανθρώπινα παράσιτα, είναι να τους επισημάνει ότι τα ίδιο ακριβώς θα έπρεπε να συμβαίνει και με τα συναισθήματα, τα δικά τους όπως και οποιοδήποτε άλλου. Γιατί αν καταλύσουμε αυτό το τρίπτυχο αξιών, αν έστω και μια τους απουσιάζει από κάθε ανθρώπινη συνδιαλλαγή ή ακόμα και συναλλαγή – για όσους/ες πιστεύουν ότι κάθε είδους ανθρώπινη σχέση είναι ένα αμοιβαίο και συνεχές δούναι και λαβείν – με τι θα τις αντικαταστήσουμε; Το μόνο που απομένει είναι αυτό που κυριαρχούσε σε πολύ παλαιότερες μορφές του πολιτισμού μας, δηλαδή «ο νόμος της ζούγκλας», με άλλα λόγια το δίκαιο του ισχυροτέρου. Και αυτό φυσικά δεν μπορεί να είναι αποδεκτό από το, αντικειμενικά σε αυτή την περίπτωση, κορυφαίο είδος που βρίσκεται στον πλανήτη και μάλιστα στην σημερινή εποχή, όταν έχουμε απόλυτη συνειδητοποίηση ότι βρισκόμαστε στο πλέον προωθημένο στάδιο της διανοητικής μας εξέλιξης.

Αν όμως αυτό το επιχείρημα δεν τους φαίνεται αρκετό υπάρχει και ένα άλλο, κατά τη γνώμη μου ακόμα σημαντικότερο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της νεωτερικής πια στο έπακρο εποχής μας είναι η μεγαλύτερη από ποτέ διασύνδεση του προσωπικού, του ατομικού με το συλλογικό, Πολλοί/ές από αυτούς/ές δηλαδή έχουν σαν βασική τους δικαιολογία το «τι σημασία έχει τι κάνω εγώ, ένας και μόνον άνθρωπος ανάμεσα στους τόσους;». Όταν όμως οι ανάλογες περιπτώσεις γίνονται όλο και περισσότερες, καθώς οι εφ’ όλης της ύλης άπληστοι αυξάνονται, αναγκαστικά θα στραφούμε σε κάθε μία από αυτές γιατί, μαζί με όλες τις υπόλοιπες, συναποτελούν ένα πολύ δυσάρεστο φαινόμενο. Και τότε δεν μπορείς να μην ρωτήσεις καθέναν/ία από εκείνους/ες που τρέφουν – δυστυχώς με την θέληση τους ή τουλάχιστον έτσι πιστεύουν – τις βδέλλες της ανθρώπινης ενέργειας τοι οποίες πολλαπλασιάζονται με ανησυχητικό ρυθμό, τους επόμενους δεν τους σκέφτεστε; Δεν σας απασχολεί τι παράδειγμα δίνετε στα παιδιά που πολύ ωραία μπορεί να είναι και τα δικά σας;

Ας υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον ένα παιδί σας, λόγω έλλειψης εσωτερικής δύναμης επίσης, βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση και σας ζητήσει όχι την συμβουλή – προσωπικά απεχθάνομαι αυτή την λέξη – αλλά απλά την γνώμη σας. Αν δεν μπορείτε να αντλήσετε από την δική σας εμπειρία για να το υποστηρίξετε τι θα έχετε άραγε να του προτείνετε; Να ακολουθήσει το παράδειγμα σας, να κάνει ό,τι και εσείς; Να υποχωρήσει όπως κάνατε και εσείς; Και για πόσο άραγε, για όλη του την ζωή όπως ίσως συνέβη με εσάς; Και στη συνέχεια, αν ένα δικό του παιδί αντιμετωπίσει κάτι ανάλογο, χωρίς πολλά – πολλά απλά να το ωθήσει να μιμηθεί τον/την ίδιο/α;

Καταλαβαίνετε πού  μπορεί να οδηγήσει μια τέτοια συμπεριφορά όταν διαιωνίζεται και βαίνει αυξανόμενη; Σε μια κοινωνία επίσης των «δύο τρίτων» αλλά διαφορετικού τύπου από την σημερινή στην οποία τους έχοντες και μη θα αντικαταστήσουν αντίστοιχα αυτοί/ές που μόνο παίρνουν και αυτοί/ές που μόνο δίνουν, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση και των μεν και των δε; Σε μια κοινωνία δηλαδή θυτών και θυμάτων; Μπορείτε να φανταστείτε ένα τέτοιο κόσμο; Θα σας άρεσε αλήθεια να ζείτε σε αυτόν, να έκαναν δηλαδή πάρα πολλοί εκείνο που κάνετε εσείς και να υφίσταντο τα ίδια με εσάς;

Και επειδή το συγκεκριμένο επιχείρημα πολύ δύσκολα επιδέχεται αντίρρηση το πιθανότερο είναι ότι σε αυτό το σημείο οι περισσότεροι/ες που υποχωρούν στις διαθέσεις των «απλήστων» να κατέφευγαν σε μιαν άλλη γραμμή άμυνας. «Δεν θέλω άλλη συζήτηση, μην προσβάλλεις τα συναισθήματα μου», πάλι αυτά μπροστά και υπεράνω όλων. Συνήθως ακολουθεί η τυπική επωδός όσων δεν έχουν πλέον να αντιτάξουν τίποτα στον συνομιλητή τους, «μην με κρίνεις και μην εισβάλλεις στην ζωή μου». Ποιος έκρινε οποιονδήποτε και εισέβαλλε στην ζωή του; Και κάπου εδώ έρχεται το γνωστό σύνδρομο της «επίθεσης – σε αρχαιότερες εποχές και θανάτωσης – στπν αγγελιοφόρο δυσάρεστων ειδήσεων» με την υποσυνείδητη ευχή (ή και ελπίδα) ότι έτσι τα όποια δυσάρεστα θα πάψουν να υφίστανται. Κάτι που προφανώς δείχνει τον βαθμό σύγχυσης και απώλειας αυτοελέγχου που διακατέχουν οποιονδήποτε/οποιανδήποτε αντιδρά έτσι καθώς αδυνατεί να συλλάβει τον τρομερό παραλογισμό ο οποίος ενυπάρχει σε αυτό που κάνει εκείνη την στιγμή αφού οτιδήποτε δυσάρεστο υπάρχει ανεξάρτητα από το αν κάποιος το μεταφέρει, το κοινοποιήσει ή το ανακοινώσει ή όχι.

Όταν ο Μιχάλης Κατσαρός συμπεριλάμβανε στο ποίημα «Η διαθήκη μου» από την εμβληματική συλλογή του 1953 «Κατά Σαδδουκαίων» τον στίχο «ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ/αντισταθείτε» ήταν όχι μόνο λογικό και θεμιτό αλλά ακόμα και ηθικά σωστό. Αναφερόταν σε έναν κόσμο και ιδίως στην Ελλάδα όπου επικρατούσε κάτι τόσο υποκειμενικό, ρευστό και ασαφές όσο η ιδεολογία [βλέπε το παλαιότερο post 2010 + 7 μ. χ. (μετά χρεοκοπίας)]. Ο κόσμος που ζούμε σήμερα όμως δεν είναι απλά διαφορετικός, δεν έχει καμία σχέση με τον τότε, απέχει έτη φωτός από αυτόν. Τα πάντα στην εποχή μας τρέχουν με ιλιγγιώδεις πια ρυθμούς, από την ίδια την ζωή μας μέχρι οτιδήποτε την αφορά. Οι εξελίξεις των πραγμάτων είναι τόσο γρήγορες ώστε δημιουργούν συνεχώς νέα δεδομένα και συνθήκες. Συνέπεια αυτού είναι ότι τα αιτήματα αλλά και τα προβλήματα, τόσο για τα μέλη – την ζωή κάθε ανθρώπου – όσο και για το κοινωνικό σύνολο, τίθενται όλο και πιο επιτακτικά και έντονα. Γίνονται όλο και πιο σύνθετα ταυτόχρονα όμως και πια απτά και πρακτικά από ποτέ, ακόμα και όταν αφορούν στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.

Περισσότερα από εξήντα χρόνια όμως μετά ο σύγχρονος διανοητής/ρια είναι σε πολύ πιο πλεονεκτική θέση από αυτόν εκείνης της εποχής. Εχει στην διάθεση του όχι μόνον έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο πληροφοριών αλλά και πολύ περισσότερη εξειδικευμένη και διακριβωμένη γνώση και, χάρη στην τεχνολογία, σε απίστευτα σύντομο χρόνο. Επιστημονικοί τομείς που τότε δεν υπήρχαν καν ή μόλις είχαν αρχίσει να συγκροτούνται ως γνωστικά αντικείμενα όπως η συγκριτική ψυχολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία – χωρίς να συνυπολογίσουμε την ανάπτυξη και εμβάθυνση της ψυχανάλυσης, της ψυχολογίας και ακόμα περισσότερο της κοινωνιολογίας – έχουν προχωρήσει και εξελιχθεί πάρα πολύ, όχι μόνον ως θεωρητικές διατυπώσεις αλλά και στην τεκμηρίωση τους, με εκτεταμένες έρευνες πεδίου αλλά και με μελέτες επαρκών ως προς την διαστρωμάτωση και τον αριθμό των μελών τους στατιστικών δειγμάτων.

Όλα αυτά συνεπάγονται πολύ απλά ότι μπορεί ίσως τα συμπεράσματα που εξάγουμε – ειδικά αν δεν είμαστε ειδήμονες στο υπό μελέτη φαινόμενο ή θέμα – να είναι το ίδιο υποκειμενικά όσο ήταν πάντα αλλά οι παρατηρήσεις και οι καταγραφές τους πλησιάζουν την αλήθεια της πραγματικότητας σε απόλυτο βαθμό, με πολύ μικρή πιθανότητα λάθους σε επιμέρους και συνήθως δευτερευούσης σημασίας ζητήματα. Έχω λοιπόν κάθε δικαίωμα να πω σε όποιον/α υποκύπτει στις διαθέσεις ενός/μιας από όσους/όσες ζουν στην κυριολεξία σε βάρος των υπολοίπων – γιατί μπορεί κανείς/καμία να το κάνει αυτό ακόμα και εντελώς εκτός της σφαίρας της ύλης – όχι, μην αντιστέκεστε σε εμένα γιατί δεν σας ιστορώ αλλά απλά παρατηρώ και καταγράφω αυτό που σας συμβαίνει. Αντισταθείτε στους, μικρότερους/ες ή μεγαλύτερους/ες, τυράννους του περιβάλλοντος και της καθημερινότητας σας. Περισσότερο όμως ίσως και από αυτούς/ές αντισταθείτε σε εκείνη την πλευρά σας που σχεδόν σας υποχρεώνει να τους/τις ανέχεστε. Σε αυτό το τμήμα σας από το οποίο πηγάζει ακόμα και ο υποσυνείδητος φόβος – ή μάλλον μια σειρά τέτοιων γιατί δεν είναι ο ίδιος σε κάθε περίπτωση – που πολύ συχνά είναι και εκείνο που τους δίνει την ευκαιρία, αν όχι και την αφορμή, για να σας εκμεταλλεύονται. Αντισταθείτε στην έλλειψη σεβασμού και εκτίμησης για τον ίδιο τον εαυτό σας. Εμπιστευθείτε τον επιτέλους και κυρίως πιστέψτε ότι αξίζει όσο ακριβώς και κάθε άλλος άνθρωπος, ούτε περισσότερο ούτε όμως και λιγότερο!

Υπάρχει όμως και κάτι που πολύ πιθανόν να μπορεί να σας βοηθήσει να το επιτύχετε αυτό. Σκεφτείτε ότι, ακόμα και αν αντικαθιστούσαμε τον ορθολογικό τρόπο ζωής με τον νόμο της ζούγκλας όπως σε πολύ μεγάλο βαθμό επιδιώκουν τα, ταυτόχρονα τόσο δειλά και γεμάτα κακία, «σκυλιά» που περιγράφει ο Roger Waters στο τραγούδι των Pink Floyd το οποίο αποτελεί την αρχή του post, τα κυριολεκτικά…κοπρόσκυλα της σημερινής κοινωνικής ζωής, τα πράγματα δεν θα ήταν καθόλου όπως ίσως τα φαντάζονται και σίγουρα θέλουν να τα παρουσιάζουν αυτά. Με μια κουβέντα τελικά κάθε άλλο παρά θα είχαμε εφαρμογή του δικαίου του ισχυρότερου, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό σε πρώτο επίπεδο.

Τα μεγάλα ζώα, τα αληθινά θηρία της ζούγκλας, όπως ο «βασιλεύς» λέων ή η επίσης βασιλική τίγρη, σκοτώνουν άλλα ζώα μόνο για να επιβιώσουν. Βγαίνουν για κυνήγι μόνον όταν πεινάσουν, ποτέ χωρίς λόγο. Τρώνε από το νεκρό θήραμα τους μόνον όσο για να χορτάσουν, όσο τους χρειάζεται για να συντηρηθούν και ποτέ περισσότερο, εγκαταλείποντας το υπόλοιπο εκτός αν έχουν μικρά παιδιά που δεν μπορούν ακόμα να κυνηγήσουν μαζί τους οπότε παίρνουν ένα μέρος του μαζί τους για να τα θρέψουν. Οπως και αν έχει όμως όταν εγκαταλείψουν το – σχεδόν ζεστό ακόμα – θήραμα τους θα είναι ακέραιο στο μεγαλύτερο τμήμα του και σίγουρα θα αναγνωρίζεται τι είδους ζώο είναι. Αξίζει να σκεφτούμε επίσης ότι την ίδια ακριβώς συμπεριφορά ως προς το πως κυνηγούν και διατρέφονται επιδεικνύουν και τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά όπως ο αυτοκρατορικός αετός.

Υπάρχουν όμως κάποια άλλα ζώα που ακολουθούν τα θηρία της ζούγκλας στο κυνήγι τους. Τα παρακολουθούν από μακριά, παραμονεύοντας, σχεδόν κρυμμένα και τρομαγμένα. Περιμένουν μέχρι τα θηρία να εντοπίσουν το θήραμα τους, να το θανατώσουν και να φάνε όσο από αυτό τους είναι απαραίτητο. Και μόνον όταν αυτά έχουν απομακρυνθεί αρκετά πλησιάζουν με την σειρά τους το κουφάρι του ζώου και αρχίζουν να τρώνε και εκείνα. Άπληστα, αχόρταγα, σαν να μην έχουν ξαναφάει ποτέ…Τόσο που, ακόμα και αν δεν είναι αγέλη αλλά μόνον δύο ή και ένα από αυτά, όταν επιτέλους αποφασίσουν να αφήσουν το νεκρό ζώο και να φύγουν τις περισσότερες φορές δεν έχει απομείνει από αυτά παρά ο σκελετός του, δίχως ίχνος σάρκας. Διόλου συμπτωματικά το ίδιο ακριβώς ισχύει και για το αντίστοιχο τους στην συνομοταξία των πτηνών, τα κοράκια, τα οποία άλλωστε πολύ συχνά τα συνοδεύουν, τρώγοντας ό,τι αφήνουν αυτά, ταυτόχρονα ή αμέσως μετά.

Οι ύαινες δεν κυνηγούν ποτέ οι ίδιες. Αδύναμες και δειλές ακολουθούν τους κυνηγούς της ζούγκλας και τρέφονται από τα αποφάγια τους τα οποία, άπληστες και αχόρταγες, τα καταβροχθίζουν ολόκληρα. Για αυτό και δεν τις πειράζει καθόλου να βρουν στον δρόμο τους νεκρό (ακόμα και μισοπεθαμένο ή βαριά τραυματισμένο) ζώο από άλλη αιτία, ασθένεια, γηρατειά ή και από κάποιου είδους ατύχημα, ακόμα και αν έχουν περάσει αρκετές ημέρες από τον θάνατο του και έχει ήδη αρχίσει η σήψη. Θα το κατασπαράξουν και πάλι ολόκληρο, μην αφήνοντας τίποτα, σαν να τρέφονται το ίδιο ή και περισσότερο από την ιδέα και την μυρωδιά του θανάτου παρά από το κρέας του ζώου, ενδεικτικό της μοχθηρής τους φύσης που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με την αυθεντική υπερηφάνεια, σχεδόν «λεβεντιά» θα μπορούσαμε να πούμε, των αληθινών και δυνατών θηρίων. Οπως επίσης τα κοράκια και πάλι τρέφονται μόνο με πτώματα, με ψοφίμια, σκουπίδια δηλαδή με την βιολογική έννοια, αδιαφορώντας και για το αν έχουν αρχίσει να σαπίζουν. Είναι οι μεγαλύτεροι, χειρότεροι και πιο βρομεροί σκουπιδοφάγοι όχι μόνο της ζούγκλας αλλά και – από κοινού με τα κοράκια – συνολικά στην φύση.

Οι κυνηγοί, οι οδηγοί και γενικά οι άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την ζούγκλα λένε ότι τα λιοντάρια, οι τίγρεις και τα άλλα αληθινά θηρία της δεν επιτίθενται ποτέ στον άνθρωπο. Τις ελάχιστες φορές που το κάνουν είναι γιατί κάτι τα έχει ταράξει πάρα πολύ, αισθάνονται ότι απειλούνται ή ακόμα και φοβούνται για την ζωή τους ή αυτή των μικρών τους αλλά αυτές είναι αληθινά πολύ σπάνιες. Αντίθετα αναφέρονται αρκετά περιστατικά επίθεσης υαινών σε ανθρώπους που φυσικά, αν καταφέρουν να τους σκοτώσουν, γίνονται το γεύμα τους, αν και προφανώς κάθε άλλο παρά περιλαμβάνονται στις μόνιμες και φυσιολογικές διατροφικές τους συνήθειες. Το γιατί (συμπίπτοντας, για άλλη μια φορά, με τα κοράκια) κάνουν την μοναδική εξαίρεση του να επιτίθενται σε ζωντανό ακόμα οργανισμό μόνο του είδους που βρίσκεται στην κορυφή της βιολογικής κλίμακας εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο για τους ζωολόγους. Η εξήγηση που δίνουν ορισμένοι από αυτούς είναι ότι οσφραίνονται την ακαθόριστη αλλά υπαρκτή μυρωδιά του φόβου η οποία υπάρχει σε οποιοδήποτε ζώο που κινδυνεύει και την γνωρίζουν πολύ καλά διότι την βιώνουν όταν τρώνε πτώματα στα οποία αυτή είναι ακόμα αισθητή, είναι ο υποσυνείδητος φόβος οποιουδήποτε ανώτερου οργανισμού όταν κινδυνεύει η συνέχεια της ύπαρξης του.

Οι άνθρωποι λοιπόν κινδυνεύουν από τις ύαινες ενώ από τα θηρία όχι. Για αυτό όμως και οι γνωρίζοντες την ζούγκλα λένε και κάτι ακόμα, μην πυροβολήσεις ποτέ θηρίο παρά μόνον αν έρχεται κατά πάνω σου, αν είσαι απολύτως σίγουρος ότι σου επιτίθεται. Αντίθετα αν δεις μιαν αγέλη ή και μία μόνον ύαινα να σε τριγυρίζει ή, ακόμα χειρότερα, να σε κοιτάζει απειλητικά περίμενε μέχρι να βρεθεί σε απόσταση βολής και τότε σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια και, χωρίς δισταγμό, πυροβόλησε. Απλά την προλαβαίνεις, της κάνεις πρώτος αυτό που θέλει να κάνει εκείνη σε εσένα.

Μεταφέροντας το αυτό από την ζούγκλα στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων και κοινωνιών και για τις «ύαινες» οι οποίες δυστυχώς κυκλοφορούν ανάμεσα μας διαπιστώνουμε ότι μια (τηρουμένων πάντα των αναλογιών, προφανώς και δεν προτρέπω οποιονδήποτε να γίνει δολοφόνος!) ανάλογη αντίδραση δεν είναι βέβαια κοινωνικός αυτοματισμός αλλά ούτε απλά πράξη αυτοάμυνας, δεν πηγάζει δηλαδή μόνον από το πλέον πρωταρχικό ανθρώπινο ένστικτο, εκείνο της αυτοσυντήρησης ή αλλιώς επιβίωσης. Ανταποκρίνεται και σε κάτι άλλο, σε μιαν έννοια που, σε μια παραλλαγή του μότο της Γαλλικής Επανάστασης, συμπληρώνει αυτές της ισότητας και της αδελφότητας, θεωρώντας ίσως ότι αυτές οι δύο μαζί συναποτελούν την ελευθερία.

Η δικαιοσύνη είναι επίσης μια πολύ σημαντική έννοια για τον ορθολογικό τρόπο ζωής. Πολύ πριν την δικαιοσύνη του όποιου νομικού συστήματος μάλιστα αυτή η οποία ενυπάρχει μέσα σε κάθε λογικό και με σεβασμό για τον εαυτό του και τους ομοίους/ες του ανθρώπινο ον. Είναι και αυτό, πριν από οτιδήποτε άλλο, ένα θεμελιώδες ένστικτο που όταν θίγεται δεν μπορεί να μην επαναστατήσει. Είναι αυτό επίσης που κάνει μερικούς/ές από εμάς οι οποίοι/ες, αφελώς ίσως, δεν αδιαφορούμε για το τι θα συμβεί όταν θα δεν θα είμαστε πλέον εδώ, νοιαζόμαστε όχι μόνο για το παρόν αλλά και για το μέλλον της ανθρωπότητας, να εξεγειρόμαστε ακόμα και στην σκέψη ενός κόσμου που θα αποτελείται από θύτες και θύματα. Και τότε κοιτάμε στο βάθος του ορίζοντα με σκοτεινό βλέμμα, τις γροθιές ασυνείδητα σφιγμένες και μέσα από τα ακόμα πιο σφιγμένα δόντια μας ξεφεύγει όχι ψίθυρος αλλά ένα μουγκρητό, όχι απειλής και ούτε εκδίκησης αλλά μιας οπλισμένης από την έμφυτη αίσθηση δικαίου μήνιδος:

-Δεν θα σας περάσει καταραμένες ύαινες, αν τολμάτε βγείτε από τις βρομερές τρύπες σας για να αναμετρηθείτε με τους αληθινούς ανθρώπους. Όσους και όσες δικαιούμαστε τουλάχιστον να αποκαλούμαστε έτσι…

Once I had my heroes

Once I had my dreams

But all of that is changed now

The truth begins again

The truth is not that comfortable, no

Mother taught us patience

The virtues of restrain

Father taught us boundaries

The knowledge we must go

I’m trying to protect my unity

That’s when I reach for my revolver

That’s when it all gets blown away

That’s when I reach for my revolver

The spirit fights to find its way

A friend of mine once told me

His one and only aim

To build a giant castle

And in it sign his name

Sign it with complete community

That’s when I reach for my revolver

That’s when it all gets blown away

That’s when I reach for my revolver

The spirit passes by this way

Now that the sky is empty

And that is nothing new

Instead they look upon us

When they tell me

That we’re nothing

I say!

And I say! (That’s when I reach for my revolver)

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

That’s when I reach for my revolver

 

(Προσωπικά θεωρώ καλύτερη την αυθεντική εκτέλεση των Mission Of Burma του 1981 αλλά υποθέτω ότι οι περισσότεροι ξέρουν και προτιμούν την διασκευή του Moby που μόνο κακή δεν είναι βέβαια)

https://www.youtube.com/watch?v=I14qLzlMlHM

Σχολιάστε