Οπως το χιόνι…

snowΕίναι ωραίο να βλέπεις το χιόνι….Δεν με χαλάει και το να πέφτει πάνω μου αλλά ξέρω ότι πολλούς τους ενοχλεί και σίγουρα πέρα από ένα σημείο δημιουργεί πολλά αληθινά προβλήματα σε αρκετό κόσμο. Ας μείνουμε λοιπόν στο ότι είναι ωραίο να το βλέπεις, στην θαλπωρή ενός κλειστού χώρου και μέσα από το τζάμι ενός παραθύρου…Να το βλέπεις να πέφτει, τις νιφάδες να στροβιλίζονται αλλά ακόμα περισσότερο να απλώνεται και να σκεπάζει τα πάντα, το έδαφος και ό,τι βρίσκεται πάνω του. Περισσότερο από όλα όμως το έδαφος, το γυμνό χώμα ή ακόμα και τις πέτρες….Να απλώνεται πάνω του, λευκό, παχύ, μαλακό, όχι σαν χαλί αλλά πιο πολύ σαν τρυφερό χάδι του ουρανού στη γη.

Είναι ωραίο να βλέπεις το χιόνι…Ακόμα και τη νύχτα, όχι όμως υπό οποιοδήποτε τεχνητό φως αλλά όταν το φεγγάρι είναι αρκετά μεγάλο ώστε να καταφέρνει να κάνει αισθητή την παρουσία του. Πολύ περισσότερο όμως την ημέρα, το λευκό του είναι φτιαγμένο για τότε. Αν μάλιστα έχει και ήλιο το τρόπος που το χιόνι λάμπει όταν το αγγίζουν οι αχτίδες του είναι από τα ομορφότερα θεάματα τα οποία θα αντικρίσεις στην ζωή σου. Παντού, οπουδήποτε, πόσο μάλλον στην πόλη, στην πόλη σου όπου σπάνια ακόμα και πέφτει…

Είναι ωραίο να βλέπεις το χιόνι…Πριν όμως αρχίσει να λιώνει, όταν η ομορφιά του είναι ακόμα ακέραια και ανέπαφη. Αγνό, κατάλευκο και καθαρό όσο τίποτα άλλο ίσως στον κόσμο. Όταν σου θυμίζει τους πολύ λίγους και τα πολύ λίγα που σε κάνουν να βλέπεις διαμέσου της βρομιάς, της σκοτεινιάς και της θολούρας γύρω σου την ουσία, διαυγή και καθαρή όσο το χιόνι. Τους ελάχιστους εκείνους ανθρώπους και πράγματα που σε κάνουν, χωρίς καν να το σκεφτείς, να ψάξεις να βρεις και μέσα σου το χιόνι. Αγνό, καθαρό, αμόλυντο και απάτητο….μια νέα αρχή. Άγραφη και κατάλευκη, όπως το χιόνι….

https://www.youtube.com/watch?v=PvpWJhxp8m4

2010 + 7 μ. χ. (μετά χρεοκοπίας)

thinkerjpg

https://www.youtube.com/watch?v=lAy7XYBQwc4

Επτά χρόνια από τότε που ξεκίνησε ο χαμός, ο χαλασμός, το απόλυτο χάος λοιπόν…Επτά καθόλου σωτήρια χρόνια, αντίθετα αυτό που, αναγκαστικά πιθανότατα, επικράτησε στην διάρκεια τους ήταν το ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Κάποιοι κατελήφθησαν εξ απήνης, απελπίστηκαν σχεδόν αμέσως, υπέκυψαν, γονάτισαν, έφτασαν να δώσουν τέλος στην ζωή τους ή έπαψαν ακόμα και να σκέφτονται. Κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν να το κάνουν, συνέχισαν να σκέφτονται και επαναστάτησαν ενάντια στην προκατασκευασμένη μοίρα, την εκ των προτέρων χαραγμένη συνέχεια της πορείας της ζωής τους που προσπάθησαν να τους επιβάλλουν κάποιοι άλλοι. Έκαναν δηλαδή αυτό που οφείλει να κάνει κάθε άνθρωπος, να μην αφήνει την ζωή του να γίνεται έρμαιο οποιουδήποτε και οτιδήποτε αλλά να παραμένει μόνον ο ίδιος κυρίαρχος της και υπεύθυνος για αυτήν και να αγωνίζεται μέχρι τέλους για να διατηρήσει αυτό του το δικαίωμα που αλλιώς ονομάζεται ελευθερία, στην πιο αληθινή και ουσιαστική έννοια της.

Αν είσαι ένας/μια από αυτούς/ές που συνειδητά διαχωρίζονται από το κοπάδι των αιγοπροβάτων το οποίο δυστυχώς αποτελεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό τις σύγχρονες κοινωνίες συγχαρητήρια και σε εσένα απευθύνομαι. Σε εσένα που το ’11 είχες πλημμυρίσει μαζί με άλλους το Σύνταγμα και άλλες πλατείες της Ελλάδας γιατί αγανάκτησες. Αγανάκτησες ξεχνώντας ότι το βιβλίο του Στεφάν Εσέλ από το οποίο πήρε το όνομα το κίνημα σου δεν είχε τίτλο «Αγανακτήστε» αλλά «εΕξοργιστείτε». Γιατί ο σοφός υπέργηρος αγωνιστής γνώριζε πολύ καλά ως απόφοιτος φιλοσοφίας την διαφορά ανάμεσα στην αγανάκτηση και στην οργή. Η πρώτη είναι ένα «τυφλό» συναίσθημα που ακυρώνει την λογική και θολώνει την κρίση. Όμως όχι τόσο ο άλογος θυμός όσο η έλλογη, άρα και δικαιολογημένη οργή, η αρχαιοελληνική μήνις, πηγάζει και κατευθύνεται από το έμφυτο ένστικτο δικαιοσύνης που διαθέτει κάθε μη διαταραγμένος άνθρωπος. Η μήνις προκύπτει πάντα ως απάντηση σε μιαν ύβρη και σαν τέτοια είναι εκ φύσεως λογική και οξύνει την κρίση ώστε να διακρίνει την αλήθεια, όπως συμβαίνει ή έστω πρέπει να συμβαίνει πάντα όταν πρόκειται να απονεμηθεί δικαιοσύνη.

Εσύ όμως απλά αγανάκτησες, δεν οργίστηκες, ούτε καν θύμωσες. Αν είχες θυμώσει θα είχες καταλάβει ότι αυτοί και αυτά ενάντια στα οποία στράφηκε η αγανάκτηση σου ήταν μόνον ένα μέρος του προβλήματος, ήταν λίγα μόνον από όσους και όσα έφταιγαν. Αν είχες θυμώσει, ακόμα καλύτερα οργιστεί, θα είχες καταλάβει ότι ο τότε πρωθυπουργός της χώρας δεν ανακοίνωσε το ’10 από το Καστελλόριζο μόνο την οικονομική χρεοκοπία της χώρας σου. Αυτό που ανακοίνωσε – δίχως πιθανότατα να το συνειδητοποιεί και ο ίδιος, ούτε εκείνη την στιγμή ούτε και στη συνέχεια – ήταν η χρεοκοπία της ίδιας της χώρας σου, από κάθε πλευρά, σε κάθε τομέα, σε όλες τις εκφάνσεις και τις διαστάσεις της. Μιας χρεοκοπίας που συνετελέσθη επί τριάντα έξι συναπτά χρόνια με τον τρόπο τον οποίο συντελείται πάντα μια χρεοκοπία, ελάχιστα έσοδα, υπερβολικές, δυσθεώρητες μάλιστα σε σχέση με τα έξοδα, δαπάνες και εντελώς λανθασμένες επενδύσεις.

Αν το είχες κατανοήσει αυτό δεν θα είχες στραφεί μόνον ενάντια στο πολιτικό σύστημα και τα κόμματα που το αποτελούν – όχι όμως μόνα τους αλλά από κοινού με άλλους επίσημους και μη, φανερούς και όχι θεσμούς και καταστάσεις – αλλά και σε όσους και όσα άλλα ήταν υπαίτιοι για αυτή τη χρεοκοπία. Θα είχες ελέγξει δηλαδή όλους όσους άσκησαν με οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν. Ανάμεσα τους και την οικογένεια σου, ναι, αυτή την ίδια «αγία ελληνική οικογένεια» που είναι πολύ πιθανό ότι σε στήριξε και εξακολουθεί να σε στηρίζει σε όλη την διάρκεια της ήδη επταετούς κρίσης, η ζωή είναι γεμάτη από τέτοιες αντιφάσεις. Γιατί είναι αυτή η οικογένεια επίσης που με την φύση, την δομή, τις εσωτερικές της σχέσεις εξουσίας, άρα αναπόφευκτα και διαπλοκής, εμφυσεί, όταν δεν επιβάλλει, στα νεότερα μέλη της την φέρουσα πολιτική – και όχι μόνον – ιδεολογία της. Ακόμα κι όταν αυτά φτάνουν, ίσως από αντίδραση και μόνο, να υιοθετούν την αντίθετη.

Γιατί την ιδεολογία δεν την συνιστά μόνο μια πολιτική θέση αλλά ένα σύνολο απόψεων, κωδίκων και συμπεριφορών που εντέλει διαμορφώνουν κάθε μεμονωμένο άνθρωπο σε κοινωνικό ον, μέλος δηλαδή μιας συγκεκριμένης – και, θεωρητικά τουλάχιστον, συγκροτημένης – χωρικά και χρονικά κοινωνίας. Εντός αυτού του πλαισίου είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον να εξετάζουμε κατά πόσο προσιδιάζουν μεταξύ τους οι κοινωνικές μονάδες ανεξαρτήτως τοπικής προέλευσης, καταγωγής, εναρκτήριας οικονομικής κατάστασης , ακόμα και μορφωτικού επιπέδου, με μια κουβέντα κατά πόσον η επικρατούσα ιδεολογία είναι ισχυρότερη από τις επιμέρους πολιτικές θέσεις των μελών μιας κοινωνίας. Και στην περίπτωση της Ελλάδας διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ πιο ισχυρή από τις περισσότερες άλλες δυτικές χώρες.

Η ελληνική πολιτική κουλτούρα δυστυχώς δεν είναι διεκδικητική αλλά…εκδικητική. Αμφότερες οι βασικές πλευρές του πολιτικού φάσματος, ας εξακολουθήσουμε να τις ονομάζουμε αριστερά και δεξιά αλλά ακόμα και το κέντρο στο οποίο η μία ή η άλλη κυριαρχούν κατά καιρούς ή έστω το επηρεάζουν, επίσης εναλλάξ αλλά μερικές φορές και από κοινού, δεν θέλουν τόσο να κατακτήσουν την ηγεμονία για να προτείνουν και να εφαρμόσουν ένα μελετημένο πρόγραμμα για την πρόοδο και την ευημερία της χώρας και των πολιτών όσο για να επιβάλλουν την ιδεολογία τους στην άλλη και, κατά προέκταση, να την τιμωρήσουν ή και να την εκδικηθούν γιατί και εκείνη (θα) έκανε ακριβώς το ίδιο όταν (θα) είχε την ευκαιρία! Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο στον οποίο πλεονάζει η αγάπη (για να μεταχειριστώ την ηπιότερη λέξη) για την εξουσία ενώ το σημαντικότερο στοιχείο της διακυβέρνησης, η διαχείριση του παρόντος και, κατά το δυνατόν, του μέλλοντος της χώρας περνάει σε δεύτερο ή και τρίτο πλάνο, σχεδόν απουσιάζει λόγω περιφρόνησης, άγνοιας ή ενός συνδυασμού αυτών των δύο.

Παρατηρούμε μάλιστα ότι όσο πηγαίνουμε προς τα άκρα και των δύο πλευρών η άγνοια της διαχείρισης αρχίζει να συνοδεύεται και από μιαν απέχθεια προς αυτήν. Σε αμφότερα τα απώτερα άκρα όχι μόνο δεν υπάρχει πλέον κανένα ενδιαφέρον για την διαχείριση αλλά και σχεδόν θεωρείται κάτι περιττό, αν όχι και επιζήμιο. Εκεί έχουμε την εξουσία, δηλαδή την επιβολή της «δικής μας» ιδεολογίας στους πάντες και πριν από όλα στους πιο άσπονδους αντιπάλους μας, ως αυτοσκοπό πλέον και όχι σαν μέσο για την άσκηση πολιτικής.

Για αυτό και ο προσεχτικός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει παράδοξες ομοιότητες στις συμπεριφορές των δύο πλευρών. Η ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, ήδη από το τέλος της πρώτης τετραετίας διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, υποστήριξαν και προήγαγαν ένα μοντέλο ζωής ολοένα και πιο πολύ βασισμένο και προσανατολισμένο στην ύλη. Η επιστήμη, σε μεγάλο βαθμό και η παιδεία, ενδιέφεραν αυτά τα δύο κόμματα σαν τρόποι πλουτισμού, καταρχήν ατομικού και στη συνέχεια συλλογικού, ας το πούμε «εθνικού» για να μην τους χαλάσουμε το χατίρι. Την ίδια στιγμή η αριστερά και ιδιαίτερα η επί δεκαετίες «επίσημη», η αλλιώς λεγόμενη και δογματική, δηλαδή το ΚΚΕ, με το να εστιάζει τόσο απόλυτα στο θέμα της οικονομίας έστω και με τον δικό της τρόπο, της αναδιανομής δηλαδή του πλούτου, κατέληγε να χρησιμοποιεί εργαλειακά την παιδεία και να παραμελεί, αν όχι να αγνοεί παντελώς την επιστήμη πλην των εντελώς απαραίτητων για την επιβίωση του ανθρώπου τομέων της όπως η ιατρική. Ακόμα και στην τελευταία περίπτωση όμως επιδείκνυε μιαν απώθηση, αν όχι και φόβο, απέναντι στις όποιες επιστημονικές εξελίξεις και τις πιο σύγχρονες εφαρμογές της επιστήμης σαν η τεχνολογία και οι νέες ανακαλύψεις σε οποιοδήποτε επιστημονικό πεδίο, πρακτικό αλλά ακόμα και ανθρωπιστικό/«θεωρητικό», να ήταν εκ φύσεως μια συντήρηση η οποία εμπόδιζε την συνολική πρόοδο της κοινωνίας.

Οποία αντίφαση αλήθεια και δεν είναι η μόνη. Γιατί παρατηρούμε και μια περαιτέρω σύμπτωση συμπεριφοράς ανάμεσα στην ευρύτερη κεντροδεξιά και την ευρύτερη και ποικιλόχρωμη αριστερά ως προς τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον πολιτισμό, αν όχι γενικότερα το πνεύμα. Η πρώτη, συνεπής με την υλιστική θεώρηση της και έχοντας ως άλλοθι διατήρησης της σοβαρότητας της μερικούς – λιγότερο ή περισσότερο συντηρητικούς πολιτικά – ακρογωνιαίους λίθους της παραδοσιακής κουλτούρας της, επιδιδόταν ασύστολα για περισσότερα από είκοσι χρόνια στην παραγωγή ενός χυδαίου, κατώτερου ακόμα και από το αγοραίο επίπεδο, πολιτισμού με αιχμή του δόρατος της βέβαια το προνομιακό για αυτήν πεδίο της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η αριστερά όμως απαντούσε σε αυτό με το να περιχαρακώνεται στην, κατά την ίδια, πολιτισμική όσο και ηθική υπεροχή της, επαναλαμβάνοντας, αν όχι ανακυκλώνοντας, τα επιτεύγματα των ίδιων και μόνον αυτών ένδοξων τοτέμ του παρελθόντος της (πόσες πια επανεκτελέσεις του έργου του Μίκη Θεοδωράκη και για πόσες ακόμα δεκαετίες;) μην παράγοντας τίποτα νέο. Αλλά και τις λίγες φορές που κάτι έστω και λίγο ανανεωτικό προέκυπτε συγκυριακά στους κόλπους της βιαζόταν να το εξοβελίσει, να το περιθωριοποιήσει και τελικά να το αποπέμψει ως «ρεφορμιστικό», αν όχι σαν….προδοσία του ταξικού ιδεώδους και των αξιών της!

Υπό μιαν έννοα, αν και από διαφορετικές αφετηρίες και με διαδρομές που δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο, αμφότερες οι πλευρές κατέληγαν – και μάλλον συνεχίζουν να το κάνουν – παράδοξα στον ίδιο προορισμό. Των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν…Μόνο που, στην περίπτωση της αριστεράς, «τραγούδαγε», ενδιαφερόταν δηλαδή αποκλειστικά για την διαφύλαξη της ακεραιότητας και της περιβόητης καθαρότητας της άκαμπτης σαν μπετόν αρμέ πολιτικής και μόνο θέσης της για πάρα πολύ καιρό ενώ το πνευματικό της σπίτι καιγόταν. Και από την στιγμή που εισήλθαμε στην κρίση δεν καίγεται πλέον μόνον αυτό αλλά και το αληθινό της σπίτι με εντός του πάρα πολλούς ανθρώπους με σάρκα και οστά που πεινούν, δεν έχουν να πληρώσουν την νοσηλεία ή το ενοίκιο τους με αποτέλεσμα οι όποιες ασθένειες τους να παραμένουν αθεράπευτες ή να καθίστανται άστεγοι, πραγματικούς ανθρώπους αρκετοί από τους οποίους τοποθετούντο ή και εξακολουθούν να το κάνουν στον χώρο της αριστεράς.

Ο πνευματικός, διανοητικός, ψυχικός και φυσικά πάνω από όλα ο βιολογικός θάνατος δεν έχουν απολύτως τίποτα το ένδοξο, είναι απλά ένα θλιβερό μεν αλλά και αναπόφευκτο γεγονός της ζωής. Και όταν φτάνεις να οδηγείς, ακόμα και αν αυτό συμβαίνει παρά την θέληση σου ή έστω να ανέχεσαι ανθρώπους, οποιουσδήποτε ανθρώπους και πόσο μάλλον δικούς σου, κυριολεκτικά να πεθαίνουν μόνο και μόνο για να διατηρηθεί ζωντανή και απαραβίαστη η «ιερή ιδεολογία» σου τότε ευτελίζεις το τραγικό γεγονός του θανάτου τους, του στερείς ακόμα και το στοιχείο της αξιοπρέπειας. Αυτό δηλαδή που δικαιούται κάθε τελευτή του βίου, τιμώντας και δικαιώνοντας για ύστατη φορά την ζωή η οποία προηγήθηκε…

https://www.youtube.com/watch?v=EJldnRADPZg

Προεκτείνοντας αυτό τον συλλογισμό δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι τόσο η στην πλειοψηφία της θρησκευόμενη δεξιά όσο και η άθεη αριστερά δείχνουν να καταλήγουν ομνύοντας, δοξάζοντας και διατρανώνοντας την…επικούρεια φιλοσοφία ως την ιδανική βάση της ανθρώπινης ζωής. Σχετικά πρόσφατα μάλιστα ορισμένα τμήματα του αριστερίστικου ή και αντιεξουσιαστικού χώρου, έχοντας ανακαλύψει όψιμα τον ηδονισμό – ή μάλλον την ηδονοθηρία – ως μέσο….επανάστασης, φτάνουν μέχρι και να θεωρητικοποιούν πλέον αυτή την τόσο υλιστική άποψη, μη συνειδητοποιώντας το πόσο περισσότερο προσεγγίζουν έτσι την τόσο μισητή τους δεξιά.

Είναι η θεώρηση που λέει ότι «με λίγο καλό – ή και απλά περισσότερο από όσο έχω – σεξ ξεχνάω τα βάσανα μου, ίσως και αντλώ δύναμη για τους επόμενους αγώνες»….Και η διάσταση του σεξ ως τρόπου επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, της πιο απόλυτης ίσως επικοινωνίας που δεν τους κάνει να ξεχνούν τα όποια προβλήματα τους – και ακόμα περισσότερο τα κοινά – αλλά αντίθετα τους βοηθά να τα βλέπουν πιο καθαρά και τους οπλίζει με ακόμα περισσότερη δύναμη την οποία επιπλέον μοιράζονται για να τα αντιμετωπίσουν; Αυτήν δεν την σκέφτονται καν, την έχουν διαγράψει, δεν υφίσταται….Γιατί για να επικοινωνήσεις οτιδήποτε πρέπει να το διαθέτεις και επίσης να έχεις την θέληση να το κάνεις και για τη συντριπτική πλειοψηφία και τα δύο αυτά λάμπουν διά της απουσίας τους.

Φάγωµεν και πίωµεν αύριον γαρ αποθνήσκοµεν λοιπόν….Ας ξεχάσουμε όμως για λίγο το φαγητό, το ποτό και όλα τα σχετικά και ας επικεντρωθούμε σε αυτό το «αποθνήσκομεν». Και αν μεν δεν ενδιαφερόμαστε πια για τους εαυτούς μας τουλάχιστον ας σκεφτούμε για μια στιγμή τους επόμενους, αυτούς που για κάποιους από εμάς είναι παιδιά μας και το τι θα τους αφήσουμε ως παρακαταθήκη. Το παράδειγμα κάποιων που παραιτήθηκαν πριν καλά – καλά αρχίσουν να αγωνίζονται; Η εκείνων που αγωνίστηκαν όσο τους επέτρεπαν οι ανθρώπινες δυνάμεις τους φροντίζοντας επίσης έτσι να κάνουν τον δικό τους αγώνα λίγο ευκολότερο;

Σε αυτό το σημείο είναι ίσως χρήσιμο να σκεφτούμε και ότι η τόση προσήλωση στις διδαχές των επικούρειων έχει κάνει σχεδόν τους πάντες να μη θυμούνται καν το «αντίπαλον δέος» τους, τους στωικούς. Οι στωικοί όμως δεν ήταν σοβαροφανείς, αυστηροί και ολίγον…μαζοχιστές πουριτανοί όπως συνήθως παρουσιάζονται, υπήρχε μια εξαιρετικά συγκροτημένη θεώρηση πίσω από την παροιμιώδη εγκράτεια τους, ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα που σε πολλά σημεία του ήταν αξιοσημείωτα κοντινό με τον βουδισμό. Τυχαία ή μη αυτό φαίνεται ακόμα και από το όνομα του σημαντικότερου εκπροσώπου της τελευταίας φάσης της σχολής τους και κορυφαίου μάλλον εκφραστή των ιδεωδών τους ο οποίος λεγόταν Επίκτητος. Οπως ακριβώς δηλαδή επίκτητα είναι πολλά από τα κακά και όλα σχεδόν τα καλά στοιχεία τα οποία ίσως να προκαλούνται από την προσωπικότητα του ανθρώπου αλλά επισωρεύονται σε αυτήν προσδίδοντας του έτσι την ολοκληρωμένη πλέον ταυτότητα του. Ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία είναι και η δύναμη για διεκδίκηση, για να διεκδικείς ό,τι αδίκως σου στερούν ή απλά σου είναι αναγκαίο. Αν και στην βάση της πράξη δικαιοσύνης όμως η διεκδίκηση είναι με την σειρά της απαιτητική για τον άνθρωπο που την ασκεί, του θέτει μια σειρά από αιτήματα – με πρώτο το να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του – στα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν όλοι. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το θέμα μας;

Σημαίνει πολύ απλά ότι μπορεί μεν το πρόβλημα να μην είναι η οικονομία όπως είπε κάποτε ο Κλίντον αλλά δεν είναι ούτε η δεξιά, η απελπισμένη και δειλή κοινωνία που κωφεύει στα «θεόπνευστα» κηρύγματα σου, ούτε καν η ίδια η κρίση. Το πρόβλημα, τουλάχιστον από την Μεταπολίτευση και μετά, ήταν και τώρα είναι περισσότερο από ποτέ η βλακεία σου ηλίθιε! Η βλακεία που σε εγκλωβίζει μέσα στην «ιδεολογία» σου όχι σα να έχεις παρωπίδες αλλά σαν μέσα σε ψηλούς και αδιαπέραστους τοίχους, κάνοντας σε να μην μπορείς καν να δεις, πόσο μάλλον να εξάγεις συμπεράσματα από το παρελθόν, το παρόν και για αυτά που πρέπει να γίνουν για το μέλλον.

Ας ξεκινήσουμε από τα περασμένα, όχι λόγω παρελθοντολαγνείας όπως η δική σου αλλά επειδή εκεί βρίσκονται πάντα οι ρίζες και οι απαρχές των λαθών. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν ήταν κανενός είδους λαϊκή εποποιία. Ήταν το απίστευτο, εξωφρενικό σφάλμα του μοναδικού λαού στον κόσμο που ήταν τόσο ανόητος ώστε να βγει διαλυμένος όπως και οι υπόλοιποι από έναν παγκόσμιο πόλεμο μόνο για να χωριστεί σε δυο κομμάτια καθένα από τα οποία στράφηκε με μίσος εναντίον του άλλου προσπαθώντας με μανία να το εξοντώσει. Πού νομίζεις ότι βρίσκονται τα σπέρματα της εκδικητικής πολιτικής κουλτούρας την οποία ανέφερα παραπάνω; Μπορεί ήδη από την επανάσταση του ’21 να αλληλοσκοτώνονταν αλλά τουλάχιστον εκείνοι έμεναν το πολύ σε μιαν ανταπόδοση της μεμονωμένης δολοφονίας, εκεί τελείωνε αυτή η βλακώδης βεντέτα που όμοια της, αξίζει να το υπογραμμίσουμε, δεν βρίσκουμε στην Ιστορία καμίας άλλης χώρας αλλά μόνο στην μαφία, στην σικελική Καμόρα, σε ένα πεδίο δηλαδή του κοινού ποινικού δικαίου και όχι οποιασδήποτε λελογισμένης πολιτικής πρακτικής.

Αν αποδεχτείς αυτό μπορείς νομίζω να το κάνεις και για όλα τα συνεπαγόμενα. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ζωές που τελείωσαν ή καταστράφηκαν εξόριστες στα ξερονήσια και σε εκείνες που περατώθηκαν πρόωρα στην πηγάδα του Μελιγαλά και σε κάθε άλλη, στα έκτακτα στρατοδικεία και την ΟΠΛΑ, το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης και αυτό που έκανε ο ΕΛΑΣ ο οποίος ήταν κανονικός στρατός και μάλιστα από τους πλέον σκληροτράχηλους και ανηλεείς απέναντι στους αντιπάλους του και όχι φιλανθρωπική οργάνωση για την πρόοδο μιας κατεστραμμένης χώρας. Όλα, μα όλα αυτά είναι τεράστια, παράλογα λάθη, αρκετά από αυτά και εγκλήματα με όλη την έννοια και σημασία της λέξης και τα μισά περίπου (οι ανθρώπινες ζωές δεν μπαίνουν σε ζυγαριά!) δικά μας, του «χώρου μας». Τι δεν καταλαβαίνεις; Το να το δεχτεί κανείς δεν είναι ούτε προδοσία ούτε τίποτα άλλο αλλά απλό δείγμα κοινής λογικής και η αναγνώριση μιας απoλύτως επιβεβαιωμένης ιστορικής αλήθειας, η παραδοχή της ίδιας της πραγματικότητας.

Περνώντας στο σήμερα, γιατί άραγε ο Τραμπ είναι χειρότερος από τον, έτσι και αλλιώς φίλο του και στυγνό δικτάτορα, Πούτιν ή και από την χωμένη μέχρι πάνω από το κεφάλι μέσα στο πιο σκληροπυρηνικό, το πιο σκοτεινό αμερικανικό κατεστημένο Χιλαρι Κλίντον; Είναι μόνο το γεγονός ότι είναι ένας επηρμένος αλαζών και πιθανότατα παράφρων εκείνο το οποίο τον κάνει πιο επικίνδυνο από τους περισσότερους άλλους όμως αυτό είναι θέμα μιας συγκεκριμένης προσωπικότητας και των διαταραχών της και όχι οποιασδήποτε πολιτικής θέσης του που άλλωστε την απορρίπτει σε μεγάλο ποσοστό ακόμα και το ίδιο του το κόμμα, οι Ρεπουμπλικανοί.

Ας έρθουμε όμως και σε ένα πολύ πιο κοντινό μας ζήτημα και για αυτό θα μιλήσω, για μια και μοναδική φορά, προσωπικά. Από την στιγμή που άρχισα να έχω πλήρη συνείδηση του εαυτού μου αισθάνομαι και είμαι διεθνιστής, η Ελλάδα είναι απλώς το μέρος όπου γεννήθηκα και ζω αλλά τόπος μου είναι ολόκληρος ο πλανήτης και ομοεθνείς μου όλοι οι άντρες και οι γυναίκες που ζουν επάνω σε αυτόν και φυσικά το ίδιο ισχύει και για οποιονδήποτε πρόσφυγα ή και απλό μετανάστη, από όπου και αν προέρχεται και όπου και αν κατευθύνεται. Οχι όμως μόνο δεν με εμποδίζει το γεγονός ότι είμαι διεθνιστής αλλά αντίθετα αυτό ακριβώς με κάνει να μπορώ να δω καθαρά ότι υπάρχει κάτι πολύ λάθος, κάτι πολύ στραβό στο να κατευθύνονται – από συμφέροντα τόσο μεγάλα και σκιώδη ώστε όχι μόνο δεν ξέρουμε ποια και ποιων είναι αλλά πολύ πιθανόν να μην το μάθουμε ποτέ – τόσο μεγάλοι αριθμοί προσφύγων σε μια τόσο μικρή χώρα η οποία αδυνατεί πλέον να θρέψει τους μόνιμους κατοίκους της.

Ούτε μπορώ να υποτιμήσω το γεγονός ότι ανάμεσα σε αυτούς τους πρόσφυγες αναμφίβολα βρίσκονται και εκπρόσωποι του ακραίου ριζοσπαστικού ισλαμισμού, είτε του ISIS είτε άλλοι, άρα και εν δυνάμει τρομοκράτες, άνθρωποι που στο όνομα μιας φανατικής θρησκευτικής δοξασίας δεν σέβονται οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή και πριν από όλες την δική τους. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο ακραίος νεο-φονταμενταλισμός, πέραν από τα απάνθρωπα δικά του κίνητρα, ολοφάνερα επίσης εκπορεύεται από ακόμα μεγαλύτερα και πιο άδηλα συμφέροντα και επιδιώξεις και μάλιστα σε ένα τόσο ρευστό γεωπολιτικό τοπίο το οποίο ήδη επαναχαράσσεται και ξαναμοιράζεται σε ζώνες ελέγχου και όχι απλά επιρροής. Και δεν νομίζω ότι με κάνει ούτε στο ελάχιστο λιγότερο ανθρωπιστή αν πω ότι με διαλυμένες προ πολλού τις υποδομές υγείας και πρόνοιας, σε αρκετά μεγάλο βαθμό ακόμα και αυτές της παιδείας, της χώρας το να δίνονται τετρακοσάρια ευρώ – από όπου και αν προέρχονται – στους πρόσφυγες είναι τουλάχιστον προκλητικό, αν όχι εκνευριστικό. Και το πόσο μπορεί να εκνευρίσει ή και να εξοργίσει ομάδες πολιτών που ήδη βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης σπρώχνοντας τους και οικειοθελώς πλέον να γίνουν βορά στα ρατσιστικά και ξενοφοβικά νύχια της Χρυσής Αυγής το κάνει και εξαιρετικά επικίνδυνο.

Να μιλήσουμε όμως λίγο και για το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον; Αλλά για να το κάνουμε πρέπει να αποδεχθείς κάτι ακόμα, τόσο απλό όσο και ότι ένα και ένα κάνουν δύο. Ο σοσιαλισμός, κομουνισμός ή όπως αλλιώς θέλεις να τον αποκαλέσεις προϋποθέτει όχι τόσο την κοινοκτημοσύνη αλλά, για να είμαστε ειλικρινείς, την έλλειψη ιδιοκτησίας. Αυτή δοκιμάστηκε στην πράξη, επιβλήθηκε έστω, σε κάποιες χώρες που μετά από εβδομήντα περίπου χρόνια το σύστημα τους κατέρρευσε ταχύτατα και παταγωδώς, σαν τραπουλόχαρτα. Και αυτό σημαίνει ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των λαών τους ουσιαστικά ποτέ δεν το αποδέχθηκε, δεν του άρεσε αλλιώς θα το είχε υπερασπιστεί και δεν θα το είχε αφήσει να καταπέσει τόσο εύκολα και γρήγορα.

Αφού λοιπόν αυτό δοκιμάστηκε στην πράξη για τόσο χρόνο και δεν λειτούργησε πρέπει να δεχθούμε ότι αυτό που επικράτησε, έστω «νίκησε» αν το προτιμάς έτσι, είναι ο καπιταλισμός. Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι όλοι λειτουργούμε εντός αυτού, υποχρεωτικά αφού αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει και το βλέπουμε, έστω και αν πρόκειται για τον πιο στυγνό, σκληρό, απάνθρωπο καπιταλισμό που υπήρξε ποτέ, στην ύστερη μεν αλλά καθόλου σίγουρα και τελευταία φάση του. Και ο καπιταλισμός, όπως και οτιδήποτε άλλο και ακόμα πιο πολύ μετά από αιώνες εφαρμογής του, έχει τους νόμους και τις αρχές του για να μπορεί να λειτουργεί σωστά ως τέτοιος.

Και ο πρώτος από αυτούς τους νόμους είναι ότι συνεπάγεται και εξαρτάται από τον καταναλωτισμό. Ναι, ας συμφωνήσουμε ότι δεν είναι απαραίτητο, αντίθετα μάλιστα είναι μάλλον επιζήμιο να είναι άκρατος αλλά καπιταλισμός χωρίς καταναλωτισμό (και στοιχειωδώς έστω ελεύθερο ανταγωνισμό, ας το υπογραμμίσουμε και αυτό) απλά δεν υφίσταται. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι η κατανάλωση είναι το μοναδικό καύσιμο της καπιταλιστικής μηχανής. Αυξημένη αγοραστική δύναμη σημαίνει περισσότερη ζήτηση, άρα και απαίτηση για μεγαλύτερη προσφορά, άρα επενδύσεις σωστών (και αυτό μπορεί να διασφαλιστεί με διάφορους τρόπους και προϋποθέσεις) καπιταλιστών, άρα θέσεις εργασίας. Το τελικό αποτέλεσμα λέγεται απλά ανάπτυξη και αν δεν φέρνει πάντα ευημερία τουλάχιστον ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας των πολιτών.

Αντίθετα χαμηλή αγοραστική δύναμη σημαίνει μειωμένη ζήτηση, άρα ελάττωση της προσφοράς με συνέπεια επιχειρήσεις που κλείνουν ή μεταφέρονται σε χώρες με πιο συμφέρουσες για αυτές συνθήκες και σε αμφότερες τις περιπτώσεις θέσεις εργασίας που χάνονται. Με μια κουβέντα ύφεση και αυτό, είτε το θέλουν κάποιοι ή όχι, μεταφράζεται πάντα σε φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού, ακόμα και εξαθλίωση των ήδη φτωχότερων τμημάτων της. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο, αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του και να δει τι συμβαίνει στη χώρα μας εδώ και επτά περίπου χρόνια.

Συμπέρασμα; Το πιο αριστερό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος στην Ελλάδα στην αρχή του 2017 είναι να υποστηρίζει με όλη του τη δύναμη και τη θέληση – και αυτό σημαίνει όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις – οτιδήποτε μπορεί να φέρει ανάπτυξη. Να ξεχάσουμε δηλαδή την Ιστορία, την παράδοση, τις αρχές, ακόμα και τις αξίες της αριστεράς, με ρωτάς; Τι εννοείς αλήθεια; Γιατί αν αυτό σημαίνει το ΕΑΜ, τον Γράμμο και το Βίτσι, την Βάρκιζα και τις εξορίες (όσο και αν σαν άνθρωπος λυπάμαι βαθύτατα για εκείνα τα οποία υπέστησαν όσοι/ες βρέθηκαν εκεί, εντελώς άδικα μάλιστα στην πλειοψηφία τους) τότε – και με το συμπάθειο που λένε – χ… για όλα αυτά!

Γιατί όλα αυτά δεν μου λένε απολύτως τίποτα. Εχουν να κάνουν με έναν άλλο αιώνα, μιαν άλλη εποχή και κυρίως με έναν άλλο κόσμο. Με έναν κόσμο που δεν έχει τίποτα, μα τίποτα το κοινό με τον σημερινό, αυτόν που ζούμε εμείς σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά (ήδη περισσότερο από όσο διήρκεσε ο «υπαρκτός», για σκέψου το λίγο αυτό). Αν θέλεις να με πεις οπορτουνιστή ή ακόμα και προδότη κάνε το, αδιαφορώ γιατί ποτέ δεν έδωσα εξετάσεις «αριστερής ορθότητας» ούτε ιδεολογικά διαπιστευτήρια και δεν πρόκειται φυσικά να το κάνω τώρα. Θα σου απαντήσω μόνο ότι ήμουν, είμαι και θα είμαι ρεαλιστής και θα σου προτείνω – προσοχή, δεν στο επιβάλλω – να γίνεις και εσύ, έστω λίγο, όσο είναι αναγκαίο.

Αν αποφασίσεις να με ακούσεις, έστω να το δοκιμάσεις, θα αντιληφθείς ίσως ότι ο αληθινός αριστερός της εποχής μας πριν από όλα δεν αποκαλεί τον εαυτό του…αριστερό, όχι τουλάχιστον με την έννοια που είχε αυτή η λέξη στο μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα και ειδικά στην Ελλάδα. Αν το πράξεις και αυτό τότε σίγουρα θα καταλάβεις πόσο απαραίτητο είναι να απεγκλωβιστείς από μιαν ιδεολογία που πλέον σου κλείνει τους ορίζοντες αντί να τους διευρύνει. Δεν σου λέω να ενστερνιστείς και να αγαπήσεις τον καπιταλισμό βλάκα, αυτό νομίζεις μήπως ότι κάνω εγώ; Εξακολουθώ να θεωρώ τον καπιταλισμό και τον υλισμό (μαζί όμως και τον «ιστορικό», εντάξει;) το χειρότερο δεινό της ανθρωπότητας και την άμεση ή έμμεση αιτία για τους πολέμους και οτιδήποτε άλλο αρνητικό και άσχημο της έχει συμβεί διαχρονικά στην πορεία της. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είμαι και τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι σε αυτό το ιστορικό στάδιο – ή και σε οποιοδήποτε άλλο, για να σου πω την αλήθεια – μπορείς να τον πολεμήσεις με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παρά μόνον εκ των έσω του.

Αυτό που σου προτείνω λοιπόν είναι να ξεφύγεις από το, πριν από οτιδήποτε άλλο αφόρητα παρωχημένο, γράμμα του μαρξισμού και να κρατήσεις και να μείνεις μόνο στο πνεύμα του. Αν το κάνεις θα διαπιστώσεις εύκολα ότι ο Μαρξ πριν από όλα εκκινούσε από την αγάπη του για τον συνάνθρωπο παρά το μίσος για οποιονδήποτε αντίπαλο του. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για αυτό από το ότι ο κυριότερος συνεργάτης του ήταν ο εκατομμυριούχος εργοστασιάρχης Ενγκελς. Μήπως λοιπόν μέσα στο τόσο πολύ «ταξικό μίσος» από τις περισσότερες αριστερές κατευθύνσεις προς κάθε άλλη, ακόμα περισσότερο δε μετά τις εκλογές του ’12, έχεις χάσει ή ξεχάσει την αγάπη για τον συνάνθρωπο, τον σύντροφο, τον συναγωνιστή, τον φυσικό σου σύμμαχο, αν το θέλεις έτσι; Έστω και αν η απόχρωση του λαβάρου του είναι λίγο διαφορετική, περισσότερο ή και λιγότερο έντονα κόκκινη από του δικού σου…

Αρα λοιπόν, αν και των οικιών ημών εμπιπραμένων, ημείς άδομεν… είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Στον οποιονδήποτε «βασιλέα», ακόμα και τον εκλεγμένο, οποιονδήποτε άρχοντα, οποιονδήποτε ασκούντα εξουσία. Και αυτό σημαίνει, πριν από όλα, ότι πρέπει κάποτε – και όσο πιο σύντομα τόσο το καλύτερο – να σταματήσει να ανεμίζει την όποια ιδεολογία του με καμάρι και υπερηφάνεια σαν σημαία αλλά και ως άλλοθι, να πάψει να καλύπτεται πίσω της και να αρχίσει επιτέλους να επιτελεί ουσιαστικά το έργο του που είναι το να διαχειρίζεται. Αυτό είναι στις παρούσες συνθήκες όχι το βασικό αλλά το μόνο ζητούμενο από εκείνον, αυτό είναι το σημαντικότερο διακύβευμα και πάνω σε αυτό άλλωστε θα κριθεί, από τους συμπολίτες του τους οποίους εκπροσωπεί και καλείται να συντονίζει.

Το να το κάνει όμως αυτό εξαρτάται και επαφίεται σε εσένα, εμένα, όλους μας. Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, λένε οι χριστιανοί. Είτε πιστεύεις είτε όχι κράτησε το εύχεσθε και ακόμα περισσότερο το γρηγορείτε ώστε να γίνονται οι περισσότερες τουλάχιστον ευχές σου πραγματικότητα. Οφείλουμε να επαγρυπνούμε και να προσέχουμε για να μην ξεφεύγουν τα πράγματα από τα χέρια αυτών που τα ελέγχουν, είτε είμαστε από εκείνους οι οποίοι τους επέλεξαν για να το κάνουν είτε όχι. Οφείλουμε να τους ελέγχουμε και η δημοκρατία, με όλα τα ελαττώματα και τις ελλείψεις της, μαζί με την λογική μας παρέχουν αρκετούς τρόπους για αυτό. Εκείνοι έχουν το χρέος και το καθήκον τους και αυτό είναι το δικό μας, αν με αντιλαμβάνεσαι…

Και ανάμεσα σε αυτούς τους τρόπους ελέγχου είναι και το αναλογιστούμε αν εδώ και πολλά χρόνια διαπράττουμε ένα ακόμα και κεφαλαιώδες λάθος. Μήπως είναι μάταιο, αδύνατο να ζητάμε από μια κοινωνία που έχει ήδη καταρρεύσει και κάθε είδους συνεκτικός ιστός της έχει διαλυθεί να αντισταθεί και να συνεχίσει να αγωνίζεται για το κοινό καλό και, ακόμα περισσότερο, να διαμορφώσει έτσι τα μέλη της, τους πολίτες ώστε να το κάνουν; Μήπως η μοναδική πλέον λύση είναι να αντιστρέψουμε την διαδικασία; Να διαμορφώσουμε δηλαδή τέτοιες προσωπικότητες, τέτοιες ατομικές μονάδες ώστε να σχηματίσουν ένα κοινωνικό σύνολο (και κατά προέκταση αυτούς που θα το κυβερνούν, θα διαχειρίζονται με σώφρονα τρόπο δηλαδή τα ζητήματα του, στο μέλλον) καλύτερο, ανθεκτικότερο και δυνατότερο από το υπάρχον; Αυτό φυσικά δεν μπορεί να γίνει παρά αρχίζοντας καθένας και καθεμία από την πρώτη μονάδα που έχει στην διάθεση του, τον ίδιο τον εαυτό του/της. Και δεν υπάρχει πιο κατάλληλη στιγμή για αυτό από την ξεκίνημα μιας νέα χρονιάς….

Ας είναι λοιπόν το 2017 όχι γενικά και αόριστα «καλό» αλλά πραγματικά καλύτερο. Με υγεία πριν από όλα και με όχι απλά σκέψη αλλά περίσκεψη, περισσότερη αυτογνωσία, προσωπική ανεξαρτησία από οτιδήποτε δεσμεύει και περιορίζει καθένα/καθεμία που ίσως κάποτε οδηγήσει και στην συλλογική αυτοτέλεια με κάθε έννοια, όσο το δυνατόν λιγότερες ψευδαισθήσεις και αντίστοιχα περισσότερη πραγματικότητα και με λίγο ή και πολύ περισσότερη αγάπη. Αγάπη για όλους τους υπόλοιπους η οποία όμως φυσικά και αυτή δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τον εαυτό μας….Ας τον αγαπήσουμε επιτέλους ή ας τον αγαπήσομε λίγο περισσότερο. Γιατί πώς είναι δυνατόν να αγαπήσουμε οποιονδήποτε άλλον αν δεν αγαπάμε αυτόν αλλά και, ακριβώς το αντίστροφο, πώς μπορεί να μας αγαπήσει οποιοσδήποτε αν πρώτα εμείς οι ίδιοι δεν αγαπάμε τον εαυτό μας; Διπλό άτοπο, όπως θα λέγαμε και στα μαθηματικά.

Και το πρώτο πράγμα που θα συνειδητοποιήσουμε αν αρχίσουμε να αγαπάμε αληθινά τον εαυτό μας έχει πάρα πολύ άμεση σχέση με όλα τα δυσάρεστα που βιώνουμε τα τελευταία επτά χρόνια και το πως τα αντιμετωπίζουμε ή μάλλον δεν καταφέρνουμε να το κάνουμε. Θα κατανοήσουμε ότι η ανθρώπινη ζωή, η δική μας και κάθε άλλη, είναι πάρα πολύ σύντομη για να την αφιερώνουμε και να περιμένουμε να δικαιωθεί και να πραγματωθεί με την δικαίωση και την πραγμάτωση, επί της ουσίας δηλαδή την επικράτηση, της όποιας ιδεολογίας. Πολύ περισσότερο δε όταν το τίμημα για αυτό είναι να στερούμαστε από οτιδήποτε επιθυμούμε – εντέλει ακόμα και να αφαιρούμε από τον εαυτό μας το ίδιο το δικαίωμα του να επιθυμεί – και, ακόμα χειρότερα, από την λίγη χαρά της ζωής η οποία μας αναλογεί και την απλή, αναγκαία ελπίδα ότι αυτή η χαρά θα γίνει κάποτε λίγο περισσότερη. Γιατί μπορείς και αξίζει να αγωνίζεσαι μόνο για κάτι που αγαπάς και σου αρέσει και σου δίνει για αντάλλαγμα λίγη χαρά, κάτι το οποίο απολαμβάνεις και δεν είναι για εσένα ένα αφόρητο βάρος. Ας το κατανοήσουμε επιτέλους αυτό πριν είναι πολύ αργά, για την ζωή καθενός/καθεμίας μας προσωπικά και της κοινωνίας μας συλλογικά…

https://www.youtube.com/watch?v=_EZ2212FKQ4

Οι αδικημένοι της πανσελήνου

 

MOONSHADOW

https://www.youtube.com/watch?v=rbPIu5GQagA

Λίγα ουράνια – ή και γήινα ακόμα – φαινόμενα έχουν απασχολήσει τόσο πολύ την ανθρωπότητα όσο η πανσέληνος, όλες τις νύχτες που συμβαίνει αλλά ιδιαίτερα τις καλοκαιρινές και περισσότερο από όλες εκείνη του Αυγούστου. Εκατομμύρια ζευγάρια ερωτευμένων ανά τους αιώνες την έχουν κοιτάξει λες και η αγάπη τους προέρχεται από αυτήν και ίσως επίσης εξαρτάται και η διάρκεια της. Αναρίθμητοι λογοτέχνες, πεζογράφοι και ακόμα περισσότεροι ποιητές, έχουν εμπνευστεί από αυτήν, την έχουν κάνει θέμα τους ή και τα δύο. Χωρίς καν να αναφέρουμε ζωγράφους και εκπροσώπους άλλων μορφών της ανθρώπινης δημιουργικότητας….

Στη σύγχρονη εποχή ειδικά η πανσέληνος του Αυγούστου είναι αφορμή για ένα είδος μικρού «συναγερμού». Κρατικοί, δημοτικοί, ακόμα και ιδιωτικοί φορείς δραστηριοποιούνται, δημόσιοι κυρίως (όπως μουσεία) αλλά και μη χώροι ανοίγουν και λειτουργούν εκτάκτως και μουσικοί διαφόρων ιδιωμάτων καλούνται να επενδύσουν το θέαμα. Και όλα αυτά γιατί; Για να συγκεντρωθούν μεγαλύτεροι ή μικρότεροι αριθμοί ανθρώπων για να δουν και να παρατηρήσουν την αυγουστιάτικη πανσέληνο. Κάποιοι άλλοι το κάνουν σε μικρότερες ομάδες, παρέες δίνουν ραντεβού σε ένα ύψωμα, ένα μπαλκόνι ή ακόμα και μια ταράτσα για τον ίδιο πάντα σκοπό, να δουν την πανσέληνο αλλά πιο χαλαρά και με μεγαλύτερη άνεση. Σα να επρόκειτο για κάτι το τόσο αξιοθαύμαστο ή και απλά πρωτόφαντο….

Υπάρχουν βέβαια και λίγοι που απλά απορούν. Απορούν για το πως τόσοι πολλοί δεν ξέρουν ή δεν θυμούνται ότι η σελήνη δεν είναι ούτε γίνεται ποτέ μεγαλύτερη ή μικρότερη. Η σελήνη είναι ο μη αυτόφωτος δορυφόρος της γης, το φως της δηλαδή προέρχεται, όπως και της τελευταίας, από τον ήλιο. Οι φάσεις της λοιπόν δεν προκαλούνται καν από το ότι πέφτει πάνω της η σκιά της γης και την κρύβει (για την ακρίβεια αυτό συμβαίνει μόνο κατά μέσο όρο δυο φορές το χρόνο οπότε και έχουμε έκλειψη της) αλλά από την ποσότητα του ηλιακού φωτός και από ποια γωνία το δέχεται. Στη φάση της νέας σελήνης δεν δέχεται απευθείας σχεδόν καθόλου ηλιακό φως ενώ αντίθετα σε αυτή της πανσελήνου δέχεται απευθείας την μεγαλύτερη ποσότητα του από οποιαδήποτε άλλη.

Αν το σκεφτεί κανείς έτσι εύκολα διαπιστώνει ότι αυτό που αποκαλούμε «πανσέληνο» στην πραγματικότητα συμβαίνει τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες τον χρόνο και είναι μόνον ένα – δυο οπτικά φαινόμενα και ότι η θέση μας ως παρατηρητές παραμένει σταθερή αυτά που μας κάνουν να την βλέπουμε δώδεκα με δέκα τέσσερις το πολύ φορές στην διάρκεια του έτους. Αυτό δηλαδή που προκαλεί τόση προσοχή και θαυμασμό στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια οφθαλμαπάτη. Πώς λοιπόν τόσοι πολλοί άνθρωποι μπορούν να την πιστεύουν, πόσο μάλλον να ασχολούνται τόσο πολύ μαζί της;

Πιθανότατα για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ουσιαστικά το ένα οδηγεί στο άλλο, που επιμένουν να πιστεύουν στην αυταπάτη η οποία πηγάζει και περιβάλλει αυτή την οφθαλμαπάτη. Το ότι απλά να δεις για αρκετή ή και πολλή ώρα την αυγουστιάτικη πανσέληνο μπορεί να σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις – ή έστω να ξεχάσεις για λίγο, όσο μάταιο θα ήταν αυτό ακόμα και αν συνέβαινε – τα όποια προβλήματα σου, να σε κάνει να νιώσεις λίγο καλύτερα ή, ακόμα πιο εξωφρενικό, ευτυχισμένο.

Επειδή λοιπόν αυτοί οι λίγοι δεν μπορούν να ξεχάσουν τα παραπάνω αδυνατούν και να κατανοήσουν το γιατί τόσοι πολλοί ενθουσιάζονται ή και εκστασιάζονται τόσο πολύ με την καλοκαιρινή πανσέληνο. Και επειδή, ευτυχώς ή δυστυχώς, ο κυνισμός τους δεν τους επιτρέπει να είναι – ή ακόμα και να υποκρίνονται ότι είναι – τόσο αθώοι ή και ηλίθιοι δεν μπορούν φυσικά να συμμετέχουν σε αυτή την εκούσια συλλογική αυταπάτη. Και για αυτό κοιτάζουν δύσπιστα το αρρωστιάρικο φως της σελήνης, αυτή την κιτρινιάρικη και τόσο φτωχότερη αντανάκλαση της ζωογόνας λάμψης του ηλίου, το μοναδικό πράγμα που ουσιαστικά μπορεί να κάνει αυτή η άνυδρη και άχρηστη διαστημική κοτρόνα την οποία αποκαλούμε σελήνη ή φεγγάρι.

Δεν έχει σημασία ότι στην πανσέληνο η αντανάκλαση αυτή του ηλιακού φωτός είναι πιο λαμπερή από όσο σε οποιαδήποτε άλλη σεληνιακή φύση. Το μόνο που κάνει αυτό στους ολίγους εκ φύσεως δύσπιστους είναι να τους θυμίζει την αγγλική λέξη lunatic, το ότι δηλαδή οι συνέπειες τις οποίες προκαλεί η έλξη της γης από την σελήνη στο ανθρώπινο σώμα και, ακόμα πιο πολύ, στον ψυχισμό μας είναι μεγαλύτερες κατά την πανσέληνο ακριβώς γιατί τότε η έλξη αυτή γίνεται πιο έντονη. Δεν θα μπορούσε λοιπόν να τους ενδιέφερε ποτέ η πανσέληνος. Αν θα τους ενδιέφερε ίσως κάτι θα ήταν να δουν κάποτε την σελήνη όπως είναι στα αλήθεια, στο σύνολο της και, πάνω από όλα, την σκοτεινή πλευρά της, αυτή που είναι πάντα αθέατη από την γη. Μήπως όμως είναι εκείνη στην οποία βρίσκονται τον περισσότερο χρόνο οι ίδιοι; Ίσως και οι περισσότεροι από τους/τις άλλους/ες, όλους/ες αυτούς/ές που ακριβώς για αυτό θέλουν να πιστεύουν ότι βλέπουν πάντα και μόνο την φωτεινή πλευρά της η οποία μάλιστα γίνεται υπέρλαμπρη στις πανσελήνους.

Το να δεις όμως την σκοτεινή πλευρά της σελήνης είναι φυσικά αδύνατο και για αυτό οι λίγοι αδικημένοι της πανσελήνου αποστρέφουν βαριεστημένα το βλέμμα τους από τον ουρανό. Εστιάζουν για άλλη μια φορά εκεί όπου το κάνουν πάντα, στα εσωτερικά τους τοπία και στο ανθρώπινο περιβάλλον εντός του οποίου ζουν και αρχίζουν να σκέφτονται πριν πράξουν. Γιατί μόνο με πράξεις μπορείς να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα και να λειτουργήσεις μέσα σε αυτήν. Και επειδή η απραξία τελικά ισοδυναμεί με ανυπαρξία…

https://www.youtube.com/watch?v=gh2tnSRi90I

 

 

Made of air…

NIGHTAIR

Το σώμα μας αποτελείται κατά εβδομήντα τοις εκατό από νερό ή H20. Το υγρό δηλαδή που όταν εξαερώνεται παράγει το οξυγόνο, το αέριο το οποίο με τη σειρά του αποτελεί ένα σεβαστό ποσοστό της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τον πλανήτη μας και μας επιτρέπει να υπάρχουμε επάνω σε αυτόν. Είναι το οξυγόνο αυτό που αναπνέουμε και αυτό επίσης δημιουργεί το νερό, το υγρό χωρίς την πρόσληψη του οποίου μπορούμε να επιβιώσουμε για πολύ μικρότερο διάστημα από όσο χωρίς φαγητό, την οποιαδήποτε στερεά ύλη δηλαδή, ακριβώς γιατί όπως είπαμε είναι το στοιχείο που αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του σώματος μας.

Αν το καλοσκεφτούμε λοιπόν είμαστε πολύ λιγότεροι φτιαγμένοι από στερεά ύλη από όσο συνήθως νομίζουμε. Κατά μιαν έννοια στην πραγματικότητα είμαστε φτιαγμένοι από αέρα, ναι, αέρα σαν αυτόν που μας περιβάλλει. Από αυτόν προερχόμαστε και σε αυτόν, πολύ περισσότερο από όσο στο χώμα, θα επιστρέψουμε κάποτε. Μόρια και ακόμα περισσότερο άτομα και μικροσωματίδια ατόμων, χαμένα μέσα στην απεραντοσύνη των αναρίθμητων εκατοντάκις τρισεκατομμυρίων άλλων τέτοιων ατόμων και μικροσωματιδίων που αποτελούν τον αέρα ο οποίος, ανεξάρτητα από την περιεκτικότητα του ή μη σε οξυγόνο, ξεκινάει από τις απαρχές του σύμπαντος οι οποίες δεν ξέρουμε καν ποιες ακριβώς είναι και φτάνει μέχρι τις εσχατιές του που δεν θα δούμε ποτέ και πιθανότατα είναι εκεί ακριβώς από όπου ξεκίνησε. Αέρας άπειρος, αιώνιος, αναλλοίωτος στο σύνολο του, παρά τις συνεχείς μεταβολές κάθε δευτερόλεπτο στη σύνθεση και στα επιμέρους συστατικά του….

Και στο ενδιάμεσο; Τι συμβαίνει στην διάρκεια του τόσο σύντομου τελικά διαστήματος κατά το οποίο είμαστε συγκροτημένοι σε αυτό που αποτελεί την έμβια ύπαρξη μας; Τι είναι αυτό που μας εμποδίζει να διαλυθούμε μέσα στον αέρα, φωτεινό την ημέρα και κατασκότεινο τη νύχτα, ο οποίος μας περιβάλλει και μέρος του είμαστε και εμείς; Τι είναι αυτό που δεν αφήνει αυτό τον αέρα όταν τίθεται σε κίνηση και μετατρέπεται σε άνεμο, παγωμένο τον χειμώνα και καυτό το καλοκαίρι, να μας παρασύρει όπου θέλει και τελικά να μας διαλύσει, να μας εκμηδενίσει μέσα σε ελάχιστες στιγμές; Μήπως η ίδια μας η ύπαρξη δεν είναι τελικά παρά μια ψευδαίσθηση, ένα θρόισμα, ένα παιχνίδι του αέρα; Μήπως το γεγονός του ότι υπάρχουμε δεν είναι παρά ένα καπρίτσιο του που ανά πάσα στιγμή, όταν χάσει το κέφι του για αυτό, μπορεί να πάψει να υφίσταται;

Όχι όμως, κατηγορηματικά δεν είναι έτσι! Πριν από όλα γιατί, όπως λέει και ένα τραγούδι, «έχουμε την ψυχή μας και έτσι μπορούμε να αισθανόμαστε», κάτι που σίγουρα ο αέρας δεν μπορεί να κάνει. Και στη συνέχεια και ακόμα περισσότερο γιατί υπάρχει αυτή η φωνή μέσα μας που επαναλαμβάνει συνεχώς, όπως και σε όλους τους όμοιους μας, σκέφτεσαι άρα υπάρχεις, σκέφτεσαι άρα υπάρχεις….Μόνον όταν αυτή η φωνή σιωπήσει, ξαφνικά όσο αναμενόμενο και αν είναι όπως ακριβώς και όταν άρχισε, θα έχουμε γίνει και πάλι τμήμα του αέρα. Αλλά και πάλι, τι μπορούμε να κάνουμε απέναντι στην απεραντοσύνη και στη δύναμη του; Είμαστε τελικά εντελώς ανίσχυροι μπροστά του, έρμαια της παραμικρής κίνησης του;

Σε αυτό το σημείο όμως δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε άλλους ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνο δεν διαλύθηκαν ή δεν λύγισαν καν μπροστά στην τεράστια δύναμη του αέρα αλλά αντίθετα την χρησιμοποίησαν για να κάνουν τις συνθήκες διαβίωσης τους και στη συνέχεια πάρα πολλών άλλων πιο ευνοϊκές και εντέλει λίγο καλύτερες. Αυτούς που, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, παρατήρησαν ότι κάθε ήχος διαδιδόταν μέσω του αέρα και, ελέγχοντας την παραγωγή των κυμάτων του από κρουστές, έγχορδες μα και πνευστές – διαμέσου του φυσήματος δηλαδή – πηγές, άρχισαν να δημιουργούν την μουσική, ένα από τα λίγα πράγματα τα οποία διαχρονικά τέρπουν και κάνουν λίγο πιο ευχάριστη την ζωή του είδους μας. Ή άλλους που χρησιμοποίησαν την δύναμη του αέρα για να παράγουν διάφορες μορφές ενέργειας. Και τέλος εκείνους που, αρκετά πιο πρόσφατα, σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν τον αέρα για να μεταφέρουν σε πολύ μακρινές αποστάσεις μεγάλα φορτία, ανάμεσα τους και ανθρώπινα, πολύ πιο εύκολα και ασύγκριτα πιο γρήγορα από όσο οποιοσδήποτε άλλος τρόπος μετακίνησης τον οποίο γνωρίζαμε μέχρι τότε.

Καλά όμως αυτοί που κατόρθωσαν τέτοια θαυμαστά πράγματα αλλά τι μπορούμε να κάνουμε εμείς, καθένας/μία μας, στην καθημερινότητα μας για να μην καταλήξει η ύπαρξη μας να είναι στην κυριολεξία έπεα πτερόεντα; Πριν από όλα έχουμε τον συνδυασμό τον στοιχείων που μας καθιστούν βέβαιους/ες ότι υπάρχουμε, των συναισθημάτων και της λογικής μας. Και ο συνδυασμός αυτός παράγει μερικά πολύ σημαντικά αποτελέσματα, πριν από όλα τα όνειρα αλλά και τις επιθυμίες οι οποίες αποτελούν ένα πολύ ισχυρό κίνητρο για κάθε άνθρωπο. Είναι όμως τα όνειρα που παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί από αυτά – και μόνον από αυτά! – γεννιέται η ελπίδα.

Οτιδήποτε και αν πει κανείς, όσο και αν τονίσει την σημασία της ελπίδας, θα είναι λίγο. Είναι το μεγαλύτερο, το ισχυρότερο κίνητρο μας για να συνεχίζουμε, να βελτιώνουμε τον εαυτό μας, να προσπαθούμε, να κοπιάζουμε, να αγωνιζόμαστε και να μην παραιτούμαστε, να μην εγκαταλείπουμε ποτέ το αυτονόητο δικαίωμα μας στην ζωή και όσο καλύτερη είναι δυνατόν σε κάθε περίσταση. Άνευ ελπίδας έχουμε ουσιαστικά εξαερωθεί πολύ πριν φτάσει η στιγμή να πραγματοποιηθεί αυτό, αντίθετα είναι εκείνη που, πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο, μας επιβεβαιώνει κάθε στιγμή ότι είμαστε κάτι πολύ περισσότερο από μια ασταθής, αβαρής και δίχως ρίζες μάζα αέρα. Και σχεδόν τίποτα άλλο δεν μας δίνει τόσο δύναμη όσο αυτή η επίγνωση….

Η ελπίδα είναι το καλύτερο κίνητρο μας και το πιο δυνατό μας όπλο στην μάχη της ζωής. Είναι η απολύτως χειροπιαστή σκέψη, ακόμα και όταν η εικόνα της μέσα στο μυαλό μας μόνον ολοκληρωμένη δεν είναι, που μας κάνει όχι να αψηφούμε αλλά να επιμένουμε κόντρα και στον ισχυρότερο αντίθετο αέρα. Η σκέψη για κάτι καλύτερο, οτιδήποτε και αν είναι αυτό για κάθε άνθρωπο και σε κάθε περίπτωση, που θα έρθει. Και δεν θα έρθει επειδή απλά υπάρχει ή, ακόμα χειρότερα, γιατί θα το φέρει ο άνεμος, εμείς θα το κάνουμε να έρθει, επειδή το θέλουμε, με την λογική μας και με τις συνειδητές και συστηματικές προσπάθειες μας για αυτό. Η ελπίδα είναι αυτό που τελικά μας διαφοροποιεί από τον αέρα που ήμασταν και θα γίνουμε και πάλι κάποτε, σηματοδοτεί και οριοθετεί το διάστημα κατά το οποίο είμαστε μια αυτεξούσια οντότητα που υπόκειται μόνο στην δική της θέληση και όχι του αέρα ή οτιδήποτε ή οποιουδήποτε άλλου.

Επί της ουσίας η ελπίδα είναι που μας κρατάει ζωντανούς αλλά και μας δίνει την δύναμη να παλεύουμε για την ίδια την ζωή μας και έτσι να συνεχίζουμε, μέχρι το φυσικό τέλος μας. Ίσως δεν είναι πάρα πολλά αλλά αναμφίβολα, αμέσως μετά από την ζωή, είναι ό,τι καλύτερο, υψηλότερο και ομορφότερο μας έχει δοθεί και διαθέτουμε….Και για αυτό ακριβώς της – αλλά και μας – αξίζει να μαχόμαστε και για αυτήν την ίδια, την ελπίδα, μέχρις εσχάτων για να την δικαιώσουμε, δηλαδή να την μετατρέψουμε σε πραγματικότητα.

Όσο για το αν τελικά χάσουμε αυτόν τον πόλεμο…τι να γίνει; Τουλάχιστον θα είναι μια ένδοξη ήττα και, πάνω από όλα, θα ξέρουμε ότι επιτελέσαμε στο ακέραιο το καθήκον μας, απέναντι στην ελπίδα αλλά και τον εαυτό μας. Έτσι ώστε όταν τα άτομα μας και τα μικροσωματίδια τους θα διαχυθούν και πάλι ανάμεσα στα άπειρα άλλα του αέρα να διατηρήσουν, έστω ως μεταμνήμη, τα όσα νιώσαμε και, ακόμα περισσότερο, όσα η ελπίδα μας έκανε να νιώσουμε….μέχρι ίσως η ίδια εσωτερική φωνή αλλά με άλλο τόνο να αρχίσει και πάλι να ψιθυρίζει σε κάποια από αυτά τα άτομα και μικροσωματίδια και αρκετά άλλα που θα βρεθούν δίπλα τους σκέφτεσαι άρα υπάρχεις. Γιατί αν ισχύει το αξίωμα ότι η ενέργεια διατηρείται αναλλοίωτη και δεν χάνεται ποτέ δεν μπορεί φυσικά να αποτελεί εξαίρεση η πιο ζωτική μορφή της….Γιατί τι άλλο είναι η ελπίδα παρά η ενέργεια της ίδιας της ζέουσας και ρέουσας ζωής;

Και αυτή η σκέψη δεν μπορεί παρά να σε κάνει να κοιτάξεις τον αέρα που σε γέννησε με την ίδια κατανόηση και αγάπη όπως πάντα αλλά και με περισσότερο πείσμα από ποτέ. Καθώς λοιπόν του ψιθυρίζεις με σφιγμένα δόντια «όχι, δεν θα σου περάσει» κλείνεις τα μάτια και τον αφήνεις να περάσει από πάνω σου, αισθάνεσαι μέχρι τα κατάβαθα του είναι σου την τιτάνια δύναμη του ενώ ταυτόχρονα του κλέβεις πονηρά και αποθηκεύεις λίγη. Τόση όση χρειάζονται τα φτερά της ελπίδας σου για να πετάξει πάρα πολύ ψηλά, όσο είναι αναγκαίο για να φτάσει στην πραγμάτωση της….

 

https://www.youtube.com/watch?v=U7RYSQvrUrc

 

 

Στις ξέρες, με τον άνεμο κόντρα…

 

ROCKSATSEA

Είναι πάντα οι πιο δύσκολες ώρες αυτές, πολύ αργά τη νύχτα και λίγο πριν το ξημέρωμα, στη γέφυρα, τότε που όλο το πλήρωμα έχει πάει για ύπνο και είσαι εντελώς μόνος σου εκεί. Τον χειμώνα, με τις βροχές, τα αστραπόβροντα και τον δυνατό άνεμο να ανεβάζει τα κύματα πιο ψηλά από την πλώρη αλλά ίσως ακόμα περισσότερο τώρα το καλοκαίρι. Με την απόλυτη νηνεμία του, τη θάλασσα λάδι, τον έναστρο ουρανό και την πεντακάθαρη ατμόσφαιρα να αφήνει την ματιά ελεύθερη να φτάνει μπροστά, πολύ μπροστά….στις γραμμές των οριζόντων. Μακρινές, πάντα μακρινές και ακόμα και όταν τις νομίζεις ότι τις πλησίασες να δείχνουν πάλι το ίδιο μακρινές…..

Δεν είναι μόνον το ότι, όπως συνήθως άλλωστε, δεν σου κολλάει ύπνος αυτό που δεν σε αφήνει να πας να ξεκουραστείς και εσύ. Πολύ περισσότερο είναι ότι είναι μια από εκείνες τις νύχτες και ημέρες που δεν μπορείς να εμπιστευθείς τον αυτόματο πλοηγό ούτε για μερικά δευτερόλεπτα, όπως άλλωστε ήταν και οι περισσότερες, σχεδόν όλες μέχρι τώρα…Γιατί η θάλασσα, αυτή η θάλασσα, είναι πάντα επίφοβη και αν δεν προσέξεις γίνεται πολύ επικίνδυνη, την ημέρα αλλά πολύ περισσότερο τη νύχτα. Γιατί μπορεί μεν «να είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάρια» αλλά τι συμβαίνει όταν δεν υπάρχει κανένα φανάρι, κανένα φως όπως απόψε; Τότε δεν αρκεί να χαραχθεί η πορεία, πρέπει και κάποιος να την επιβλέψει. Και αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από εσένα….

Για αυτό λοιπόν είσαι και πάλι μόνος σου στη γέφυρα, σε αυτό το καράβι που το λένε ΖΩ Η2016….Το βλέμμα σου καρφωμένο πάντα εμπρός, ευθεία μπροστά, στον ορίζοντα εκτός όταν ρίχνεις σχεδόν κλεφτές ματιές στην πυξίδα για να στρίψεις, όταν χρειάζεται, ελάχιστα το πηδάλιο, δεξιά ή αριστερά. Είναι αυτές οι τόσο μικρές ώστε το αμάθητο μάτι δεν τις παρατηρεί καν αλλά και απαραίτητες, καθοριστικές αλλαγές στην πορεία που είναι ό,τι σημαντικότερο στην πλοήγηση, το να μην κάνεις έστω και μιαν από αυτές μπορεί να επιφέρει την καταστροφή, δηλαδή την καταβύθιση. Πολύ περισσότερο όταν η διαδρομή που ήδη ακολουθείς ολοφάνερα είναι εξαιρετικά δυσχερής και όχι από τις πλέον ακίνδυνες….

Όχι βέβαια ότι καμία διαδρομή ήταν ή θα είναι ποτέ πανεύκολη και δεν θα κρύβει κανένα κίνδυνο αλλά αυτή είναι σίγουρα πολύ περισσότερο από άλλες. Άγνωστα νερά, δεν μπορείς να ξέρεις καν αν είναι πολύ βαθιά ή αντίθετα ύπουλα ρηχά και στεριά να μη φαίνεται πουθενά γύρω, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι….Αυτό που σίγουρα φαίνεται είναι οι ξέρες, πολλές, μεγάλες και πολύ κοντά η μία στην άλλη, άλλες σχεδόν καλυμμένες από το νερό και άλλες να ορθώνονται ψηλές και για αυτό να δείχνουν ακόμα πιο απειλητικές ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο, είναι οι κρυμμένες αυτές που μπορούν να τρυπήσουν το σκαρί πριν καν το καταλάβεις. Και δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξεις πορεία και να τις προσπεράσεις, η διαδρομή αυτή υποχρεωτικά διέρχεται ανάμεσα τους….Το έχεις αποδεχθεί και ξέρεις πολύ καλά ότι μόνο σου μέλημα είναι να περάσει το πλοίο αλώβητο και να συνεχίσει το ταξίδι του, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία. Ακολουθώντας το φως του ήλιου, πηγαίνοντας προς αυτό που ταυτόχρονα είναι και εκείνο το οποίο μπορεί να σε οδηγήσει…

Αυτή την ώρα όμως, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, δεν έχεις τίποτα άλλο εκτός από τα μάτια σου και την πυξίδα, την πυξίδα και τα μάτια σου….Και δεν είναι μόνον οι ξέρες μπροστά, είναι και το ότι έχεις τον άνεμο κόντρα. Θα ήταν καλύτερα αν τον είχες ούριο και, καθώς είναι αρκετά δυνατός, να προκαλεί κλυδωνισμούς στο καράβι; Όχι αλλά και το να τον έχεις κόντρα με αυτή την ένταση σε δυσκολεύει να κρατήσεις σταθερή πορεία, υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι το πλοίο στρίβει με δική του πρωτοβουλία. Και αυτό δεν έχει σημασία όμως, ο αντικειμενικός σκοπός του ταξιδιού αλλά και η στοιχειώδης αυτοσυντήρηση επιβάλλουν να διατηρηθεί η πορεία σταθερή….Και για αυτό ακριβώς βρίσκεσαι και πάλι μόνος σου στη γέφυρα τώρα.

Και όμως δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, δεν ήταν αναγκαίο να είναι έτσι…Υπήρχαν τουλάχιστον άλλες δυο – τρεις διαδρομές προς τον ίδιο προορισμό, με λιγότερες δυσκολίες και πολύ λιγότερους κινδύνους. Και δεν είναι καθόλου ανεξήγητο το γιατί ακολουθείς αυτή, την χειρότερη και όχι μιαν από εκείνες, γνωρίζεις πολύ καλά τον λόγο. Είναι γιατί κάποιοι δεν τηρούν τους απλούστερους και βασικότερους κανόνες της ασφαλούς ναυσιπλοΐας και ένας από αυτούς κυριολεκτικά σε ώθησε να το κάνεις…

Και επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, σε εσένα αλλά και σε πολλούς άλλους, δεν μπορεί να μην ξυπνήσει μάσα σου το έμφυτο συναίσθημα της δικαιοσύνης….και τότε σε πιάνει μια ιερή αγανάκτηση για όλους και όλες αυτούς/ές που βγαίνουν στη θάλασσα δίχως μπούσουλα, με χαλασμένο πηδάλιο, χωρίς να έχουν χαράξει καμία πορεία και ούτε καν έναν συγκεκριμένο προορισμό. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να αρμενίζουν ανέμελοι, θεωρώντας μάλιστα ότι η θάλασσα είναι μόνο δική τους, να πλέουν δεξιά και αριστερά, όπου και όπως γουστάρουν….Και όλα αυτά επειδή δεν έχουν την δύναμη να παραδεχτούν ότι είναι ακατάλληλοι για αυτό το ταξίδι και τουλάχιστον να βρουν έναν ήσυχο όρμο για να αράξουν και να μείνουν εκεί, αποτραβηγμένοι για πάντα.

Αυτό σημαίνει ότι πολύ συχνά παρασύρουν και άλλους ή άλλες, αδύναμους/ες αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο….η δική τους αδυναμία είναι ότι φοβήθηκαν ή απλά δεν μπόρεσαν ακόμα να μάθουν να κυβερνούν το καράβι τους, Θα μπορούσαν όμως πολύ ωραία να το μάθουν αν δεν βρισκόταν στη ρότα τους κάποιος/α από τους άλλους/ες, από αυτούς/ές που κάνουν τις μάταιες, άσκεφτες, επικίνδυνες, χωρίς λόγο και αιτία, πόσο μάλλον δίχως το παραμικρό νόημα μανούβρες τους μέσα στη θάλασσα και στην κυριολεξία όποιον πάρει ο χάρος εκτός φυσικά από τους ίδιους/ες, τα τομάρια τους ξέρουν πάντα να τα προφυλάσσουν πολύ καλά. Και προφανώς αυτό συνεπάγεται ότι πολύ εύκολα, έστω και από θαλάσσια καραμπόλα, μπορείς να βρεθείς να την πληρώνεις και εσύ, δίχως ούτε καν να τους γνωρίζεις, πολύ περισσότερο χωρίς να τους έχεις βλάψει στο παραμικρό…

Και τότε, όσα αποθέματα ανεκτικότητας για τους άλλους και αν έχεις, δεν μπορείς να μην ευχηθείς όλοι και όλες αυτοί/ές οι άχρηστοι πλοίαρχοι να εξαφανίζονταν από την θάλασσα. Τα άθλια, σάπια πριν ακόμα από την καθέλκυση, γαμημένα καρυδότσουφλα τους να έβρισκαν μπροστά τους τις ξέρες, τους σκοπέλους και τους υφάλους στους οποίους σπρώχνουν εσένα και τόσους/ες άλλους/ες και να γκρεμοτσακίζονταν, να πήγαιναν στον διάβολο μαζί με τους ίδιους/ες. Γιατί αυτή η θάλασσα στο πέρασμα των αιώνων γίνεται όλο και πιο δύσκολη στο να την πλεύσεις…Και δεν έχει χώρο, ούτε εμείς οι υπόλοιποι έχουμε τον χρόνο για αυτούς/ές οι οποίοι/ες δεν μπήκαν στον κόπο, δεν ξέρουν, δεν μπορούν, δεν θέλουν και για αυτό δεν θα μάθουν ποτέ αυτό που η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων μαθαίνει όσο νωρίτερα γίνεται. Απλά να κυβερνά σωστά το καράβι της….

Και είμαστε πια πάρα πολλοί/ές σε αυτή την θάλασσα για να έχουμε την πολυτέλεια να ανεχόμαστε κάποιους/ες που αγνοούν ακόμα και το γιατί βρέθηκαν σε αυτήν, λειτουργώντας μόνο σαν βαρίδια για όλους/ες εμάς οι οποίοι/ες προσπαθούμε να μην πάμε στον πάτο. Ανώφελο, περιττό έρμα που αυτό το οποίο επιδιώκει στην ουσία είναι να καταλάβει μια θέση στα αμπάρια ενός άλλου πλοίου, επιβαρύνοντας τα κατά πολύ και μην προσφέροντας το παραμικρό αντάλλαγμα για αυτό…Και τέλος υπάρχουν άνθρωποι και ανθρωπάκια που δεν ανταποκρίνονται στην θεμελιώδη απαίτηση του αμοιβαίου αλληλοσεβασμού η οποία οφείλει να χαρακτηρίζει το είδος μας και αυτή ναι, είναι μια πολύ μεγάλη διαφορά, τοποθετώντας τους δεύτερους ελάχιστα πιο πάνω από την κατηγορία των φασιστοειδών υπανθρώπων οι οποίοι διέπονται αποκλειστικά από τον ρατσισμό, τον σεξισμό, τον φανατισμό και ό,τι άλλο αρρωστημένο γεννάει το καταραμένο μυαλό τους.

Όμως αυτή η σκέψη δεν σε βοηθά, αντίθετα μάλλον σε αποσπά από αυτό που δεν μπορεί παρά να είναι ο μόνος σκοπός σου, το να φτάσεις ασφαλής και με το καράβι σου ακέραιο και δίχως ζημιές. στον προορισμό σου. Για αυτό και εστιάζεις στο μόνο που πρέπει το κάνεις, σε αυτόν τον προορισμό όσο και αν δεν είναι ακόμα ορατός…Ευτυχώς οι γραμμές των οριζόντων παραμένουν πάντα το ίδιο μακρινές. Και δεν το πιστεύεις απλά ακράδαντα, το ξέρεις ότι, αργά ή γρήγορα, το δικό σου απάνεμο λιμάνι θα φανεί….Εστω και με κόντρα τον άνεμο θα περάσεις και από αυτές τις ξέρες, ακόμα και αν είναι περισσότερες και πιο επικίνδυνες από όσες άλλες έχουν βρεθεί στη ρότα σου. Διόλου συμπτωματικά γιατί ο προορισμός αυτή τη φορά είναι μάλλον ο πιο επιθυμητός και όμορφος που κατευθύνθηκες ποτέ…Και αν το σκοτάδι γύρω σου είναι τόσο πηχτό υπάρχει το φως από ένα ζευγάρι μάτια για να σου δείχνει αλάθητα την ρότα, ακόμα και αν δεν τα βλέπεις αυτή τη στιγμή τα έχεις αδιάκοπα, κάθε λεπτό μέσα στην ψυχή σου. Λαμπρότερα και πιο φωτεινά από όλους τους φάρους του κόσμου μαζί….

Άλλωστε ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται, είναι μια αλήθεια που κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει ποτέ. Και σε αυτήν ειδικά τη θάλασσα τις περισσότερες φορές έχει φουρτούνα, ακόμα και οι μπουνάτσες πολύ συχνά δεν είναι παρά ανάπαυλες πριν την επόμενη τέτοια. Έχεις περάσει ήδη από πάρα πολλές φουρτούνες, δεν θα σε φοβίσει μια ακόμα, έστω και αν είναι μεγαλύτερη….Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να διατηρήσεις αδιατάρακτη την σωστή πορεία σου και αυτό το γνωρίζεις καλά. Οπως γνωρίζεις και ότι, όπως ακριβώς δεν πρέπει να αφήνεις το μεγάλο υψόμετρο να σε επηρεάζει αρνητικά με ιλίγγους ή οτιδήποτε άλλο, έτσι δεν πρέπει και να επιτρέπεις σε αυτή τη δύναμη, σε αυτή την θεϊκή σχεδόν φόρτιση που κάνει την ψυχή σου όχι απλά να κοιτά αλλά και να στρέφεται προς τα πάνω, όσο υψηλότερα είναι δυνατόν, να φτάσει και σε άλλα σημεία. Με άλλα λόγια να αφήσεις τα μυαλά σου να πάρουν αέρα, υποτιμώντας τον κίνδυνο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο….

Κλειδώνεις λοιπόν το πηδάλιο στην κατεύθυνση που έχεις ήδη διασφαλίσει ότι είναι αυτή που πρέπει για τα επόμενα δέκα λεπτά και βγαίνεις στο κατάστρωμα για ένα τσιγάρο. Ο δυνατός κόντρα άνεμος έχει και τα θετικά του, δροσίζει το σώμα σου μετά από την ζέστη του κλειστού χώρου αλλά μαζί θαρρείς και τις σκέψεις σου, σχεδόν αγγίζει και την ψυχή σου…Και καθώς η αυγή αρχίζει να χαράζει εύχεσαι στον εαυτό σου και σε όποιον/α άλλον/η είναι αναγκασμένος να περάσει ανάμεσα από ανάλογες ξέρες αυτό το «μακρύ ταξίδι της ημέρας μέσα στη νύχτα» να είναι τουλάχιστον όσο το δυνατόν συντομότερο. Και τελικά στρέφεσαι στην μικρή εκείνη φράση που ανέκαθεν σε κρατούσε όχι μόνον όρθιο αλλά και σε εγρήγορση με το πηδάλιο στα χέρια τόσες νύχτες και σίγουρα θα το κάνει και αναρίθμητες άλλες: Περιμένετε και ελπίζετε!

 

The last word

Is the lost word

Why don’t you say so

I sleep light

On these shores tonight

I live light on these shores

Elevation don’t go to my head

Now you give me no trouble

And you give me no help

It is the clown

That works so well

I sleep light on these shores tonight

I live light on these shores

Elevation don’t go to my head

Our lips are sealed our breath is burning

These cold wild seas have left us turning

But I sleep light on these shores tonight

I live light on these shores….

 

https://www.youtube.com/watch?v=cJapgp-kTqQ

 

 

Ο νόμος δυτικά της Ροδόπης!

LUCKYLUKE

Ας μεταφερθούμε λοιπόν νοερά στο Far West αλλά σε μια διαφορετική εποχή και τόπο από το δεύτερο ήμισυ του δεκάτου ενάτου αιώνα στις δυτικές περιοχές των ΗΠΑ…Ενας πολύ αυστηρός μεν αλλά όχι απαραίτητα και διεφθαρμένος  δικαστής, τηρώντας με υπερβολικό ζήλο το γράμμα του νόμου και όχι αυθαιρετώντας, καταδικάζει στην εσχάτη των ποινών, σε θάνατο διά απαγχονισμού, έναν φουκαρά που είχε διαπράξει ένα πλημμέλημα και αυτό γιατί τον υποχρέωσαν οι συνθήκες, ας πούμε ότι είχε κλέψει ένα μοσχάρι από ένα γειτονικό ράντσο για να εξασφαλίσει λίγο φαγητό στην οικογένεια του που πεινούσε.

Στο να εξαντλήσει ο δικαστής όλη την αυστηρότητα του συνέβαλλαν πολύ και οι καταθέσεις αρκετών μαρτύρων κατηγορίας, κατοίκων επίσης της ίδιας μικρής πόλης, οι οποίοι δεν μπήκαν καν στον κόπο να κρύψουν την αντιπάθεια τους προς τον κατηγορούμενο. Για ορισμένους μάλιστα από αυτούς ψιθυρίζεται ότι ήταν και ψευδομάρτυρες, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του ράντσερ από τον οποίο κλάπηκε το μοσχάρι ή ποιος ξέρει ποιου άλλου…

Κυριότερος πάντως μάρτυρας κατηγορίας ήταν ο σερίφης της πόλης που ήταν και αυτός ο οποίος είχε συλλάβει τον κατηγορούμενο. Σε αυτόν ανέθεσε ο δικαστής και την εκτέλεση της ποινής καθώς ο ίδιος πρέπει να φύγει από την μικρή πόλη αφού είναι από εκείνους που περιοδεύουν σε μιαν ολόκληρη περιοχή την οποία έχουν υπό την εποπτείας τους και έτσι έχει σύντομα δικασίμους και σε άλλες, γειτονικές πόλεις.

Καθώς όμως ο καταδικασμένος περιμένει στην μικρή, στενή φυλακή την εκτέλεση της ποινής φτάνει ο καιρός να ψηφίσουν και πάλι οι κάτοικοι της πόλης για τον σερίφη τους. Και αυτή τη φορά δεν ανανεώνουν την εμπιστοσύνη τους προς τον προηγούμενο αλλά προτιμούν έναν άλλο ο οποίος έβαλε για πρώτη φορά υποψηφιότητα για το αξίωμα και είναι νεότερος από όλους τους προκατόχους του.

Ο νέος σερίφης έχει προκαταβολικά διακηρύξει ότι θα φέρει μιαν αρκετά διαφορετική θεώρηση στην άσκηση ου λειτουργήματος του. Ανάμεσα στα άλλα που έχει πει είναι και ότι, ακόμα και αν δεν μπορεί ίσως να ισχυριστεί ότι ο φουκαράς που έκλεψε το μοσχάρι είναι αθώος, σίγουρα πιστεύει ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι κάτι περισσότερο και από υπερβολική. Και θα κάνει ότι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να την μετριάσει…

Ως σερίφης όμως έχει επίσης ορκιστεί πίστη στο νόμο και πριν απ’ όλα οφείλει να τον τηρεί. Γιατί ΠΡΕΠΕΙ να υπάρχει κάποιος νόμος και σε εκείνη την περιοχή όπως και σε οποιαδήποτε άλλη, έτσι δεν είναι; Αφού λοιπόν ο δικαστής έχει αποφασίσει την καταδίκη σε θάνατο την προγραμματισμένη ημέρα δεν έχει άλλη επιλογή από το να οδηγήσει, έστω και με βαριά καρδιά, τον κατάδικο στην κρεμάλα.

Ολοι σχεδόν οι κάτοικοι της μικρής πόλης έχουν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την εκτέλεση η οποία θα πραγματοποιηθεί λίγο έξω από αυτήν. Και ένα παράξενο πράγμα, όλοι, ακόμα και οι φανατικότεροι εκ των μαρτύρων κατηγορίας στην δίκη, παρατηρούν τα τεκταινόμενα λίγο θλιμμένοι, σαν κάτι να τους σφίγγει ξαφνικά την ψυχή…

Ο δήμιος περνάει την θηλιά στο λαιμό του καταδίκου και την δεδομένη ώρα χτυπάει το άλογο που στη σέλα του βρίσκεται ο τελευταίος έτσι ώστε να το κάνει να φύγει, το σώμα του κατάδικου να βρεθεί στο κενό και να επέλθει ο θάνατος του. Ετσι και γίνεται αλλά τότε οι κάτοικοι της μικρής πόλης προσέχουν κάτι αλλόκοτο που συμβαίνει…

Βλέπουν δηλαδή ξαφνικά τον νεαρό σερίφη που τα τελευταία λίγα λεπτά τον είχαν χάσει από τα μάτια τους ανεβασμένο στο κλαδί του δέντρου στο οποίο είναι δεμένο το σχοινί της κρεμάλας! Τι κάνει εκεί πάνω; Προσπαθεί να τραβήξει το σώμα του καταδίκου τόσο γρήγορα και με τέτοιο τρόπο ώστε να προλάβει να τον ανεβάσει και αυτόν στο κλαδί πριν έρθει ο θάνατος του. Δεν μπορούσε μεν να παραβιάσει τον νόμο και να ματαιώσει την εκτέλεση αλλά βρήκε αυτό τον τρόπο, ριψοκινδυνεύοντας την ίδια την ζωή του, για να προσπαθήσει να σώσει τον  κατάδικο και να του επιτρέψει να συνεχίσει να ζει.

Ολοι οι κάτοικοι της μικρής πόλης παρακολουθούν όχι μόνο με περιέργεια και ενδιαφέρον αλλά και με αγωνία το δύσκολο, κοπιαστικό και ριψοκίνδυνο εγχείρημα του νεαρού σερίφη, να ισορροπήσει κυριολεκτικά και μεταφορικά ανάμεσα στο να μην παρακούσει τον νόμο και στην ηθική επιταγή του να σώσει έναν επί της ουσίας  αθώο άνθρωπο. Ολοι, ακόμα και η κουστωδία – γιατί ο ίδιος απουσιάζει από την πόλη –  του πρώην σερίφη, εκείνοι οι οποίοι συνήθως αποτελούσαν τα αποσπάσματα καταδίωξης που σχημάτιζε όταν το έκρινε αναγκαίο. Και ακόμα και αυτοί εύχονται, ενδόμυχα και χωρίς να το ομολογούν έστω, να επιτύχει η προσπάθεια του νεαρού σερίφη. Ολοι το επιθυμούν και το θέλουν αυτό εκτός από τους ελάχιστους, δυστυχώς πλέον όχι απλά γραφικούς αλλά πολύ επικίνδυνους για το σύνολο, τρελούς της μικρής πόλης…

Σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση, ακόμα και η κατεξοχήν ένοχη ΝΔ πλην βεβαίως Σαμαρά, παρακολουθεί, εγκρίνει και σε μεγάλο βαθμό συμπαρίσταται και στηρίζει την προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να σώσει από σχεδόν βέβαιο θάνατο έναν λαό που όταν ανέλαβε να το κυβερνήσει είχε ήδη περασμένη στο λαιμό του την θηλιά και τα πόδια του κρέμονταν στο κενό. Ουδείς βέβαια αγιοποιείται ή εξιλεώνεται εκ των προτέρων και το αν ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να σώσει τον ελληνικό λαό είναι ο καταλληλότερος, ευφυής ή αφελής και εντέλει αποτελεσματικός θα το κρίνει η Ιστορία, πιθανόν και το εκλογικό σώμα σε όχι και πάρα πολλούς σε οποιαδήποτε περίπτωση μήνες.

Η ίδια όμως Ιστορία έχει ήδη αποφανθεί για το που ανήκουν οι λίγοι ηλίθιοι πρώην σύντροφοι του Α. Τσίπρα που, κόντρα ακόμα και στην κοινή λογική και φυσικά σε κάθε έννοια ηθικού, πολιτικού, μέχρι και ποινικού νόμου, ανεβασμένοι στο ίδιο κλαδί με εκείνον το πριονίζουν μανιασμένα για να τον γκρεμοτσακίσουν, αδιαφορώντας όχι μόνο για το αν θα έχουν και αυτοί την ίδια τύχη αλλά ακόμα και για το αν έτσι ο ελληνικός λαός μπορεί μεν να αποφύγει τον διά απαγχονισμού θάνατο αλλά μόνον επειδή θα πεθάνει από απότομη και μη ελεγχόμενη πτώση από αρκετά μεγάλο ύψος. Και ποια είναι αυτή η θέση για την οποία τους  προορίζει η Ιστορία; Μα φυσικά ανάμεσα στα χειρότερα, τα πιο άχρηστα ρετάλια της…

Σημειώσεις για ένα καλοκαίρι…

SUMMERNIGHTSKY ..

…το καλοκαίρι

σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει 

γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο κι ερωτηματικά… 

Η αρχή του καλοκαιριού…Ποιος είπε δηλαδή ότι το καλοκαίρι πρέπει να αρχίζει υποχρεωτικά την πρώτη Ιουνίου; Και γιατί να μην ξεκινάει μετά το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου; Οχι γιατί τότε αρχίζει η άδεια σου, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται το ετήσιο διάστημα που ξεκουράζεσαι από την εργασία σου, αν φυσικά είσαι από τους τυχερούς που έχουν ακόμα κάποια – μια ελάχιστη διαφορά στην προφορά αλήθεια χωρίζει αυτή την «άδεια» από την άδεια, δηλαδή την κενή, ποια κενή όμως και από τι; Πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογική συγγένεια, όπως και αν έχει….

Ούτε γιατί τότε, κάπου στις αρχές Αυγούστου, ξεκινούν για τους περισσότερους οι διακοπές, άλλη πολύ ενδιαφέρουσα λέξη αυτή…Διακόπτεις τι και γιατί; Την κανονική ζωή σου, την ροή της ίσως; Αρα αν λάβουμε υπόψη μας και το συνολικό αστικό φολκλόρ που εδώ και δεκαετίες συνοδεύει τις διακοπές, ειδικά στην Ελλάδα, η καλύτερη εποχή του χρόνου είναι οι ελάχιστες εβδομάδες κατά τις οποίες διακόπτεις τον φυσικό ρυθμό της ζωής σου για να μην κάνεις απολύτως τίποτα; Πρωτότυπη θεώρηση, αν μη τι άλλο και, αν το καλοσκεφτείς, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να μας βλέπουν όλοι οι υπόλοιποι σαν αθεράπευτους, αν όχι επαγγελματίες τεμπέληδες…

Οχι λοιπόν, θα μπορούσε η αρχή του καλοκαιριού να είναι για εσένα τώρα επειδή έτσι το θέλεις, γιατί ποτέ δεν πίστεψες ότι είναι υποχρεωτικό να συντονίζεσαι και να συμβαδίζεις πάντα και σε όλα με τους υπόλοιπους…Επειδή πολύ απλά έτσι γουστάρεις και τότε θυμάσαι ότι την ίδια ακριβώς αίσθηση είχες και επτά και τρία χρόνια πριν την συγκεκριμένη περίοδο και αν την πρώτη φορά κάπως μπορούσες να την εξηγήσεις την δεύτερη δεν είχες ιδέα. Γιατί λοιπόν να μην είναι και τώρα μια τέτοια περίπτωση;

Κατά βάθος βέβαια και πέραν από την εκάστοτε συγκυρία ξέρεις πολύ καλά τον λόγο…Είναι επειδή πάντα έβλεπες το καλοκαίρι διαφορετικά από τους άλλους, για τους περισσότερους είναι κατάληξη αλλά για εσένα ανέκαθεν ήταν έναρξη. Καιρός του θερίζειν, καιρός του σπείρειν και όχι το αντίθετο…Το καλοκαίρι προηγείται της σποράς του φθινοπώρου, της βλάστησης των σπόρων αρχικά εντός και στη συνέχεια εκτός του εδάφους – κάτι σαν…εγκυμοσύνη της γης; –  του χειμώνα και της εκρηκτικής, συγκλονιστικής ανθοφορίας της άνοιξης. Από εκεί και πέρα γιατί να πρέπει κανείς να περιμένει αναγκαστικά την ωρίμανση και την καρποφορία του επομένου καλοκαιριού, ποιος νοιάζεται εντέλει για κάτι που θα συμβεί έναν ολόκληρο χρόνο μετά; Για να μην το πάμε και βαθύτερα, στο τι ακριβώς σημαίνει για τον καθένα ωρίμανση και στο πόσα διαφορετικά είδη καρποφορίας από τον ίδιο σπόρο μπορούν να υπάρξουν…ποιος μπορεί να προβλέψει ποιο ακριβώς θα είναι αυτή την φορά και γιατί να θέλει οπωσδήποτε να το κάνει;

Αφού λοιπόν είναι η αρχή του καλοκαιριού είναι καιρός να προγραμματίσεις το που θα παραθερίσεις….ακόμα και αν δεν φύγεις τελικά καθόλου από την πόλη, όπως και τις τελευταίες πέντε χρονιές.

…αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού 

το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου  

που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα την παντοτινή

για να μας πλύνει από τις αμαρτίες…

Δεν πειράζει  όμως…Το βλέμμα ψηλά, όπως πάντα τέτοια εποχή και βραδινή ώρα όταν βρίσκεσαι σε ανοιχτό χώρο, έστω και αν είναι ένα μπαλκόνι. Από τότε που ήσουν μικρό παιδί και άκουσες για πρώτη φορά το σλόγκαν «space is the place» και σου καρφώθηκε στο μυαλό, μια για πάντα…Οπως τότε, έτσι και τώρα, κοιτώντας προς την κατεύθυνση του Ωρίωνα, πάντα προς αυτήν. Και τότε και τώρα το ήξερες, το πίστευες βαθιά μες σου ότι αυτές και μόνο θα ήταν οι ιδανικές διακοπές σου, λίγες έστω μέρες στον Μπετελγκέζ ή στην Μπελατρίξ ή τέλος πάντων κάπου ανάμεσα τους. Η διαφορά είναι ότι τότε έδινες έστω και μιαν ελάχιστη πιθανότητα το όνειρο αυτού του τέλειου καλοκαιρινού ταξιδιού κάποτε να πραγματοποιηθεί ενώ τώρα γνωρίζεις πολύ καλά ότι δεν υπάρχει η παραμικρή….

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας 

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής…

Άλλωστε μπορεί να υπάρχει και εδώ, κοντά σου, γύρω σου και ειδικά όταν είναι νύχτα όπως τώρα ένας άλλος Ωρίων…Ενας αστερισμός φτιαγμένος από τα φώτα που έρχονται από το εσωτερικό των κτιρίων, των νέον επιγραφών, των διερχομένων αυτοκινήτων, εκείνου του μακρινού αεροπλάνου, από εκατομμύρια ζευγάρια μάτια που ξέρεις ότι είναι εκεί έξω χωρίς να τα βλέπεις, από τις εκλάμψεις, ορατές και μη, οι οποίες έρχονται κατά δισεκατομμύρια κάθε δευτερόλεπτο από το σύμπαν και από πολύ, πάρα πολύ, απέραντο στιλπνό σκοτάδι. Και απόλυτα, νεκρικά  βουβός όπως και εκείνος στον ουρανό…

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή 

δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ· ψίθυροι 

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη 

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια…

Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού σου όμως ο Marc Almond επιμένει να διαταράσσει την σιωπή τραγουδώντας «for stars we are and stars we’ll be»…Και τότε φυσάει λίγο δυνατά ο άνεμος, όχι ο κοσμικός αλλά ένας γήινος και τόσο ευπρόσδεκτα δροσερός…και ξαφνικά αρχίζει να γελάς, ένα πηγαίο, αυθόρμητο, απελευθερωτικό γέλιο. Γιατί η πνοή του αέρα σε έκανε να συνειδητοποιήσεις πόσο αστεία πραγματικά, ακόμα και γελοία είναι τόσα πολλά από αυτά που μας απασχολούν καθημερινά, καταναλώνοντας αδίκως τόσο πολύ από τον πεπερασμένο χρόνο και την όχι πεπερασμένη μεν όσο ζούμε αλλά τόσο πολύτιμη σκέψη μας… «Προβλήματα» ανύπαρκτα ή και εξολοκλήρου κατασκευασμένα όπως ένα υποτιθέμενο δικό σου, το αν θα αντέξεις να συνεχίσεις να μακραίνεις τα μαλλιά σου μέχρι που πια να μπορούν να πιαστούν πίσω ή κάποια φορά σαν και αυτή, όταν ο αέρας φέρνει τις τούφες από τα πλάγια στα μάτια και στο στόμα σου κάνοντας σε να τις παραμερίζεις συνέχεια, θα σπάσουν τόσο πολύ τα νεύρα σου ώστε θα επιστρέψεις στο short back ‘n’ sides…Who gives a fuck really?

...άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες  

που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν…

Το μοναδικό τελικά που έχει σημασία είναι να κατανοείς καλά το πριν και όσα συνέβησαν σε αυτό, να βιώνεις με ένταση, πάθος μα και λογική (δύσκολος συνδυασμός αλλά οι ικανοί σε αυτά δοκιμάζονται και όχι στα εύκολα…) το τώρα ώστε να το γνωρίζεις όσο το δυνατόν καλύτερα και να προετοιμάζεσαι και ταυτόχρονα να προετοιμάζεις το μετά, Και μετά πριν και πάνω από όλα σημαίνει αρχές, όχι μία αλλά πολλές…Οχι άλλες συνέχειες, ούτε εσύ ούτε κανείς άλλος τις χρειάζεται, μόνον αδιάκοπες αρχές, ει δυνατόν προσπάθησε ώστε κάθε ημέρα να φέρνει και μιαν άλλη.

Γιατί είναι μόνον οι αρχές που δίνουν περιεχόμενο στο σύνολο, αυτές είναι που επανανοηματοδοτούν το μεγάλο ταξίδι…κάνοντας σε κάθε φορά να ορίζεις και έναν νέο, διαφορετικό, πιο μακρινό μα και ομορφότερο και πιο ποθητό προορισμό. Αρχές σαν και αυτές που μία τους μπορεί φυσικά να αποτελέσει κάθε καλοκαίρι και το συγκεκριμένο ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο…

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές 

μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια 

και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες… 

[Ολα τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα είναι από την ποιητική σύνθεση του Γιώργου Σεφέρη «Σχέδια Για Ενα Καλοκαίρι» που ήταν μέρος της συλλογής «Τετράδιο Γυμνασμάτων» (1940)]

Η δύναμη των ονείρων…

FAIRY

Το «Dream Attack» των New Order να σημαίνει άραγε «η επίθεση των ονείρων» ή «επίθεση διαμέσου των ονείρων»; Ό αριστουργηματικής συμπύκνωσης στίχος «δεν ανήκω σε κανέναν αλλά θέλω να είμαι μαζί σου», αυτή η πεμπτουσία της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης, της πλέον θεμελιώδους ίσως ιδιότητας της ιδιοσυστασίας του είδους μας η οποία αποδεικνύει, πραγματώνει και διατρανώνει το απολύτως αυτεξούσιο της ακριβώς διαμέσου μιας συνειδητής και στο έπακρο ελεύθερης επιλογής, παραπέμπει σαφέστατα στην δεύτερη απόδοση…

Η ελληνική γλώσσα, μέσα στον τόσο λεκτικό πλούτο της και υπερβολικά, ίσως περισσότερο και από όσο χρειάζεται, λεπτομερειακή κάποιες φορές  έχει δύο τουλάχιστον λέξεις για κάτι εκεί που η αγγλική για παράδειγμα έχει μόνο το dreamer. Η αιτία πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην τάση του αγγλοσαξονικού τρόπου σκέψης να απλουστεύει, κάποτε ακόμα και σε εξωφρενικό βαθμό, τα πράγματα, κάτι που οπωσδήποτε έχει τα θετικά του, έστω και αν τελικά αποβαίνει σε βάρος της προσπάθειας της φιλοσοφικής διερεύνησης, κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου.

Οπως και αν έχει οι Αγγλοσάξονες σχεδόν αδιαφορούν για τα όνειρα που βλέπουμε στον ύπνο μας, πιθανότατα πάνω στη λογική παραδοχή ότι αυτά είναι εξολοκλήρου προϊόντα του υποσυνειδήτου, άρα και μη ελέγξιμα και γι’ αυτό κανείς δεν αξίζει να ασχοληθεί καν μαζί τους, πόσο  μάλλον να δαπανήσει χρόνο για να τα ερμηνεύσει. Πόσο έχουν αλλάξει αλήθεια τα πράγματα από την εποχή που ο Φρόιντ βάσισε το μεγαλύτερο μέρος της πρωτόλειας ακόμα ψυχαναλυτικής θεωρίας του σε αυτά…

Η αγγλοσαξονική κοσμοθεωρία λοιπόν, όπως εκφράζεται από την αντίστοιχη γλώσσα, ασχολείται αποκλειστικά με όσους κάνουν συνειδητά  όνειρα για τους οποίους ;διαθέτει μόνο την λέξη dreamer. Διακρίνει μόνον αυτούς που κάνουν – και όχι έχουν! – τέτοια όνειρα απλά για να ξεφεύγουν από την καθημερινότητα τους οποίους αποκαλεί daydreamers από τους αυθεντικούς dreamers, όσους δεν το κάνουν μόνο συνειδητά αλλά και επιπλέον με έναν συγκεκριμένο σκοπό. Αντίστοιχα στα ελληνικά αποκαλούμε τους πρώτους «ονειροπαρμένους» και τους δεύτερους φυσικά ονειροπόλους…

Τι κάνουν λοιπόν οι dreamers ή ονειροπόλοι; Μα φυσικά ονειρεύονται…Η τέχνη του ονειρεύεσθαι κόντρα στο ονειροποιείν ή, ακόμα λιγότερο, στο ονειροκρίνειν. Τι σημαίνει επί της ουσίας όνειρο; Μια έλλογη σκέψη (η οποία φυσικά προκύπτει από ένα συνδυασμό συνήθως συναισθημάτων και όχι μόνον ένα) και καθώς γίνεται όλο και πιο συστηματική και επίμονη μετατρέπεται σε αυτό που λέμε επιθυμία. Οσο η επιθυμία γίνεται, σταδιακά μα σταθερά, όλο και εντονότερη τόσο αυτό που ξεκίνησε ως όνειρο παίρνει τον δρόμο της πραγματοποίησης του…Τα συλλογικά όνειρα είναι αυτό που λέμε οράματα και σε αυτό ομολογουμένως πάσχουμε σήμερα, παρατηρείται δηλαδή διεθνώς και σε όλα τα επίπεδα μια έλλειψη τους. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία και κυρίως συζήτηση….

Δεν ακολουθούν όμως όλα τα όνειρα την ίδια οδό. Αναπόφευκτα – και για την ισορροπία μας πρέπει να το δεχόμαστε αυτό – υπάρχουν και εκείνα που για οποιουσδήποτε λόγους θα ακυρωθούν, θα ματαιωθούν, θα παραμείνουν ανεκπλήρωτα και δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ…Στο πρώτο μου blog που είχα αρκετά χρόνια πριν σε server του εξωτερικού και στην αγγλική γλώσσα είχα κάποτε γράψει σε ένα post ότι τα πρώτα πάνε στον παράδεισο και τα δεύτερα στην κόλαση των ονείρων.

Τότε όμως ένα άλλος blogger, ένας Αμερικανός συγγραφέας μυθοπλασίας, επαγγελματίας σεφ αλλά επίσης και κορυφαίου επιπέδου μηχανικός software της Microsoft (στο εξωτερικό συμβαίνουν και τέτοιες παράξενες συνυπάρξεις ιδιοτήτων) μου έκανε το σχόλιο «πολύ ωραία τοποθέτηση, έγκριτη και λογική…Τι συμβαίνει όμως τότε στο καθαρτήριο των ονείρων;». Ηταν ένας καλός «αδελφός εν μπλογκόσφαιρα», σεβόμαστε και δίναμε μεγάλη βάση ο ένα στα σχόλια του άλλου γι’ αυτό και με προβλημάτισε πολύ το συγκεκριμένο του. Τι ακριβώς ήθελε ή μάλλον προσπαθούσε να μου πει;

Κατέληξα ότι αναφερόταν σε μιαν όχι και τόσο συνηθισμένη περίπτωση ονείρων, αυτά δηλαδή που ενώ φαίνεται ότι δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ κάτι, μια λογική και ρεαλιστική θεώρηση τους, μας εμποδίζει να τα θεωρήσουμε νεκρά και να τα στείλουμε στην κόλαση των ονείρων, κατά μιαν έννοια τους δίνουμε για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα την ευκαιρία να αποδείξουν ότι έχουν λόγο ύπαρξης.

Αυτά είναι λοιπόν που πηγαίνουν στο καθαρτήριο των ονείρων αλλά τι ακριβώς τους συμβαίνει εκεί; Μα τι άλλο θα μπορούσε από το να μετατραπούν σε αυτό που λέμε…ελπίδες! Οποιαδήποτε ελπίδα όμως δεν μπορεί να διατηρείται εις το διηνεκές ή έστω επ’ αόριστον, υφίσταται για όσο το μυαλό μας επιβεβαιώνει ότι συντρέχει πολύ σοβαρός λόγος για αυτό…Το διάστημα διατήρησης της όμως που εγκρίνει το μυαλό μας μπορεί να είναι από μερικές ώρες και λίγες ημέρες μέχρι ολόκληρα χρόνια και μάλιστα αρκετά. Τι γίνεται όταν μια ελπίδα πρέπει να παραμείνει ζωντανή για πάρα πολύ καιρό, πώς μπορούμε να την βοηθήσουμε και να την στηρίξουμε σε αυτό;

Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μη θυμηθώ το τέλος ενός αγαπημένου μου βιβλίου το οποίο αποτελείται από τρεις μόλις λέξεις «περιμένετε και ελπίζετε». Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός είναι που σου επιτρέπει να κρατάς ζωντανές τις ελπίδες σου για όσο είναι απαραίτητο, το να διαθέτεις όση υπομονή χρειάζεται, όση περισσότερη είναι δυνατό.

Είτε όμως τα όνειρα που περνούν στο στάδιο της επιθυμίας είτε εκείνα τα οποία μετέρχονται αυτό της ελπίδας πριν τους συμβεί αυτό έχουν και στη συνέχεια μπροστά τους έναν περισσότερο ή λιγότερο μακρύ αλλά τις περισσότερες φορές δύσκολο, κοπιαστικό, επίσης επίμονο και κάποτε ακόμα και επίπονο αγώνα, αυτόν που θα οδηγήσει στην πραγματοποίηση της επιθυμίας. Αξίζει λοιπόν τελικά να κάνει κανείς όνειρα; Γιατί να πρέπει να υποβάλλει τον εαυτό του σε αυτή την διανοητική, ενίοτε και ψυχική ταλαιπωρία;

Για εμένα όχι μόνον αξίζει αλλά είναι και απολύτως αναγκαίο…Πρώτον διότι ο άνθρωπος που δεν κάνει όνειρα ή έστω αυτός που σταματάει να κάνει επί της ουσίας είναι πλέον ήδη νεκρός, το μόνο το οποίο συνεχίζεται είναι η εγκεφαλική λειτουργία του και ακόμα και αυτό είναι συζητήσιμο μερικές φορές. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι είναι τα όνειρα που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σου δίνουν την δύναμη να συνεχίζεις κόντρα στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής. Οσο παράδοξο και αν φαίνεται τίποτα ίσως δεν διαθέτει περισσότερη δύναμη από αυτό το άπιαστο, άυλο πράγμα που λέγεται όνειρο…και όσο πιο καλό και όμορφο είναι τόσο αυξάνει η δύναμη του.

Πιστεύω ότι η θεώρηση αυτή έχει σημασία ακόμα και για όσους δέχονται την λίαν απαισιόδοξη άποψη ότι η ίδια η ζωή στην ολοκληρία της είναι ένα…όνειρο.  Έστω λοιπόν ότι ισχύει αυτό, πώς θα αντεπεξέλθεις, πώς θα του δώσεις ένα νόημα, μια στοιχειώδη έστω αίσθηση αλήθειας ώστε να συνεχίσεις να υπάρχεις μέσα σε αυτό το – ένα και μοναδικό, σε αυτή την περίπτωση – συλλογικό και συνολικό όνειρο; Είναι δυνατόν να υπάρχει άλλος τρόπος από το να επιμένεις να πραγματοποιήσεις, να «υλοποιήσεις» ένα ή καλύτερα όσο γίνεται περισσότερα δικά σου όνειρα; Έστω και αν δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο…

Διορθώνοντας την πορεία καθώς βαδίζεις…

COMPASS

Από τότε που άρχισε να υπάρχει η φιλοσοφία ένα από τα κεντρικά ερωτήματα της, από εκείνα που όσες απαντήσεις και αν τους δοθούν δεν είναι ποτέ αρκετές καθώς κάθε εποχή προσθέτει τις δικές της, είναι το αν η ανθρώπινη ζωή καθορίζεται από το υποκείμενο της ή όχι. Στο μόνο το οποίο έχουν καταλήξει σίγουρα μέχρι τώρα όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι και διανοητές είναι ότι η απάντηση σε αυτή την διαζευκτική ερώτηση δεν μπορεί να είναι…ούτε το ένα ούτε το άλλο!

Πράγματι καθώς η ζωή είναι στο μεγαλύτερο μέρος της δύσκολη αν είμαστε μόνον εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι για τις δυσκολίες της τότε ο βίος μας θα έμοιαζε με του μυθολογικού Σισύφου, εκείνου του ταλαίπωρου που ανέβαζε έναν μεγάλο βράχο σε έναν λόφο αλλά πάντα μόλις πλησίαζε την κορυφή ο βράχος ξέφευγε και κυλούσε πίσω και έτσι έπρεπε να αρχίσει πάλι το ίδιο, μάταιο επί της ουσίας, έργο του, ξανά και ξανά. Αλλά αν αντίστοιχα δεν είχαμε καμιά ευθύνη για την ζωή μας και ήταν έρμαιο κάποιας «τύχης» ή «μοίρας» τότε θα έμοιαζε με του επίσης μυθολογικού Ταντάλου, ενός άλλου ταλαίπωρου ο οποίος κάθε φορά που έσκυβε να πιει νερό από μια δροσερή πηγή το έβλεπε να χάνεται και έτσι έμενε μονίμως διψασμένος.

Πέραν όμως από μυθολογικές αναφορές είναι η κοινή λογική που μας λέει ότι ναι μεν κατ’ αρχήν είμαστε υπεύθυνοι για την ζωή μας αλλά υπάρχουν πολλοί ανεξάρτητοι και εξωτερικοί από εμάς παράγοντες, από τα καιρικά και άλλα φυσικά φαινόμενα μέχρι διαφόρων ειδών συγκυρίες και τις πράξεις και συμπεριφορές άλλων, που την επηρεάζουν. Το ζητούμενο λοιπόν είναι ακριβώς η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο παραμέτρων, της ελεύθερης βούλησης μας και της ευθύνης που πηγάζει από αυτήν και των εξωγενών παραγόντων και βέβαια το πώς μπορεί να επιτευχθεί.

Το πιο καθοριστικό στοιχείο για αυτό είναι η σχέση μας με τον χρόνο και, πιο συγκεκριμένα, με τα εκάστοτε τρία μέρη του. Το παρελθόν έχει πλέον τελειώσει, είναι «νεκρός χρόνος» και έτσι δεν μας απασχολεί οπότε απομένει το παρόν στο οποίο έχουμε μεν περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης αλλά είναι η μόνη οδός διά της οποίας μπορούμε να επιφέρουμε και να δρομολογήσουμε περισσότερες και μεγαλύτερες αλλαγές στο μέλλον. Και φυσικά το μέγεθος αυτό των αλλαγών είναι ευθέως ανάλογο με τον χρόνο που απαιτείται για αυτές, όσο μεγαλύτερες τόσο αναγκαστικά και πιο μακροπρόθεσμες είναι.

Για παράδειγμα μια δραστική κοινωνική αλλαγή – ανέκαθεν με την εξαίρεση της Οκτωβριανής επανάστασης και στην εποχή μας περισσότερο από ποτέ – δεν μπορεί παρά να γίνει σε ένα βάθος μερικών δεκαετιών. Θα χρειαστεί να την προετοιμάσουν συνειδητά και να εργαστούν για αυτήν τρεις, τέσσερις, μπορεί και πέντε γενεές με μεγάλες ομάδες ανθρώπων εντός κάθε μίας από αυτές να σκέφτονται και να μοχθούν σκληρά προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Και αυτό βέβαια σημαίνει ότι τα μέλη αυτών των συνόλων, οι άνθρωποι που αποτελούν αυτά τα συλλογικά υποκείμενα, πρέπει καθένας μόνος του να κάνει τις δικές του, προσωπικές αλλαγές, αναπόφευκτα ξεκινώντας από την ίδιο τον εαυτό του και την ζωή του. Πρόκειται για μιαν απολύτως κλιμακωτή διαδικασία και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι οτιδήποτε διαφορετικό…

Πολύ ωραίο και ικανοποιητικό στην συγκρότηση του αυτό το θεωρητικό σχήμα όμως πώς εφαρμόζεται στην πράξη, τόσο για κάθε άνθρωπο όσο και για τα συλλογικά υποκείμενα που αυτοί σχηματίζουν; Πολλοί μπορεί να είναι οι τρόποι και οι προσεγγίσεις αλλά αυτός που θα είχα να προτείνω προσωπικά είναι η επιστροφή στην προαναφερθείσα σχέση μας με τον χρόνο και η πιο ενδελεχής και εγγύτερη επανεξέταση της.

Και ξεκινώντας φυσικά από το παρελθόν που μπορεί να μην μας απασχολεί για την περαιτέρω βελτίωση της ζωής μας όμως δεν μπορεί και να μας αφήσει αδιάφορους  καθώς διαμορφώνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κατά περίπτωση, το παρόν από το οποίο φυσικά εξαρτάται το μέλλον. Τι υπάρχει λοιπόν στο παρελθόν; Κατά κύριο λόγο δύο πράγματα, εμπειρίες – καλές μα και κακές – που μας εμπλούτισαν και λάθη τα οποία κάναμε. Και αν μεν οι πρώτες δεν χρειάζονται κανένα σχόλιο η υπόθεση «λάθη» σηκώνει αρκετή συζήτηση…

Δεν μπορούμε βέβαια να αλλάξουμε ή πολύ περισσότερο να διαγράψουμε τα λάθη μας και στην συντριπτική πλειοψηφία τους ούτε καν να τα επανορθώσουμε. Το μόνο που μπορούμε είναι, όπως λέει και το πασίγνωστο αλλά και λίαν αληθινό τελικά κλισέ, να μάθουμε, να διδαχθούμε από αυτά…Τι σημαίνει επί της ουσίας αυτό; Πριν και πάνω από όλα το να μην τα επαναλάβουμε όχι μόνον όμως, σημαίνει επίσης να μάθουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη μας για αυτά. Αντίθετα δηλαδή με αυτό που κάνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, να θεωρούν και να λένε ότι για οτιδήποτε (κακό ή έστω δυσάρεστο φυσικά, τα καλά και τα όμορφα δεν είναι ποτέ πρόβλημα!) τους έχει συμβεί φταίει πάντα κάποιος/α άλλος/η να μπορούμε να πούμε «όχι, για αυτό έφταιγα περισσότερο και για εκείνο εντελώς εγώ»!

Οσο μη σωστό όμως είναι να μην αναλαμβάνουμε ποτέ την ευθύνη των λαθών μας άλλο τόσο είναι και το να μην αποδίδουμε ποτέ την ευθύνη σε άλλους, όταν φυσικά είναι όντως δική τους. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος λόγω μιας υπερβολικής «ευσυνειδησίας» ανάληψης της ευθύνης από μέρους μας να καταλήξουμε να ενοχοποιούμε, ακόμα ίσως και να «τιμωρούμε» κατά μιαν έννοια, τον εαυτό μας για κάποια πράγματα ενώ ταυτόχρονα «αθωώνουμε» πανηγυρικά, αν δεν εξιδανικεύουμε κιόλας, άλλους οι οποίοι φέρουν εξολοκλήρου και ακέραια την ευθύνη για αυτά. Και ας μην πιάσουμε καν το ότι τέτοια «αυτοενεχοποίηση» και «αυτοτιμωρία» πολύ συχνά μπορεί να οδηγήσουν σε μιαν εκούσια «θυματοποίηση» η οποία είναι από τους πλέον ανασχετικούς παράγοντες της εξέλιξης κάθε ανθρώπου…

Ας φέρω ένα παράδειγμα από την πολιτική για να γίνει πιο κατανοητό τι εννοώ. Αν εμπιστευθώ και ψηφίσω ένα κόμμα πιστεύοντας ότι θα πολιτευθεί με έναν άλφα τρόπο και αυτό το πράξει με εντελώς διαφορετικό έχω απλά κάνει μια λανθασμένη επιλογή και δεν πρέπει να την επαναλάβω. Αν τα στελέχη αυτού του κόμματος προεκλογικά έλεγαν όχι απλά ανακρίβειες αλλά συνειδητά ψέματα έχω και πάλι κάνει λάθος αλλά όχι τόσο σοβαρό και μικρότερου μεγέθους, απλά έπρεπε να έχω ενημερωθεί καλύτερα και να έχω προσέξει περισσότερο το τι είναι ο πολιτικός φορέας που θα τιμούσα με την ψήφο μου.

Τι συμβαίνει όμως όταν οι πράξεις και οι συμπεριφορές που δεν συμφωνούν με όσα ήξερα και με ενοχλούν δεν προέρχονται από το σύνολο των στελεχών του κόμματος αλλά από κάποια συγκεκριμένα; Στην περίπτωση αυτή θα ήταν όχι μόνον άδικο αλλά και ανόητο να ενοχοποιήσω συλλήβδην όλο το κόμμα και ταυτόχρονα να καταδικάσω την επιλογή μου ως λανθασμένη, η ευθύνη ανήκει σε κάποιους φαύλους πολιτικούς και μόνο σε αυτούς! Και φυσικά μπορεί να ισχύει και το αντίθετο, μπορεί σε αυτό το κόμμα που αποδείχθηκε ανάξιο της εμπιστοσύνης μου να υπάρχουν κάποιοι έντιμοι και ηθικοί άνθρωποι. Το να θεωρήσω λοιπόν ότι η λανθασμένη συνολικά αυτή τη φορά επιλογή μου υποχρεωτικά συμπεριλαμβάνει και αυτούς θα με εμποδίσει από το να τους εμπιστευθώ – ενώ θα το αξίζουν και με το παραπάνω – όταν τους δω να διεκδικούν μιαν άλλη δημόσια θέση ή σε όποια άλλη επαφή μπορεί να έχω μαζί τους. Με μια κουβέντα η γενίκευση ή κοινώς «τσουβάλιασμα» δεν είναι θετική ποτέ και για τίποτα, καλό είναι πάντα και για οτιδήποτε να σταθμίζουμε και να κρίνουμε κατά περίπτωση. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάμε κόντρα σε συνήθειες και προκαταλήψεις μας, αν όχι πολύ περισσότερο τότε…  (*}

Αφού λοιπόν διαχειριστούμε με αυτό τον τρόπο το παρελθόν στη συνέχεια πρέπει να προβούμε στις κατάλληλες πράξεις και επιλογές στο παρόν ώστε να προετοιμάσουμε τις μεγαλύτερες και θετικότερες αλλαγές του μέλλοντος. Και εδώ είναι που αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα…Βλέπεις δηλαδή πολλούς ανθρώπους να λένε «δεν ξέρω τι να κάνω, αυτό, εκείνο, το άλλο;» καταλήγοντας αρκετές φορές απλά στο να μην κάνουν απολύτως τίποτα, σε μιαν άτυπη μοιρολατρία δηλαδή. Πώς δεν ξέρεις δηλαδή; Για την ίδια την ζωή σου πρόκειται και μάλιστα ακριβώς για το μέρος της για το οποίο εσύ και μόνον εσύ, κανείς άλλος, έχεις την ευθύνη, Γιατί δηλαδή είναι τόσο δύσκολο να «ξέρεις»;

Συνήθως, αν όχι κατά κανόνα, το αληθινό πρόβλημα των ανθρώπων αυτών δεν σχετίζεται τόσο με το παρόν όσο με το παρελθόν, δεν μπορούν δηλαδή να συμφιλιωθούν ή καλύτερα να διαχειριστούν τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Και πολύ συχνά ανήκουν στην κατηγορία των υπερ-ευσυνείδητα υπερ-υπεύθυνων, εκείνων δηλαδή που σκέφτονται «εγώ έχω την ευθύνη για όλα και τι έχω κάνει ουσιαστικά, μόνο λάθη…Τι θέλω, να κάνω και άλλα; Άσε καλύτερα, δεν κάνω τίποτα…». Και έτσι ένας υγιής καταρχήν μηχανισμός άμυνας μετατρέπεται σταδιακά μα σταθερά σε τροχοπέδη…

Μια τροχοπέδη που εμποδίζει ανθρώπους, ομάδες, συλλογικότητες, ολόκληρες κοινωνίες ίσως να προχωρούν, καθηλώνοντας τους στο να επαναλαμβάνουν ως γενετικά προγραμματισμένοι όχι μόνον αρχέτυπα ή ακόμα και  στερεότυπα που βρίσκονται βαθιά στο συλλογικό ανθρώπινο ασυνείδητο (άλλα κοινά παντού στον κόσμο και άλλα διαφορετικά} μα και προσωπικές νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες μπορεί και να καλύπτονται πίσω από την «δύναμη της συνήθειας». «Αυτά ξέρουμε, αυτά εμπιστευόμαστε» που στην ουσία μεταφράζεται στην γνωστή παροιμία «τι έχεις Γιάννη, τι είχα πάντα»…και ενώ εκείνο το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης που λέγεται ελεύθερη θέληση, αποκαμωμένο από την αναμονή και πλήττοντας θανάσιμα, έχει καθίσει σε μια γωνία και αναρωτιέται με περιέργεια αν ο κάτοχος του θα ασχοληθεί ποτέ μαζί του και θα το χρησιμοποιήσει, πόσο μάλλον θα το αξιοποιήσει.

Πως λοιπόν ο άνθρωπος μπορεί να κατανικήσει τους όποιους κληρονομημένους από το παρελθόν φόβους του και να ακολουθήσει την έμφυτη τάση του να προχωρεί και να βελτιώνει την ζωή του; Να προχωρεί και μεταφορικά δηλαδή γιατί κυριολεκτικά δεν σταματά ούτε λεπτό να το κάνει καθώς, ας μην το ξεχνάμε, η καθημερινότητα, η αληθινή ζωή, η πραγματικότητα, αυτή που δεν απαιτεί ούτε σκέψη ούτε επιλογές ούτε αποφάσεις γιατί αποτελεί μια, δυστυχώς ή ευτυχώς, απαραίτητη ρουτίνα δεν παύει να τρέχει, μην αφήνοντας μας την πολυτέλεια του χρόνου να σκεφτούμε πάρα πολύ για τα υπόλοιπα – και ας είναι τελικά πολύ πιο σοβαρά και σημαντικά από εκείνη – και πολύ περισσότερο δεν μας επιτρέπει να μείνουμε πίσω και να μας προσπεράσει διότι τότε χάνουμε το ίδιο το τρένο της ζωής….Είναι μια κατάσταση που ομολογουμένως μπορεί να στριμώξει οποιονδήποτε.

Το μόνο που μπορείς να κάνεις για να αντεπεξέλθεις είναι να μελετήσεις καλύτερα τα δεδομένα, τι είναι δηλαδή αυτό που ωθεί και ταυτόχρονα στηρίζει τον άνθρωπο στην επιδίωξη της βελτίωσης της ζωής του; Δύο πράγματα, πρώτον η  εσωτερική δύναμη που τον κάνει να την διεκδικεί και δεύτερον η τόλμη για να ρισκάρει γιατί, ως γνωστόν, χωρίς να ρισκάρει ποτέ κανείς δεν κέρδισε τίποτα και αναφορικά με οτιδήποτε. Υπάρχει φυσικά το λελογισμένο και τα παράλογο ρίσκο και προφανώς καλό είναι να εφαρμόζει κανείς το πρώτο αλλά, καλώς ή κακώς, στο τέλος αναγκαστικά δεν γλιτώνεις ένα ποσοστό ρίσκου…Και γιατί να το γλιτώσεις άλλωστε, αν δεν δοκιμάσεις οτιδήποτε – με την προϋπόθεση εννοείται πως ό,τι έχεις διαπιστώσει μέχρι τότε για αυτό είναι θετικό – πώς θα ξέρεις αν σου κάνει, αν σου αρέσει ακόμα; Οπως εξάλλου θα έλεγαν και οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι είναι προτιμότερο να κατέβεις στο γήπεδο, να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς και ας ηττηθείς παρά σαν κότα να μην παίξεις καθόλου και να υποστείς έτσι μιαν άτυπη μεν αλλά πολύ πιο ταπεινωτική ήττα!

Το να μην μπορεί λοιπόν κάποιος να ακολουθήσει αυτή την έμφυτη τάση του δεν μπορεί παρά να οφείλεται στο ότι στερείται, δεν έχει επαρκή αποθέματα έστω, αυτής της δύναμης, του θάρρους ή και των δύο. Αρα το ζητούμενο δεν είναι παρά το πώς θα τα βρει, το πώς θα αναπληρώσει τα αποθέματα του…Και πάλι μπορούν να υπάρξουν πολλοί τρόποι για να επιτευχθεί αυτό και το μόνο που μπορώ είναι να προτείνω, ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους, εκείνον που είναι πιο κατάλληλος για εμένα.

Προσωπικά λοιπόν στον εκάστοτε παρόντα χρόνο εστιάζω σε εκείνες τις μικρές «νίκες» ενάντια στις δυσκολίες και στα εμπόδια της ζωής γιατί τελικά στον αγώνα για να την κάνεις καλύτερη αυτά έχεις για εχθρούς, όσα και όποιων ειδών και αν είναι. Σε αυτές τις σύντομες και σπάνιες «νίκες», μπορεί να είναι μερικές μόνο στιγμές την εβδομάδα, τον μήνα ή ίσως και ακόμα λιγότερο, δεν έχει σημασία…Η πείρα μου έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές ταυτίζονται και με στιγμές υπέρβασης, όταν δηλαδή η προσεχτική εκτίμηση των δεδομένων σου έλεγε ότι θα πας μέχρι ένα σημείο α αλλά, χωρίς καν να το καταλάβεις ή να το προσπαθήσεις, διαπιστώνεις μετά ότι έφτασες πολύ μακρύτερα, με όποια έννοια μπορεί να έχει η λέξη σε κάθε περίπτωση. Και, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, η υπέρβαση αυτή συνήθως συνυπάρχει με την ικανοποίηση για κάτι πολύ όμορφο, πολύ ουσιαστικό που βρίσκεται κάπου εκεί στο βάθος, παράπλευρη ωφέλεια και όχι απώλεια…

Είναι κάθε φορά αυτές οι λίγες μικρές – που κάποτε όμως μπορεί να είναι και μεγαλύτερες,  από εκείνες που (κατα)γράφονται με κεφαλαίο Ν… –  «νίκες» στο παρόν που σε οδηγούν σε περισσότερες, μεγαλύτερες και ολοένα πιο σημαντικές στο μέλλον ώσπου να κερδίσεις τον «πόλεμο»…;ή έστω να φτάσει η στιγμή να σταματήσει για εσένα και να παραδώσεις τα «όπλα» στους επόμενους που θα τον συνεχίσουν. Και το σίγουρο είναι ότι κάθε φορά που κερδίζεις μια τέτοια «νίκη», όσο μικρή και αν είναι, νιώθεις και εσύ, έστω για μια στιγμή, ένας…μικρός ήρωας. Ενας ήρωας αυτού του ατέρμονος προσωπικού τε και συλλογικού. ειρηνικού πολέμου του ανθρώπου να κάνει την ζωή του εαυτού του και των ομοίων του λίγο καλύτερη, λίγο πιο ανθρώπινη τελικά…

Ετσι ακριβώς δηλαδή όπως το περιγράφει ο David Bowie στο ομότιτλο τραγούδι του κεντρικού δίσκου της λεγόμενης «τριλογίας του Βερολίνου» (τα άλλα δύο μέρη της ήταν τα «Low» και «Lodger») για να είμαστε και λίγο επίκαιροι σε σχέση με όσα διαδραματίστηκαν το Σαββατοκύριακο στο Βρυξέλλες…Ναι, μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακό και θεαματικό όσο το να επιβάλλεις την θέληση σου σε μιαν ολόκληρη σύνοδο κορυφής της ΕΕ όπως έκανε ο χερ Βόλφανγκ Σόιμπλε όμως δεν είναι και καθόλου λίγο…και ίσως μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί τόσο σημαντικό ώστε τελικά να είσαι εσύ ένας από εκείνους που θα κερδίσουν τον πόλεμο και όχι αυτός και το σινάφι του. Δεν πρόκειται περί άγνοιας κινδύνου ούτε για υπέρμετρη αισιοδοξία αλλά για απλή επίγνωση ότι…

Though nothing will drive them away

We can be heroes, just for one day

We can be us, just for one day…

Oh we can beat them, forever and ever

Then we could be heroes, just for one day…

—————————————————–

*  Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκεται και το μεγαλύτερο έλλειμμα ή και μειονέκτημα της μαρξιστικής θεωρίας σήμερα, κάτι που δεν συνέβαινε όταν την εισήγαγε ο Μαρξ. Αν δηλαδή ο άκρατος καπιταλισμός της εποχής μας αναβιβάζοντας υπερβολικά κάθε άνθρωπο, θεοποιώντας τον σχεδόν – στα ίδια του τα μάτια και μόνο – καταστρέφει την όποια συλλογική αίσθηση οι δογματικοί μαρξιστές της εποχής μας διαπράττουν το ακριβώς αντίστροφο λάθος. Ισοπεδώνοντας και εντέλει εκμηδενίζοντας δηλαδή κάθε διαφορετική προσωπικότητα με το να την θεωρούν ένα ακόμα κομματάκι μιας άμορφης μάζας που αποκαλούν «λαό» – και πλέον ελέγχεται πολύ σοβαρά αν στις ημέρες μας είναι ακόμα μια υπαρκτή έννοια ή μια νοητική κατασκευή – απογυμνώνουν, στερούν από κάθε άνθρωπο την μοναδικότητα του. Το αποτέλεσμά φυσικά είναι έτσι να υπονομεύουν ακόμα περισσότερο όποια συλλογικότητα υποτίθεται ότι θέλουν να προφυλάξουν ή και να διασώσουν!