https://www.youtube.com/watch?v=lAy7XYBQwc4
Επτά χρόνια από τότε που ξεκίνησε ο χαμός, ο χαλασμός, το απόλυτο χάος λοιπόν…Επτά καθόλου σωτήρια χρόνια, αντίθετα αυτό που, αναγκαστικά πιθανότατα, επικράτησε στην διάρκεια τους ήταν το ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Κάποιοι κατελήφθησαν εξ απήνης, απελπίστηκαν σχεδόν αμέσως, υπέκυψαν, γονάτισαν, έφτασαν να δώσουν τέλος στην ζωή τους ή έπαψαν ακόμα και να σκέφτονται. Κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν να το κάνουν, συνέχισαν να σκέφτονται και επαναστάτησαν ενάντια στην προκατασκευασμένη μοίρα, την εκ των προτέρων χαραγμένη συνέχεια της πορείας της ζωής τους που προσπάθησαν να τους επιβάλλουν κάποιοι άλλοι. Έκαναν δηλαδή αυτό που οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος, να μην αφήνει την ζωή του να γίνεται έρμαιο οποιουδήποτε και οτιδήποτε αλλά να παραμένει μόνον ο ίδιος κυρίαρχος της και υπεύθυνος για αυτήν και να αγωνίζεται μέχρι τέλους για να διατηρήσει αυτό του το δικαίωμα που αλλιώς ονομάζεται ελευθερία, στην πιο αληθινή και ουσιαστική έννοια της.
Αν είσαι ένας/μια από αυτούς/ές που συνειδητά διαχωρίζονται από το κοπάδι των αιγοπροβάτων το οποίο δυστυχώς αποτελεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό τις σύγχρονες κοινωνίες συγχαρητήρια και σε εσένα απευθύνομαι. Σε εσένα που το ’11 είχες πλημμυρίσει μαζί με άλλους το Σύνταγμα και άλλες πλατείες της Ελλάδας γιατί αγανάκτησες. Αγανάκτησες ξεχνώντας ότι το βιβλίο του Στεφάν Εσέλ από το οποίο πήρε το όνομα το κίνημα σου δεν είχε τίτλο «Αγανακτήστε» αλλά «εΕξοργιστείτε». Γιατί ο σοφός υπέργηρος αγωνιστής γνώριζε πολύ καλά ως απόφοιτος φιλοσοφίας την διαφορά ανάμεσα στην αγανάκτηση και στην οργή. Η πρώτη είναι ένα «τυφλό» συναίσθημα που ακυρώνει την λογική και θολώνει την κρίση. Όμως όχι τόσο ο άλογος θυμός όσο η έλλογη, άρα και δικαιολογημένη οργή, η αρχαιοελληνική μήνις, πηγάζει και κατευθύνεται από το έμφυτο ένστικτο δικαιοσύνης που διαθέτει κάθε μη διαταραγμένος άνθρωπος. Η μήνις προκύπτει πάντα ως απάντηση σε μιαν ύβρη και σαν τέτοια είναι εκ φύσεως λογική και οξύνει την κρίση ώστε να διακρίνει την αλήθεια, όπως συμβαίνει ή έστω πρέπει να συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται να απονεμηθεί δικαιοσύνη.
Εσύ όμως απλά αγανάκτησες, δεν οργίστηκες, ούτε καν θύμωσες. Αν είχες θυμώσει θα είχες καταλάβει ότι αυτοί και αυτά ενάντια στα οποία στράφηκε η αγανάκτηση σου ήταν μόνον ένα μέρος του προβλήματος, ήταν λίγα μόνον από όσους και όσα έφταιγαν. Αν είχες θυμώσει, ακόμα καλύτερα οργιστεί, θα είχες καταλάβει ότι ο τότε πρωθυπουργός της χώρας δεν ανακοίνωσε το ’10 από το Καστελλόριζο μόνο την οικονομική χρεοκοπία της χώρας σου. Αυτό που ανακοίνωσε – δίχως πιθανότατα να το συνειδητοποιεί και ο ίδιος, ούτε εκείνη την στιγμή ούτε και στη συνέχεια – ήταν η χρεοκοπία της ίδιας της χώρας σου, από κάθε πλευρά, σε κάθε τομέα, σε όλες τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις της. Μιας χρεοκοπίας που συνετελέσθη επί τριάντα έξι συναπτά χρόνια με τον τρόπο τον οποίο συντελείται πάντα μια χρεοκοπία, ελάχιστα έσοδα, υπερβολικές, δυσθεώρητες μάλιστα σε σχέση με τα έξοδα, δαπάνες και εντελώς λανθασμένες επενδύσεις.
Αν το είχες κατανοήσει αυτό δεν θα είχες στραφεί μόνον ενάντια στο πολιτικό σύστημα και τα κόμματα που το αποτελούν – όχι όμως μόνα τους αλλά από κοινού με άλλους επίσημους και μη, φανερούς και όχι θεσμούς και καταστάσεις – αλλά και σε όσους και όσα άλλα ήταν υπαίτιοι για αυτή τη χρεοκοπία. Θα είχες ελέγξει δηλαδή όλους όσους άσκησαν με οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν. Ανάμεσα τους και την οικογένεια σου, ναι, αυτή την ίδια «αγία ελληνική οικογένεια» που είναι πολύ πιθανό ότι σε στήριξε και εξακολουθεί να σε στηρίζει σε όλη την διάρκεια της ήδη επταετούς κρίσης, η ζωή είναι γεμάτη από τέτοιες αντιφάσεις. Γιατί είναι αυτή η οικογένεια επίσης που με την φύση, την δομή, τις εσωτερικές της σχέσεις εξουσίας, άρα αναπόφευκτα και διαπλοκής, εμφυσεί, όταν δεν επιβάλλει, στα νεότερα μέλη της την φέρουσα πολιτική – και όχι μόνον – ιδεολογία της. Ακόμα κι όταν αυτά φτάνουν, ίσως από αντίδραση και μόνο, να υιοθετούν την αντίθετη.
Γιατί την ιδεολογία δεν την συνιστά μόνο μια πολιτική θέση αλλά ένα σύνολο απόψεων, κωδίκων και συμπεριφορών που εντέλει διαμορφώνουν κάθε μεμονωμένο άνθρωπο σε κοινωνικό ον, μέλος δηλαδή μιας συγκεκριμένης – και, θεωρητικά τουλάχιστον, συγκροτημένης – χωρικά και χρονικά κοινωνίας. Εντός αυτού του πλαισίου είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον να εξετάζουμε κατά πόσο προσιδιάζουν μεταξύ τους οι κοινωνικές μονάδες ανεξαρτήτως τοπικής προέλευσης, καταγωγής, εναρκτήριας οικονομικής κατάστασης , ακόμα και μορφωτικού επιπέδου, με μια κουβέντα κατά πόσον η επικρατούσα ιδεολογία είναι ισχυρότερη από τις επιμέρους πολιτικές θέσεις των μελών μιας κοινωνίας. Και στην περίπτωση της Ελλάδας διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ πιο ισχυρή από τις περισσότερες άλλες δυτικές χώρες.
Η ελληνική πολιτική κουλτούρα δυστυχώς δεν είναι διεκδικητική αλλά…εκδικητική. Αμφότερες οι βασικές πλευρές του πολιτικού φάσματος, ας εξακολουθήσουμε να τις ονομάζουμε αριστερά και δεξιά αλλά ακόμα και το κέντρο στο οποίο η μία ή η άλλη κυριαρχούν κατά καιρούς ή έστω το επηρεάζουν, επίσης εναλλάξ αλλά μερικές φορές και από κοινού, δεν θέλουν τόσο να κατακτήσουν την ηγεμονία για να προτείνουν και να εφαρμόσουν ένα μελετημένο πρόγραμμα για την πρόοδο και την ευημερία της χώρας και των πολιτών όσο για να επιβάλλουν την ιδεολογία τους στην άλλη και, κατά προέκταση, να την τιμωρήσουν ή και να την εκδικηθούν γιατί και εκείνη (θα) έκανε ακριβώς το ίδιο όταν (θα) είχε την ευκαιρία! Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο στον οποίο πλεονάζει η αγάπη (για να μεταχειριστώ την ηπιότερη λέξη) για την εξουσία ενώ το σημαντικότερο στοιχείο της διακυβέρνησης, η διαχείριση του παρόντος και, κατά το δυνατόν, του μέλλοντος της χώρας περνάει σε δεύτερο ή και τρίτο πλάνο, σχεδόν απουσιάζει λόγω περιφρόνησης, άγνοιας ή ενός συνδυασμού αυτών των δύο.
Παρατηρούμε μάλιστα ότι όσο πηγαίνουμε προς τα άκρα και των δύο πλευρών η άγνοια της διαχείρισης αρχίζει να συνοδεύεται και από μιαν απέχθεια προς αυτήν. Σε αμφότερα τα απώτερα άκρα όχι μόνο δεν υπάρχει πλέον κανένα ενδιαφέρον για την διαχείριση αλλά και σχεδόν θεωρείται κάτι περιττό, αν όχι και επιζήμιο. Εκεί έχουμε την εξουσία, δηλαδή την επιβολή της «δικής μας» ιδεολογίας στους πάντες και πριν από όλα στους πιο άσπονδους αντιπάλους μας, ως αυτοσκοπό πλέον και όχι σαν μέσο για την άσκηση πολιτικής.
Για αυτό και ο προσεχτικός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει παράδοξες ομοιότητες στις συμπεριφορές των δύο πλευρών. Η ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ήδη από το τέλος της πρώτης τετραετίας διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, υποστήριξαν και προήγαγαν ένα μοντέλο ζωής ολοένα και πιο πολύ βασισμένο και προσανατολισμένο στην ύλη. Η επιστήμη, σε μεγάλο βαθμό και η παιδεία, ενδιέφεραν αυτά τα δύο κόμματα σαν τρόποι πλουτισμού, καταρχήν ατομικού και στη συνέχεια συλλογικού, ας το πούμε «εθνικού» για να μην τους χαλάσουμε το χατίρι. Την ίδια στιγμή η αριστερά και ιδιαίτερα η επί δεκαετίες «επίσημη», η αλλιώς λεγόμενη και δογματική, δηλαδή το ΚΚΕ, με το να εστιάζει τόσο απόλυτα στο θέμα της οικονομίας έστω και με τον δικό της τρόπο, της αναδιανομής δηλαδή του πλούτου, κατέληγε να χρησιμοποιεί εργαλειακά την παιδεία και να παραμελεί, αν όχι να αγνοεί παντελώς την επιστήμη πλην των εντελώς απαραίτητων για την επιβίωση του ανθρώπου τομέων της όπως η ιατρική. Ακόμα και στην τελευταία περίπτωση όμως επιδείκνυε μιαν απώθηση, αν όχι και φόβο, απέναντι στις όποιες επιστημονικές εξελίξεις και τις πιο σύγχρονες εφαρμογές της επιστήμης σαν η τεχνολογία και οι νέες ανακαλύψεις σε οποιοδήποτε επιστημονικό πεδίο, πρακτικό αλλά ακόμα και ανθρωπιστικό/«θεωρητικό», να ήταν εκ φύσεως μια συντήρηση η οποία εμπόδιζε την συνολική πρόοδο της κοινωνίας.
Οποία αντίφαση αλήθεια και δεν είναι η μόνη. Γιατί παρατηρούμε και μια περαιτέρω σύμπτωση συμπεριφοράς ανάμεσα στην ευρύτερη κεντροδεξιά και την ευρύτερη και ποικιλόχρωμη αριστερά ως προς τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον πολιτισμό, αν όχι γενικότερα το πνεύμα. Η πρώτη, συνεπής με την υλιστική θεώρηση της και έχοντας ως άλλοθι διατήρησης της σοβαρότητας της μερικούς – λιγότερο ή περισσότερο συντηρητικούς πολιτικά – ακρογωνιαίους λίθους της παραδοσιακής κουλτούρας της, επιδιδόταν ασύστολα για περισσότερα από είκοσι χρόνια στην παραγωγή ενός χυδαίου, κατώτερου ακόμα και από το αγοραίο επίπεδο, πολιτισμού με αιχμή του δόρατος της βέβαια το προνομιακό για αυτήν πεδίο της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η αριστερά όμως απαντούσε σε αυτό με το να περιχαρακώνεται στην, κατά την ίδια, πολιτισμική όσο και ηθική υπεροχή της, επαναλαμβάνοντας, αν όχι ανακυκλώνοντας, τα επιτεύγματα των ίδιων και μόνον αυτών ένδοξων τοτέμ του παρελθόντος της (πόσες πια επανεκτελέσεις του έργου του Μίκη Θεοδωράκη και για πόσες ακόμα δεκαετίες;) μην παράγοντας τίποτα νέο. Αλλά και τις λίγες φορές που κάτι έστω και λίγο ανανεωτικό προέκυπτε συγκυριακά στους κόλπους της βιαζόταν να το εξοβελίσει, να το περιθωριοποιήσει και τελικά να το αποπέμψει ως «ρεφορμιστικό», αν όχι σαν….προδοσία του ταξικού ιδεώδους και των αξιών της!
Υπό μιαν έννοα, αν και από διαφορετικές αφετηρίες και με διαδρομές που δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο, αμφότερες οι πλευρές κατέληγαν – και μάλλον συνεχίζουν να το κάνουν – παράδοξα στον ίδιο προορισμό. Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν…Μόνο που, στην περίπτωση της αριστεράς, «τραγούδαγε», ενδιαφερόταν δηλαδή αποκλειστικά για την διαφύλαξη της ακεραιότητας και της περιβόητης καθαρότητας της άκαμπτης σαν μπετόν αρμέ πολιτικής και μόνο θέσης της για πάρα πολύ καιρό ενώ το πνευματικό της σπίτι καιγόταν. Και από την στιγμή που εισήλθαμε στην κρίση δεν καίγεται πλέον μόνον αυτό αλλά και το αληθινό της σπίτι με εντός του πάρα πολλούς ανθρώπους με σάρκα και οστά που πεινούν, δεν έχουν να πληρώσουν την νοσηλεία ή το ενοίκιο τους με αποτέλεσμα οι όποιες ασθένειες τους να παραμένουν αθεράπευτες ή να καθίστανται άστεγοι, πραγματικούς ανθρώπους αρκετοί από τους οποίους τοποθετούντο ή και εξακολουθούν να το κάνουν στον χώρο της αριστεράς.
Ο πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός και φυσικά πάνω από όλα ο βιολογικός θάνατος δεν έχουν απολύτως τίποτα το ένδοξο, είναι απλά ένα θλιβερό μεν αλλά και αναπόφευκτο γεγονός της ζωής. Και όταν φτάνεις να οδηγείς, ακόμα και αν αυτό συμβαίνει παρά την θέληση σου ή έστω να ανέχεσαι ανθρώπους, οποιουσδήποτε ανθρώπους και πόσο μάλλον δικούς σου, κυριολεκτικά να πεθαίνουν μόνο και μόνο για να διατηρηθεί ζωντανή και απαραβίαστη η «ιερή ιδεολογία» σου τότε ευτελίζεις το τραγικό γεγονός του θανάτου τους, του στερείς ακόμα και το στοιχείο της αξιοπρέπειας. Αυτό δηλαδή που δικαιούται κάθε τελευτή του βίου, τιμώντας και δικαιώνοντας για ύστατη φορά την ζωή η οποία προηγήθηκε…
https://www.youtube.com/watch?v=EJldnRADPZg
Προεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι τόσο η στην πλειοψηφία της θρησκευόμενη δεξιά όσο και η άθεη αριστερά δείχνουν να καταλήγουν ομνύοντας, δοξάζοντας και διατρανώνοντας την…επικούρεια φιλοσοφία ως την ιδανική βάση της ανθρώπινης ζωής. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα ορισμένα τμήματα του αριστερίστικου ή και αντιεξουσιαστικού χώρου, έχοντας ανακαλύψει όψιμα τον ηδονισμό – ή μάλλον την ηδονοθηρία – ως μέσο….επανάστασης, φτάνουν μέχρι και να θεωρητικοποιούν πλέον αυτή την τόσο υλιστική άποψη, μη συνειδητοποιώντας το πόσο περισσότερο προσεγγίζουν έτσι την τόσο μισητή τους δεξιά.
Είναι η θεώρηση που λέει ότι «με λίγο καλό – ή και απλά περισσότερο από όσο έχω – σεξ ξεχνάω τα βάσανα μου, ίσως και αντλώ δύναμη για τους επόμενους αγώνες»….Και η διάσταση του σεξ ως τρόπου επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, της πιο απόλυτης ίσως επικοινωνίας που δεν τους κάνει να ξεχνούν τα όποια προβλήματα τους – και ακόμα περισσότερο τα κοινά – αλλά αντίθετα τους βοηθά να τα βλέπουν πιο καθαρά και τους οπλίζει με ακόμα περισσότερη δύναμη την οποία επιπλέον μοιράζονται για να τα αντιμετωπίσουν; Αυτήν δεν την σκέφτονται καν, την έχουν διαγράψει, δεν υφίσταται….Γιατί για να επικοινωνήσεις οτιδήποτε πρέπει να το διαθέτεις και επίσης να έχεις την θέληση να το κάνεις και για τη συντριπτική πλειοψηφία και τα δύο αυτά λάμπουν διά της απουσίας τους.
Φάγωµεν και πίωµεν αύριον γαρ αποθνήσκοµεν λοιπόν….Ας ξεχάσουμε όμως για λίγο το φαγητό, το ποτό και όλα τα σχετικά και ας επικεντρωθούμε σε αυτό το «αποθνήσκομεν». Και αν μεν δεν ενδιαφερόμαστε πια για τους εαυτούς μας τουλάχιστον ας σκεφτούμε για μια στιγμή τους επόμενους, αυτούς που για κάποιους από εμάς είναι παιδιά μας και το τι θα τους αφήσουμε ως παρακαταθήκη. Το παράδειγμα κάποιων που παραιτήθηκαν πριν καλά – καλά αρχίσουν να αγωνίζονται; Η εκείνων που αγωνίστηκαν όσο τους επέτρεπαν οι ανθρώπινες δυνάμεις τους φροντίζοντας επίσης έτσι να κάνουν τον δικό τους αγώνα λίγο ευκολότερο;
Σε αυτό το σημείο είναι ίσως χρήσιμο να σκεφτούμε και ότι η τόση προσήλωση στις διδαχές των επικούρειων έχει κάνει σχεδόν τους πάντες να μη θυμούνται καν το «αντίπαλον δέος» τους, τους στωικούς. Οι στωικοί όμως δεν ήταν σοβαροφανείς, αυστηροί και ολίγον…μαζοχιστές πουριτανοί όπως συνήθως παρουσιάζονται, υπήρχε μια εξαιρετικά συγκροτημένη θεώρηση πίσω από την παροιμιώδη εγκράτεια τους, ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα που σε πολλά σημεία του ήταν αξιοσημείωτα κοντινό με τον βουδισμό. Τυχαία ή μη αυτό φαίνεται ακόμα και από το όνομα του σημαντικότερου εκπροσώπου της τελευταίας φάσης της σχολής τους και κορυφαίου μάλλον εκφραστή των ιδεωδών τους ο οποίος λεγόταν Επίκτητος. Οπως ακριβώς δηλαδή επίκτητα είναι πολλά από τα κακά και όλα σχεδόν τα καλά στοιχεία τα οποία ίσως να προκαλούνται από την προσωπικότητα του ανθρώπου αλλά επισωρεύονται σε αυτήν προσδίδοντας του έτσι την ολοκληρωμένη πλέον ταυτότητα του. Ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία είναι και η δύναμη για διεκδίκηση, για να διεκδικείς ό,τι αδίκως σου στερούν ή απλά σου είναι αναγκαίο. Αν και στην βάση της πράξη δικαιοσύνης όμως η διεκδίκηση είναι με την σειρά της απαιτητική για τον άνθρωπο που την ασκεί, του θέτει μια σειρά από αιτήματα – με πρώτο το να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του – στα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν όλοι. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το θέμα μας;
Σημαίνει πολύ απλά ότι μπορεί μεν το πρόβλημα να μην είναι η οικονομία όπως είπε κάποτε ο Κλίντον αλλά δεν είναι ούτε η δεξιά, η απελπισμένη και δειλή κοινωνία που κωφεύει στα «θεόπνευστα» κηρύγματα σου, ούτε καν η ίδια η κρίση. Το πρόβλημα, τουλάχιστον από την Μεταπολίτευση και μετά, ήταν και τώρα είναι περισσότερο από ποτέ η βλακεία σου ηλίθιε! Η βλακεία που σε εγκλωβίζει μέσα στην «ιδεολογία» σου όχι σα να έχεις παρωπίδες αλλά σαν μέσα σε ψηλούς και αδιαπέραστους τοίχους, κάνοντας σε να μην μπορείς καν να δεις, πόσο μάλλον να εξάγεις συμπεράσματα από το παρελθόν, το παρόν και για αυτά που πρέπει να γίνουν για το μέλλον.
Ας ξεκινήσουμε από τα περασμένα, όχι λόγω παρελθοντολαγνείας όπως η δική σου αλλά επειδή εκεί βρίσκονται πάντα οι ρίζες και οι απαρχές των λαθών. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν κανενός είδους λαϊκή εποποιία. Ήταν το απίστευτο, εξωφρενικό σφάλμα του μοναδικού λαού στον κόσμο που ήταν τόσο ανόητος ώστε να βγει διαλυμένος όπως και οι υπόλοιποι από έναν παγκόσμιο πόλεμο μόνο για να χωριστεί σε δυο κομμάτια καθένα από τα οποία στράφηκε με μίσος εναντίον του άλλου προσπαθώντας με μανία να το εξοντώσει. Πού νομίζεις ότι βρίσκονται τα σπέρματα της εκδικητικής πολιτικής κουλτούρας την οποία ανέφερα παραπάνω; Μπορεί ήδη από την επανάσταση του ’21 να αλληλοσκοτώνονταν αλλά τουλάχιστον εκείνοι έμεναν το πολύ σε μιαν ανταπόδοση της μεμονωμένης δολοφονίας, εκεί τελείωνε αυτή η βλακώδης βεντέτα που όμοια της, αξίζει να το υπογραμμίσουμε, δεν βρίσκουμε στην Ιστορία καμίας άλλης χώρας αλλά μόνο στην μαφία, στην σικελική Καμόρα, σε ένα πεδίο δηλαδή του κοινού ποινικού δικαίου και όχι οποιασδήποτε λελογισμένης πολιτικής πρακτικής.
Αν αποδεχτείς αυτό μπορείς νομίζω να το κάνεις και για όλα τα συνεπαγόμενα. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ζωές που τελείωσαν ή καταστράφηκαν εξόριστες στα ξερονήσια και σε εκείνες που περατώθηκαν πρόωρα στην πηγάδα του Μελιγαλά και σε κάθε άλλη, στα έκτακτα στρατοδικεία και την ΟΠΛΑ, το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης και αυτό που έκανε ο ΕΛΑΣ ο οποίος ήταν κανονικός στρατός και μάλιστα από τους πλέον σκληροτράχηλους και ανηλεείς απέναντι στους αντιπάλους του και όχι φιλανθρωπική οργάνωση για την πρόοδο μιας κατεστραμμένης χώρας. Όλα, μα όλα αυτά είναι τεράστια, παράλογα λάθη, αρκετά από αυτά και εγκλήματα με όλη την έννοια και σημασία της λέξης και τα μισά περίπου (οι ανθρώπινες ζωές δεν μπαίνουν σε ζυγαριά!) δικά μας, του «χώρου μας». Τι δεν καταλαβαίνεις; Το να το δεχτεί κανείς δεν είναι ούτε προδοσία ούτε τίποτα άλλο αλλά απλό δείγμα κοινής λογικής και η αναγνώριση μιας απoλύτως επιβεβαιωμένης ιστορικής αλήθειας, η παραδοχή της ίδιας της πραγματικότητας.
Περνώντας στο σήμερα, γιατί άραγε ο Τραμπ είναι χειρότερος από τον, έτσι και αλλιώς φίλο του και στυγνό δικτάτορα, Πούτιν ή και από την χωμένη μέχρι πάνω από το κεφάλι μέσα στο πιο σκληροπυρηνικό, το πιο σκοτεινό αμερικανικό κατεστημένο Χιλαρι Κλίντον; Είναι μόνο το γεγονός ότι είναι ένας επηρμένος αλαζών και πιθανότατα παράφρων εκείνο το οποίο τον κάνει πιο επικίνδυνο από τους περισσότερους άλλους όμως αυτό είναι θέμα μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας και των διαταραχών της και όχι οποιασδήποτε πολιτικής θέσης του που άλλωστε την απορρίπτει σε μεγάλο ποσοστό ακόμα και το ίδιο του το κόμμα, οι Ρεπουμπλικανοί.
Ας έρθουμε όμως και σε ένα πολύ πιο κοντινό μας ζήτημα και για αυτό θα μιλήσω, για μια και μοναδική φορά, προσωπικά. Από την στιγμή που άρχισα να έχω πλήρη συνείδηση του εαυτού μου αισθάνομαι και είμαι διεθνιστής, η Ελλάδα είναι απλώς το μέρος όπου γεννήθηκα και ζω αλλά τόπος μου είναι ολόκληρος ο πλανήτης και ομοεθνείς μου όλοι οι άντρες και οι γυναίκες που ζουν επάνω σε αυτόν και φυσικά το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε πρόσφυγα ή και απλό μετανάστη, από όπου και αν προέρχεται και όπου και αν κατευθύνεται. Οχι όμως μόνο δεν με εμποδίζει το γεγονός ότι είμαι διεθνιστής αλλά αντίθετα αυτό ακριβώς με κάνει να μπορώ να δω καθαρά ότι υπάρχει κάτι πολύ λάθος, κάτι πολύ στραβό στο να κατευθύνονται – από συμφέροντα τόσο μεγάλα και σκιώδη ώστε όχι μόνο δεν ξέρουμε ποια και ποιων είναι αλλά πολύ πιθανόν να μην το μάθουμε ποτέ – τόσο μεγάλοι αριθμοί προσφύγων σε μια τόσο μικρή χώρα η οποία αδυνατεί πλέον να θρέψει τους μόνιμους κατοίκους της.
Ούτε μπορώ να υποτιμήσω το γεγονός ότι ανάμεσα σε αυτούς τους πρόσφυγες αναμφίβολα βρίσκονται και εκπρόσωποι του ακραίου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, είτε του ISIS είτε άλλοι, άρα και εν δυνάμει τρομοκράτες, άνθρωποι που στο όνομα μιας φανατικής θρησκευτικής δοξασίας δεν σέβονται οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή και πριν από όλες την δική τους. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο ακραίος νεο-φονταμενταλισμός, πέραν από τα απάνθρωπα δικά του κίνητρα, ολοφάνερα επίσης εκπορεύεται από ακόμα μεγαλύτερα και πιο άδηλα συμφέροντα και επιδιώξεις και μάλιστα σε ένα τόσο ρευστό γεωπολιτικό τοπίο το οποίο ήδη επαναχαράσσεται και ξαναμοιράζεται σε ζώνες ελέγχου και όχι απλά επιρροής. Και δεν νομίζω ότι με κάνει ούτε στο ελάχιστο λιγότερο ανθρωπιστή αν πω ότι με διαλυμένες προ πολλού τις υποδομές υγείας και πρόνοιας, σε αρκετά μεγάλο βαθμό ακόμα και αυτές της παιδείας, της χώρας το να δίνονται τετρακοσάρια ευρώ – από όπου και αν προέρχονται – στους πρόσφυγες είναι τουλάχιστον προκλητικό, αν όχι εκνευριστικό. Και το πόσο μπορεί να εκνευρίσει ή και να εξοργίσει ομάδες πολιτών που ήδη βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης σπρώχνοντας τους και οικειοθελώς πλέον να γίνουν βορά στα ρατσιστικά και ξενοφοβικά νύχια της Χρυσής Αυγής το κάνει και εξαιρετικά επικίνδυνο.
Να μιλήσουμε όμως λίγο και για το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον; Αλλά για να το κάνουμε πρέπει να αποδεχθείς κάτι ακόμα, τόσο απλό όσο και ότι ένα και ένα κάνουν δύο. Ο σοσιαλισμός, κομουνισμός ή όπως αλλιώς θέλεις να τον αποκαλέσεις προϋποθέτει όχι τόσο την κοινοκτημοσύνη αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, την έλλειψη ιδιοκτησίας. Αυτή δοκιμάστηκε στην πράξη, επιβλήθηκε έστω, σε κάποιες χώρες που μετά από εβδομήντα περίπου χρόνια το σύστημα τους κατέρρευσε ταχύτατα και παταγωδώς, σαν τραπουλόχαρτα. Και αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των λαών τους ουσιαστικά ποτέ δεν το αποδέχθηκε, δεν του άρεσε αλλιώς θα το είχε υπερασπιστεί και δεν θα το είχε αφήσει να καταπέσει τόσο εύκολα και γρήγορα.
Αφού λοιπόν αυτό δοκιμάστηκε στην πράξη για τόσο χρόνο και δεν λειτούργησε πρέπει να δεχθούμε ότι αυτό που επικράτησε, έστω «νίκησε» αν το προτιμάς έτσι, είναι ο καπιταλισμός. Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι όλοι λειτουργούμε εντός αυτού, υποχρεωτικά αφού αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει και το βλέπουμε, έστω και αν πρόκειται για τον πιο στυγνό, σκληρό, απάνθρωπο καπιταλισμό που υπήρξε ποτέ, στην ύστερη μεν αλλά καθόλου σίγουρα και τελευταία φάση του. Και ο καπιταλισμός, όπως και οτιδήποτε άλλο και ακόμα πιο πολύ μετά από αιώνες εφαρμογής του, έχει τους νόμους και τις αρχές του για να μπορεί να λειτουργεί σωστά ως τέτοιος.
Και ο πρώτος από αυτούς τους νόμους είναι ότι συνεπάγεται και εξαρτάται από τον καταναλωτισμό. Ναι, ας συμφωνήσουμε ότι δεν είναι απαραίτητο, αντίθετα μάλιστα είναι μάλλον επιζήμιο να είναι άκρατος αλλά καπιταλισμός χωρίς καταναλωτισμό (και στοιχειωδώς έστω ελεύθερο ανταγωνισμό, ας το υπογραμμίσουμε και αυτό) απλά δεν υφίσταται. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι η κατανάλωση είναι το μοναδικό καύσιμο της καπιταλιστικής μηχανής. Αυξημένη αγοραστική δύναμη σημαίνει περισσότερη ζήτηση, άρα και απαίτηση για μεγαλύτερη προσφορά, άρα επενδύσεις σωστών (και αυτό μπορεί να διασφαλιστεί με διάφορους τρόπους και προϋποθέσεις) καπιταλιστών, άρα θέσεις εργασίας. Το τελικό αποτέλεσμα λέγεται απλά ανάπτυξη και αν δεν φέρνει πάντα ευημερία τουλάχιστον ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών.
Αντίθετα χαμηλή αγοραστική δύναμη σημαίνει μειωμένη ζήτηση, άρα ελάττωση της προσφοράς με συνέπεια επιχειρήσεις που κλείνουν ή μεταφέρονται σε χώρες με πιο συμφέρουσες για αυτές συνθήκες και σε αμφότερες τις περιπτώσεις θέσεις εργασίας που χάνονται. Με μια κουβέντα ύφεση και αυτό, είτε το θέλουν κάποιοι ή όχι, μεταφράζεται πάντα σε φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού, ακόμα και εξαθλίωση των ήδη φτωχότερων τμημάτων της. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο, αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του και να δει τι συμβαίνει στη χώρα μας εδώ και επτά περίπου χρόνια.
Συμπέρασμα; Το πιο αριστερό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος στην Ελλάδα στην αρχή του 2017 είναι να υποστηρίζει με όλη του τη δύναμη και τη θέληση – και αυτό σημαίνει όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις – οτιδήποτε μπορεί να φέρει ανάπτυξη. Να ξεχάσουμε δηλαδή την Ιστορία, την παράδοση, τις αρχές, ακόμα και τις αξίες της αριστεράς, με ρωτάς; Τι εννοείς αλήθεια; Γιατί αν αυτό σημαίνει το ΕΑΜ, τον Γράμμο και το Βίτσι, την Βάρκιζα και τις εξορίες (όσο και αν σαν άνθρωπος λυπάμαι βαθύτατα για εκείνα τα οποία υπέστησαν όσοι/ες βρέθηκαν εκεί, εντελώς άδικα μάλιστα στην πλειοψηφία τους) τότε – και με το συμπάθειο που λένε – χ… για όλα αυτά!
Γιατί όλα αυτά δεν μου λένε απολύτως τίποτα. Εχουν να κάνουν με έναν άλλο αιώνα, μιαν άλλη εποχή και κυρίως με έναν άλλο κόσμο. Με έναν κόσμο που δεν έχει τίποτα, μα τίποτα το κοινό με τον σημερινό, αυτόν που ζούμε εμείς σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά (ήδη περισσότερο από όσο διήρκεσε ο «υπαρκτός», για σκέψου το λίγο αυτό). Αν θέλεις να με πεις οπορτουνιστή ή ακόμα και προδότη κάνε το, αδιαφορώ γιατί ποτέ δεν έδωσα εξετάσεις «αριστερής ορθότητας» ούτε ιδεολογικά διαπιστευτήρια και δεν πρόκειται φυσικά να το κάνω τώρα. Θα σου απαντήσω μόνο ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι ρεαλιστής και θα σου προτείνω – προσοχή, δεν στο επιβάλλω – να γίνεις και εσύ, έστω λίγο, όσο είναι αναγκαίο.
Αν αποφασίσεις να με ακούσεις, έστω να το δοκιμάσεις, θα αντιληφθείς ίσως ότι ο αληθινός αριστερός της εποχής μας πριν από όλα δεν αποκαλεί τον εαυτό του…αριστερό, όχι τουλάχιστον με την έννοια που είχε αυτή η λέξη στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα και ειδικά στην Ελλάδα. Αν το πράξεις και αυτό τότε σίγουρα θα καταλάβεις πόσο απαραίτητο είναι να απεγκλωβιστείς από μιαν ιδεολογία που πλέον σου κλείνει τους ορίζοντες αντί να τους διευρύνει. Δεν σου λέω να ενστερνιστείς και να αγαπήσεις τον καπιταλισμό βλάκα, αυτό νομίζεις μήπως ότι κάνω εγώ; Εξακολουθώ να θεωρώ τον καπιταλισμό και τον υλισμό (μαζί όμως και τον «ιστορικό», εντάξει;) το χειρότερο δεινό της ανθρωπότητας και την άμεση ή έμμεση αιτία για τους πολέμους και οτιδήποτε άλλο αρνητικό και άσχημο της έχει συμβεί διαχρονικά στην πορεία της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είμαι και τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι σε αυτό το ιστορικό στάδιο – ή και σε οποιοδήποτε άλλο, για να σου πω την αλήθεια – μπορείς να τον πολεμήσεις με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρά μόνον εκ των έσω του.
Αυτό που σου προτείνω λοιπόν είναι να ξεφύγεις από το, πριν από οτιδήποτε άλλο αφόρητα παρωχημένο, γράμμα του μαρξισμού και να κρατήσεις και να μείνεις μόνο στο πνεύμα του. Αν το κάνεις θα διαπιστώσεις εύκολα ότι ο Μαρξ πριν από όλα εκκινούσε από την αγάπη του για τον συνάνθρωπο παρά το μίσος για οποιονδήποτε αντίπαλο του. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για αυτό από το ότι ο κυριότερος συνεργάτης του ήταν ο εκατομμυριούχος εργοστασιάρχης Ενγκελς. Μήπως λοιπόν μέσα στο τόσο πολύ «ταξικό μίσος» από τις περισσότερες αριστερές κατευθύνσεις προς κάθε άλλη, ακόμα περισσότερο δε μετά τις εκλογές του ’12, έχεις χάσει ή ξεχάσει την αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον σύντροφο, τον συναγωνιστή, τον φυσικό σου σύμμαχο, αν το θέλεις έτσι; Έστω και αν η απόχρωση του λαβάρου του είναι λίγο διαφορετική, περισσότερο ή και λιγότερο έντονα κόκκινη από του δικού σου…
Αρα λοιπόν, αν και των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν… είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Στον οποιονδήποτε «βασιλέα», ακόμα και τον εκλεγμένο, οποιονδήποτε άρχοντα, οποιονδήποτε ασκούντα εξουσία. Και αυτό σημαίνει, πριν από όλα, ότι πρέπει κάποτε – και όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο – να σταματήσει να ανεμίζει την όποια ιδεολογία του με καμάρι και υπερηφάνεια σαν σημαία αλλά και ως άλλοθι, να πάψει να καλύπτεται πίσω της και να αρχίσει επιτέλους να επιτελεί ουσιαστικά το έργο του που είναι το να διαχειρίζεται. Αυτό είναι στις παρούσες συνθήκες όχι το βασικό αλλά το μόνο ζητούμενο από εκείνον, αυτό είναι το σημαντικότερο διακύβευμα και πάνω σε αυτό άλλωστε θα κριθεί, από τους συμπολίτες του τους οποίους εκπροσωπεί και καλείται να συντονίζει.
Το να το κάνει όμως αυτό εξαρτάται και επαφίεται σε εσένα, εμένα, όλους μας. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, λένε οι χριστιανοί. Είτε πιστεύεις είτε όχι κράτησε το εύχεσθε και ακόμα περισσότερο το γρηγορείτε ώστε να γίνονται οι περισσότερες τουλάχιστον ευχές σου πραγματικότητα. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε και να προσέχουμε για να μην ξεφεύγουν τα πράγματα από τα χέρια αυτών που τα ελέγχουν, είτε είμαστε από εκείνους οι οποίοι τους επέλεξαν για να το κάνουν είτε όχι. Οφείλουμε να τους ελέγχουμε και η δημοκρατία, με όλα τα ελαττώματα και τις ελλείψεις της, μαζί με την λογική μας παρέχουν αρκετούς τρόπους για αυτό. Εκείνοι έχουν το χρέος και το καθήκον τους και αυτό είναι το δικό μας, αν με αντιλαμβάνεσαι…
Και ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους ελέγχου είναι και το αναλογιστούμε αν εδώ και πολλά χρόνια διαπράττουμε ένα ακόμα και κεφαλαιώδες λάθος. Μήπως είναι μάταιο, αδύνατο να ζητάμε από μια κοινωνία που έχει ήδη καταρρεύσει και κάθε είδους συνεκτικός ιστός της έχει διαλυθεί να αντισταθεί και να συνεχίσει να αγωνίζεται για το κοινό καλό και, ακόμα περισσότερο, να διαμορφώσει έτσι τα μέλη της, τους πολίτες ώστε να το κάνουν; Μήπως η μοναδική πλέον λύση είναι να αντιστρέψουμε την διαδικασία; Να διαμορφώσουμε δηλαδή τέτοιες προσωπικότητες, τέτοιες ατομικές μονάδες ώστε να σχηματίσουν ένα κοινωνικό σύνολο (και κατά προέκταση αυτούς που θα το κυβερνούν, θα διαχειρίζονται με σώφρονα τρόπο δηλαδή τα ζητήματα του, στο μέλλον) καλύτερο, ανθεκτικότερο και δυνατότερο από το υπάρχον; Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει παρά αρχίζοντας καθένας και καθεμία από την πρώτη μονάδα που έχει στην διάθεση του, τον ίδιο τον εαυτό του/της. Και δεν υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για αυτό από την ξεκίνημα μιας νέα χρονιάς….
Ας είναι λοιπόν το 2017 όχι γενικά και αόριστα «καλό» αλλά πραγματικά καλύτερο. Με υγεία πριν από όλα και με όχι απλά σκέψη αλλά περίσκεψη, περισσότερη αυτογνωσία, προσωπική ανεξαρτησία από οτιδήποτε δεσμεύει και περιορίζει καθένα/καθεμία που ίσως κάποτε οδηγήσει και στην συλλογική αυτοτέλεια με κάθε έννοια, όσο το δυνατόν λιγότερες ψευδαισθήσεις και αντίστοιχα περισσότερη πραγματικότητα και με λίγο ή και πολύ περισσότερη αγάπη. Αγάπη για όλους τους υπόλοιπους η οποία όμως φυσικά και αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τον εαυτό μας….Ας τον αγαπήσουμε επιτέλους ή ας τον αγαπήσομε λίγο περισσότερο. Γιατί πώς είναι δυνατόν να αγαπήσουμε οποιονδήποτε άλλον αν δεν αγαπάμε αυτόν αλλά και, ακριβώς το αντίστροφο, πώς μπορεί να μας αγαπήσει οποιοσδήποτε αν πρώτα εμείς οι ίδιοι δεν αγαπάμε τον εαυτό μας; Διπλό άτοπο, όπως θα λέγαμε και στα μαθηματικά.
Και το πρώτο πράγμα που θα συνειδητοποιήσουμε αν αρχίσουμε να αγαπάμε αληθινά τον εαυτό μας έχει πάρα πολύ άμεση σχέση με όλα τα δυσάρεστα που βιώνουμε τα τελευταία επτά χρόνια και το πως τα αντιμετωπίζουμε ή μάλλον δεν καταφέρνουμε να το κάνουμε. Θα κατανοήσουμε ότι η ανθρώπινη ζωή, η δική μας και κάθε άλλη, είναι πάρα πολύ σύντομη για να την αφιερώνουμε και να περιμένουμε να δικαιωθεί και να πραγματωθεί με την δικαίωση και την πραγμάτωση, επί της ουσίας δηλαδή την επικράτηση, της όποιας ιδεολογίας. Πολύ περισσότερο δε όταν το τίμημα για αυτό είναι να στερούμαστε από οτιδήποτε επιθυμούμε – εντέλει ακόμα και να αφαιρούμε από τον εαυτό μας το ίδιο το δικαίωμα του να επιθυμεί – και, ακόμα χειρότερα, από την λίγη χαρά της ζωής η οποία μας αναλογεί και την απλή, αναγκαία ελπίδα ότι αυτή η χαρά θα γίνει κάποτε λίγο περισσότερη. Γιατί μπορείς και αξίζει να αγωνίζεσαι μόνο για κάτι που αγαπάς και σου αρέσει και σου δίνει για αντάλλαγμα λίγη χαρά, κάτι το οποίο απολαμβάνεις και δεν είναι για εσένα ένα αφόρητο βάρος. Ας το κατανοήσουμε επιτέλους αυτό πριν είναι πολύ αργά, για την ζωή καθενός/καθεμίας μας προσωπικά και της κοινωνίας μας συλλογικά…
https://www.youtube.com/watch?v=_EZ2212FKQ4