Μήνας: Ιουλίου 2015

Η δύναμη των ονείρων…

FAIRY

Το «Dream Attack» των New Order να σημαίνει άραγε «η επίθεση των ονείρων» ή «επίθεση διαμέσου των ονείρων»; Ό αριστουργηματικής συμπύκνωσης στίχος «δεν ανήκω σε κανέναν αλλά θέλω να είμαι μαζί σου», αυτή η πεμπτουσία της ελεύθερης ανθρώπινης βούλησης, της πλέον θεμελιώδους ίσως ιδιότητας της ιδιοσυστασίας του είδους μας η οποία αποδεικνύει, πραγματώνει και διατρανώνει το απολύτως αυτεξούσιο της ακριβώς διαμέσου μιας συνειδητής και στο έπακρο ελεύθερης επιλογής, παραπέμπει σαφέστατα στην δεύτερη απόδοση…

Η ελληνική γλώσσα, μέσα στον τόσο λεκτικό πλούτο της και υπερβολικά, ίσως περισσότερο και από όσο χρειάζεται, λεπτομερειακή κάποιες φορές  έχει δύο τουλάχιστον λέξεις για κάτι εκεί που η αγγλική για παράδειγμα έχει μόνο το dreamer. Η αιτία πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην τάση του αγγλοσαξονικού τρόπου σκέψης να απλουστεύει, κάποτε ακόμα και σε εξωφρενικό βαθμό, τα πράγματα, κάτι που οπωσδήποτε έχει τα θετικά του, έστω και αν τελικά αποβαίνει σε βάρος της προσπάθειας της φιλοσοφικής διερεύνησης, κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου.

Οπως και αν έχει οι Αγγλοσάξονες σχεδόν αδιαφορούν για τα όνειρα που βλέπουμε στον ύπνο μας, πιθανότατα πάνω στη λογική παραδοχή ότι αυτά είναι εξολοκλήρου προϊόντα του υποσυνειδήτου, άρα και μη ελέγξιμα και γι’ αυτό κανείς δεν αξίζει να ασχοληθεί καν μαζί τους, πόσο  μάλλον να δαπανήσει χρόνο για να τα ερμηνεύσει. Πόσο έχουν αλλάξει αλήθεια τα πράγματα από την εποχή που ο Φρόιντ βάσισε το μεγαλύτερο μέρος της πρωτόλειας ακόμα ψυχαναλυτικής θεωρίας του σε αυτά…

Η αγγλοσαξονική κοσμοθεωρία λοιπόν, όπως εκφράζεται από την αντίστοιχη γλώσσα, ασχολείται αποκλειστικά με όσους κάνουν συνειδητά  όνειρα για τους οποίους ;διαθέτει μόνο την λέξη dreamer. Διακρίνει μόνον αυτούς που κάνουν – και όχι έχουν! – τέτοια όνειρα απλά για να ξεφεύγουν από την καθημερινότητα τους οποίους αποκαλεί daydreamers από τους αυθεντικούς dreamers, όσους δεν το κάνουν μόνο συνειδητά αλλά και επιπλέον με έναν συγκεκριμένο σκοπό. Αντίστοιχα στα ελληνικά αποκαλούμε τους πρώτους «ονειροπαρμένους» και τους δεύτερους φυσικά ονειροπόλους…

Τι κάνουν λοιπόν οι dreamers ή ονειροπόλοι; Μα φυσικά ονειρεύονται…Η τέχνη του ονειρεύεσθαι κόντρα στο ονειροποιείν ή, ακόμα λιγότερο, στο ονειροκρίνειν. Τι σημαίνει επί της ουσίας όνειρο; Μια έλλογη σκέψη (η οποία φυσικά προκύπτει από ένα συνδυασμό συνήθως συναισθημάτων και όχι μόνον ένα) και καθώς γίνεται όλο και πιο συστηματική και επίμονη μετατρέπεται σε αυτό που λέμε επιθυμία. Οσο η επιθυμία γίνεται, σταδιακά μα σταθερά, όλο και εντονότερη τόσο αυτό που ξεκίνησε ως όνειρο παίρνει τον δρόμο της πραγματοποίησης του…Τα συλλογικά όνειρα είναι αυτό που λέμε οράματα και σε αυτό ομολογουμένως πάσχουμε σήμερα, παρατηρείται δηλαδή διεθνώς και σε όλα τα επίπεδα μια έλλειψη τους. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία και κυρίως συζήτηση….

Δεν ακολουθούν όμως όλα τα όνειρα την ίδια οδό. Αναπόφευκτα – και για την ισορροπία μας πρέπει να το δεχόμαστε αυτό – υπάρχουν και εκείνα που για οποιουσδήποτε λόγους θα ακυρωθούν, θα ματαιωθούν, θα παραμείνουν ανεκπλήρωτα και δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ…Στο πρώτο μου blog που είχα αρκετά χρόνια πριν σε server του εξωτερικού και στην αγγλική γλώσσα είχα κάποτε γράψει σε ένα post ότι τα πρώτα πάνε στον παράδεισο και τα δεύτερα στην κόλαση των ονείρων.

Τότε όμως ένα άλλος blogger, ένας Αμερικανός συγγραφέας μυθοπλασίας, επαγγελματίας σεφ αλλά επίσης και κορυφαίου επιπέδου μηχανικός software της Microsoft (στο εξωτερικό συμβαίνουν και τέτοιες παράξενες συνυπάρξεις ιδιοτήτων) μου έκανε το σχόλιο «πολύ ωραία τοποθέτηση, έγκριτη και λογική…Τι συμβαίνει όμως τότε στο καθαρτήριο των ονείρων;». Ηταν ένας καλός «αδελφός εν μπλογκόσφαιρα», σεβόμαστε και δίναμε μεγάλη βάση ο ένα στα σχόλια του άλλου γι’ αυτό και με προβλημάτισε πολύ το συγκεκριμένο του. Τι ακριβώς ήθελε ή μάλλον προσπαθούσε να μου πει;

Κατέληξα ότι αναφερόταν σε μιαν όχι και τόσο συνηθισμένη περίπτωση ονείρων, αυτά δηλαδή που ενώ φαίνεται ότι δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ κάτι, μια λογική και ρεαλιστική θεώρηση τους, μας εμποδίζει να τα θεωρήσουμε νεκρά και να τα στείλουμε στην κόλαση των ονείρων, κατά μιαν έννοια τους δίνουμε για μεγαλύτερο ή μικρότερο διάστημα την ευκαιρία να αποδείξουν ότι έχουν λόγο ύπαρξης.

Αυτά είναι λοιπόν που πηγαίνουν στο καθαρτήριο των ονείρων αλλά τι ακριβώς τους συμβαίνει εκεί; Μα τι άλλο θα μπορούσε από το να μετατραπούν σε αυτό που λέμε…ελπίδες! Οποιαδήποτε ελπίδα όμως δεν μπορεί να διατηρείται εις το διηνεκές ή έστω επ’ αόριστον, υφίσταται για όσο το μυαλό μας επιβεβαιώνει ότι συντρέχει πολύ σοβαρός λόγος για αυτό…Το διάστημα διατήρησης της όμως που εγκρίνει το μυαλό μας μπορεί να είναι από μερικές ώρες και λίγες ημέρες μέχρι ολόκληρα χρόνια και μάλιστα αρκετά. Τι γίνεται όταν μια ελπίδα πρέπει να παραμείνει ζωντανή για πάρα πολύ καιρό, πώς μπορούμε να την βοηθήσουμε και να την στηρίξουμε σε αυτό;

Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μη θυμηθώ το τέλος ενός αγαπημένου μου βιβλίου το οποίο αποτελείται από τρεις μόλις λέξεις «περιμένετε και ελπίζετε». Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός είναι που σου επιτρέπει να κρατάς ζωντανές τις ελπίδες σου για όσο είναι απαραίτητο, το να διαθέτεις όση υπομονή χρειάζεται, όση περισσότερη είναι δυνατό.

Είτε όμως τα όνειρα που περνούν στο στάδιο της επιθυμίας είτε εκείνα τα οποία μετέρχονται αυτό της ελπίδας πριν τους συμβεί αυτό έχουν και στη συνέχεια μπροστά τους έναν περισσότερο ή λιγότερο μακρύ αλλά τις περισσότερες φορές δύσκολο, κοπιαστικό, επίσης επίμονο και κάποτε ακόμα και επίπονο αγώνα, αυτόν που θα οδηγήσει στην πραγματοποίηση της επιθυμίας. Αξίζει λοιπόν τελικά να κάνει κανείς όνειρα; Γιατί να πρέπει να υποβάλλει τον εαυτό του σε αυτή την διανοητική, ενίοτε και ψυχική ταλαιπωρία;

Για εμένα όχι μόνον αξίζει αλλά είναι και απολύτως αναγκαίο…Πρώτον διότι ο άνθρωπος που δεν κάνει όνειρα ή έστω αυτός που σταματάει να κάνει επί της ουσίας είναι πλέον ήδη νεκρός, το μόνο το οποίο συνεχίζεται είναι η εγκεφαλική λειτουργία του και ακόμα και αυτό είναι συζητήσιμο μερικές φορές. Δεύτερον και εξίσου σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι είναι τα όνειρα που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σου δίνουν την δύναμη να συνεχίζεις κόντρα στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής. Οσο παράδοξο και αν φαίνεται τίποτα ίσως δεν διαθέτει περισσότερη δύναμη από αυτό το άπιαστο, άυλο πράγμα που λέγεται όνειρο…και όσο πιο καλό και όμορφο είναι τόσο αυξάνει η δύναμη του.

Πιστεύω ότι η θεώρηση αυτή έχει σημασία ακόμα και για όσους δέχονται την λίαν απαισιόδοξη άποψη ότι η ίδια η ζωή στην ολοκληρία της είναι ένα…όνειρο.  Έστω λοιπόν ότι ισχύει αυτό, πώς θα αντεπεξέλθεις, πώς θα του δώσεις ένα νόημα, μια στοιχειώδη έστω αίσθηση αλήθειας ώστε να συνεχίσεις να υπάρχεις μέσα σε αυτό το – ένα και μοναδικό, σε αυτή την περίπτωση – συλλογικό και συνολικό όνειρο; Είναι δυνατόν να υπάρχει άλλος τρόπος από το να επιμένεις να πραγματοποιήσεις, να «υλοποιήσεις» ένα ή καλύτερα όσο γίνεται περισσότερα δικά σου όνειρα; Έστω και αν δεν είναι παρά ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο…

Διορθώνοντας την πορεία καθώς βαδίζεις…

COMPASS

Από τότε που άρχισε να υπάρχει η φιλοσοφία ένα από τα κεντρικά ερωτήματα της, από εκείνα που όσες απαντήσεις και αν τους δοθούν δεν είναι ποτέ αρκετές καθώς κάθε εποχή προσθέτει τις δικές της, είναι το αν η ανθρώπινη ζωή καθορίζεται από το υποκείμενο της ή όχι. Στο μόνο το οποίο έχουν καταλήξει σίγουρα μέχρι τώρα όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι και διανοητές είναι ότι η απάντηση σε αυτή την διαζευκτική ερώτηση δεν μπορεί να είναι…ούτε το ένα ούτε το άλλο!

Πράγματι καθώς η ζωή είναι στο μεγαλύτερο μέρος της δύσκολη αν είμαστε μόνον εμείς οι ίδιοι υπεύθυνοι για τις δυσκολίες της τότε ο βίος μας θα έμοιαζε με του μυθολογικού Σισύφου, εκείνου του ταλαίπωρου που ανέβαζε έναν μεγάλο βράχο σε έναν λόφο αλλά πάντα μόλις πλησίαζε την κορυφή ο βράχος ξέφευγε και κυλούσε πίσω και έτσι έπρεπε να αρχίσει πάλι το ίδιο, μάταιο επί της ουσίας, έργο του, ξανά και ξανά. Αλλά αν αντίστοιχα δεν είχαμε καμιά ευθύνη για την ζωή μας και ήταν έρμαιο κάποιας «τύχης» ή «μοίρας» τότε θα έμοιαζε με του επίσης μυθολογικού Ταντάλου, ενός άλλου ταλαίπωρου ο οποίος κάθε φορά που έσκυβε να πιει νερό από μια δροσερή πηγή το έβλεπε να χάνεται και έτσι έμενε μονίμως διψασμένος.

Πέραν όμως από μυθολογικές αναφορές είναι η κοινή λογική που μας λέει ότι ναι μεν κατ’ αρχήν είμαστε υπεύθυνοι για την ζωή μας αλλά υπάρχουν πολλοί ανεξάρτητοι και εξωτερικοί από εμάς παράγοντες, από τα καιρικά και άλλα φυσικά φαινόμενα μέχρι διαφόρων ειδών συγκυρίες και τις πράξεις και συμπεριφορές άλλων, που την επηρεάζουν. Το ζητούμενο λοιπόν είναι ακριβώς η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο παραμέτρων, της ελεύθερης βούλησης μας και της ευθύνης που πηγάζει από αυτήν και των εξωγενών παραγόντων και βέβαια το πώς μπορεί να επιτευχθεί.

Το πιο καθοριστικό στοιχείο για αυτό είναι η σχέση μας με τον χρόνο και, πιο συγκεκριμένα, με τα εκάστοτε τρία μέρη του. Το παρελθόν έχει πλέον τελειώσει, είναι «νεκρός χρόνος» και έτσι δεν μας απασχολεί οπότε απομένει το παρόν στο οποίο έχουμε μεν περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης αλλά είναι η μόνη οδός διά της οποίας μπορούμε να επιφέρουμε και να δρομολογήσουμε περισσότερες και μεγαλύτερες αλλαγές στο μέλλον. Και φυσικά το μέγεθος αυτό των αλλαγών είναι ευθέως ανάλογο με τον χρόνο που απαιτείται για αυτές, όσο μεγαλύτερες τόσο αναγκαστικά και πιο μακροπρόθεσμες είναι.

Για παράδειγμα μια δραστική κοινωνική αλλαγή – ανέκαθεν με την εξαίρεση της Οκτωβριανής επανάστασης και στην εποχή μας περισσότερο από ποτέ – δεν μπορεί παρά να γίνει σε ένα βάθος μερικών δεκαετιών. Θα χρειαστεί να την προετοιμάσουν συνειδητά και να εργαστούν για αυτήν τρεις, τέσσερις, μπορεί και πέντε γενεές με μεγάλες ομάδες ανθρώπων εντός κάθε μίας από αυτές να σκέφτονται και να μοχθούν σκληρά προς την επίτευξη αυτού του σκοπού. Και αυτό βέβαια σημαίνει ότι τα μέλη αυτών των συνόλων, οι άνθρωποι που αποτελούν αυτά τα συλλογικά υποκείμενα, πρέπει καθένας μόνος του να κάνει τις δικές του, προσωπικές αλλαγές, αναπόφευκτα ξεκινώντας από την ίδιο τον εαυτό του και την ζωή του. Πρόκειται για μιαν απολύτως κλιμακωτή διαδικασία και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι οτιδήποτε διαφορετικό…

Πολύ ωραίο και ικανοποιητικό στην συγκρότηση του αυτό το θεωρητικό σχήμα όμως πώς εφαρμόζεται στην πράξη, τόσο για κάθε άνθρωπο όσο και για τα συλλογικά υποκείμενα που αυτοί σχηματίζουν; Πολλοί μπορεί να είναι οι τρόποι και οι προσεγγίσεις αλλά αυτός που θα είχα να προτείνω προσωπικά είναι η επιστροφή στην προαναφερθείσα σχέση μας με τον χρόνο και η πιο ενδελεχής και εγγύτερη επανεξέταση της.

Και ξεκινώντας φυσικά από το παρελθόν που μπορεί να μην μας απασχολεί για την περαιτέρω βελτίωση της ζωής μας όμως δεν μπορεί και να μας αφήσει αδιάφορους  καθώς διαμορφώνει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό κατά περίπτωση, το παρόν από το οποίο φυσικά εξαρτάται το μέλλον. Τι υπάρχει λοιπόν στο παρελθόν; Κατά κύριο λόγο δύο πράγματα, εμπειρίες – καλές μα και κακές – που μας εμπλούτισαν και λάθη τα οποία κάναμε. Και αν μεν οι πρώτες δεν χρειάζονται κανένα σχόλιο η υπόθεση «λάθη» σηκώνει αρκετή συζήτηση…

Δεν μπορούμε βέβαια να αλλάξουμε ή πολύ περισσότερο να διαγράψουμε τα λάθη μας και στην συντριπτική πλειοψηφία τους ούτε καν να τα επανορθώσουμε. Το μόνο που μπορούμε είναι, όπως λέει και το πασίγνωστο αλλά και λίαν αληθινό τελικά κλισέ, να μάθουμε, να διδαχθούμε από αυτά…Τι σημαίνει επί της ουσίας αυτό; Πριν και πάνω από όλα το να μην τα επαναλάβουμε όχι μόνον όμως, σημαίνει επίσης να μάθουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη μας για αυτά. Αντίθετα δηλαδή με αυτό που κάνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, να θεωρούν και να λένε ότι για οτιδήποτε (κακό ή έστω δυσάρεστο φυσικά, τα καλά και τα όμορφα δεν είναι ποτέ πρόβλημα!) τους έχει συμβεί φταίει πάντα κάποιος/α άλλος/η να μπορούμε να πούμε «όχι, για αυτό έφταιγα περισσότερο και για εκείνο εντελώς εγώ»!

Οσο μη σωστό όμως είναι να μην αναλαμβάνουμε ποτέ την ευθύνη των λαθών μας άλλο τόσο είναι και το να μην αποδίδουμε ποτέ την ευθύνη σε άλλους, όταν φυσικά είναι όντως δική τους. Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος λόγω μιας υπερβολικής «ευσυνειδησίας» ανάληψης της ευθύνης από μέρους μας να καταλήξουμε να ενοχοποιούμε, ακόμα ίσως και να «τιμωρούμε» κατά μιαν έννοια, τον εαυτό μας για κάποια πράγματα ενώ ταυτόχρονα «αθωώνουμε» πανηγυρικά, αν δεν εξιδανικεύουμε κιόλας, άλλους οι οποίοι φέρουν εξολοκλήρου και ακέραια την ευθύνη για αυτά. Και ας μην πιάσουμε καν το ότι τέτοια «αυτοενεχοποίηση» και «αυτοτιμωρία» πολύ συχνά μπορεί να οδηγήσουν σε μιαν εκούσια «θυματοποίηση» η οποία είναι από τους πλέον ανασχετικούς παράγοντες της εξέλιξης κάθε ανθρώπου…

Ας φέρω ένα παράδειγμα από την πολιτική για να γίνει πιο κατανοητό τι εννοώ. Αν εμπιστευθώ και ψηφίσω ένα κόμμα πιστεύοντας ότι θα πολιτευθεί με έναν άλφα τρόπο και αυτό το πράξει με εντελώς διαφορετικό έχω απλά κάνει μια λανθασμένη επιλογή και δεν πρέπει να την επαναλάβω. Αν τα στελέχη αυτού του κόμματος προεκλογικά έλεγαν όχι απλά ανακρίβειες αλλά συνειδητά ψέματα έχω και πάλι κάνει λάθος αλλά όχι τόσο σοβαρό και μικρότερου μεγέθους, απλά έπρεπε να έχω ενημερωθεί καλύτερα και να έχω προσέξει περισσότερο το τι είναι ο πολιτικός φορέας που θα τιμούσα με την ψήφο μου.

Τι συμβαίνει όμως όταν οι πράξεις και οι συμπεριφορές που δεν συμφωνούν με όσα ήξερα και με ενοχλούν δεν προέρχονται από το σύνολο των στελεχών του κόμματος αλλά από κάποια συγκεκριμένα; Στην περίπτωση αυτή θα ήταν όχι μόνον άδικο αλλά και ανόητο να ενοχοποιήσω συλλήβδην όλο το κόμμα και ταυτόχρονα να καταδικάσω την επιλογή μου ως λανθασμένη, η ευθύνη ανήκει σε κάποιους φαύλους πολιτικούς και μόνο σε αυτούς! Και φυσικά μπορεί να ισχύει και το αντίθετο, μπορεί σε αυτό το κόμμα που αποδείχθηκε ανάξιο της εμπιστοσύνης μου να υπάρχουν κάποιοι έντιμοι και ηθικοί άνθρωποι. Το να θεωρήσω λοιπόν ότι η λανθασμένη συνολικά αυτή τη φορά επιλογή μου υποχρεωτικά συμπεριλαμβάνει και αυτούς θα με εμποδίσει από το να τους εμπιστευθώ – ενώ θα το αξίζουν και με το παραπάνω – όταν τους δω να διεκδικούν μιαν άλλη δημόσια θέση ή σε όποια άλλη επαφή μπορεί να έχω μαζί τους. Με μια κουβέντα η γενίκευση ή κοινώς «τσουβάλιασμα» δεν είναι θετική ποτέ και για τίποτα, καλό είναι πάντα και για οτιδήποτε να σταθμίζουμε και να κρίνουμε κατά περίπτωση. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάμε κόντρα σε συνήθειες και προκαταλήψεις μας, αν όχι πολύ περισσότερο τότε…  (*}

Αφού λοιπόν διαχειριστούμε με αυτό τον τρόπο το παρελθόν στη συνέχεια πρέπει να προβούμε στις κατάλληλες πράξεις και επιλογές στο παρόν ώστε να προετοιμάσουμε τις μεγαλύτερες και θετικότερες αλλαγές του μέλλοντος. Και εδώ είναι που αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα…Βλέπεις δηλαδή πολλούς ανθρώπους να λένε «δεν ξέρω τι να κάνω, αυτό, εκείνο, το άλλο;» καταλήγοντας αρκετές φορές απλά στο να μην κάνουν απολύτως τίποτα, σε μιαν άτυπη μοιρολατρία δηλαδή. Πώς δεν ξέρεις δηλαδή; Για την ίδια την ζωή σου πρόκειται και μάλιστα ακριβώς για το μέρος της για το οποίο εσύ και μόνον εσύ, κανείς άλλος, έχεις την ευθύνη, Γιατί δηλαδή είναι τόσο δύσκολο να «ξέρεις»;

Συνήθως, αν όχι κατά κανόνα, το αληθινό πρόβλημα των ανθρώπων αυτών δεν σχετίζεται τόσο με το παρόν όσο με το παρελθόν, δεν μπορούν δηλαδή να συμφιλιωθούν ή καλύτερα να διαχειριστούν τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Και πολύ συχνά ανήκουν στην κατηγορία των υπερ-ευσυνείδητα υπερ-υπεύθυνων, εκείνων δηλαδή που σκέφτονται «εγώ έχω την ευθύνη για όλα και τι έχω κάνει ουσιαστικά, μόνο λάθη…Τι θέλω, να κάνω και άλλα; Άσε καλύτερα, δεν κάνω τίποτα…». Και έτσι ένας υγιής καταρχήν μηχανισμός άμυνας μετατρέπεται σταδιακά μα σταθερά σε τροχοπέδη…

Μια τροχοπέδη που εμποδίζει ανθρώπους, ομάδες, συλλογικότητες, ολόκληρες κοινωνίες ίσως να προχωρούν, καθηλώνοντας τους στο να επαναλαμβάνουν ως γενετικά προγραμματισμένοι όχι μόνον αρχέτυπα ή ακόμα και  στερεότυπα που βρίσκονται βαθιά στο συλλογικό ανθρώπινο ασυνείδητο (άλλα κοινά παντού στον κόσμο και άλλα διαφορετικά} μα και προσωπικές νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες μπορεί και να καλύπτονται πίσω από την «δύναμη της συνήθειας». «Αυτά ξέρουμε, αυτά εμπιστευόμαστε» που στην ουσία μεταφράζεται στην γνωστή παροιμία «τι έχεις Γιάννη, τι είχα πάντα»…και ενώ εκείνο το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης που λέγεται ελεύθερη θέληση, αποκαμωμένο από την αναμονή και πλήττοντας θανάσιμα, έχει καθίσει σε μια γωνία και αναρωτιέται με περιέργεια αν ο κάτοχος του θα ασχοληθεί ποτέ μαζί του και θα το χρησιμοποιήσει, πόσο μάλλον θα το αξιοποιήσει.

Πως λοιπόν ο άνθρωπος μπορεί να κατανικήσει τους όποιους κληρονομημένους από το παρελθόν φόβους του και να ακολουθήσει την έμφυτη τάση του να προχωρεί και να βελτιώνει την ζωή του; Να προχωρεί και μεταφορικά δηλαδή γιατί κυριολεκτικά δεν σταματά ούτε λεπτό να το κάνει καθώς, ας μην το ξεχνάμε, η καθημερινότητα, η αληθινή ζωή, η πραγματικότητα, αυτή που δεν απαιτεί ούτε σκέψη ούτε επιλογές ούτε αποφάσεις γιατί αποτελεί μια, δυστυχώς ή ευτυχώς, απαραίτητη ρουτίνα δεν παύει να τρέχει, μην αφήνοντας μας την πολυτέλεια του χρόνου να σκεφτούμε πάρα πολύ για τα υπόλοιπα – και ας είναι τελικά πολύ πιο σοβαρά και σημαντικά από εκείνη – και πολύ περισσότερο δεν μας επιτρέπει να μείνουμε πίσω και να μας προσπεράσει διότι τότε χάνουμε το ίδιο το τρένο της ζωής….Είναι μια κατάσταση που ομολογουμένως μπορεί να στριμώξει οποιονδήποτε.

Το μόνο που μπορείς να κάνεις για να αντεπεξέλθεις είναι να μελετήσεις καλύτερα τα δεδομένα, τι είναι δηλαδή αυτό που ωθεί και ταυτόχρονα στηρίζει τον άνθρωπο στην επιδίωξη της βελτίωσης της ζωής του; Δύο πράγματα, πρώτον η  εσωτερική δύναμη που τον κάνει να την διεκδικεί και δεύτερον η τόλμη για να ρισκάρει γιατί, ως γνωστόν, χωρίς να ρισκάρει ποτέ κανείς δεν κέρδισε τίποτα και αναφορικά με οτιδήποτε. Υπάρχει φυσικά το λελογισμένο και τα παράλογο ρίσκο και προφανώς καλό είναι να εφαρμόζει κανείς το πρώτο αλλά, καλώς ή κακώς, στο τέλος αναγκαστικά δεν γλιτώνεις ένα ποσοστό ρίσκου…Και γιατί να το γλιτώσεις άλλωστε, αν δεν δοκιμάσεις οτιδήποτε – με την προϋπόθεση εννοείται πως ό,τι έχεις διαπιστώσει μέχρι τότε για αυτό είναι θετικό – πώς θα ξέρεις αν σου κάνει, αν σου αρέσει ακόμα; Οπως εξάλλου θα έλεγαν και οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι είναι προτιμότερο να κατέβεις στο γήπεδο, να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς και ας ηττηθείς παρά σαν κότα να μην παίξεις καθόλου και να υποστείς έτσι μιαν άτυπη μεν αλλά πολύ πιο ταπεινωτική ήττα!

Το να μην μπορεί λοιπόν κάποιος να ακολουθήσει αυτή την έμφυτη τάση του δεν μπορεί παρά να οφείλεται στο ότι στερείται, δεν έχει επαρκή αποθέματα έστω, αυτής της δύναμης, του θάρρους ή και των δύο. Αρα το ζητούμενο δεν είναι παρά το πώς θα τα βρει, το πώς θα αναπληρώσει τα αποθέματα του…Και πάλι μπορούν να υπάρξουν πολλοί τρόποι για να επιτευχθεί αυτό και το μόνο που μπορώ είναι να προτείνω, ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους, εκείνον που είναι πιο κατάλληλος για εμένα.

Προσωπικά λοιπόν στον εκάστοτε παρόντα χρόνο εστιάζω σε εκείνες τις μικρές «νίκες» ενάντια στις δυσκολίες και στα εμπόδια της ζωής γιατί τελικά στον αγώνα για να την κάνεις καλύτερη αυτά έχεις για εχθρούς, όσα και όποιων ειδών και αν είναι. Σε αυτές τις σύντομες και σπάνιες «νίκες», μπορεί να είναι μερικές μόνο στιγμές την εβδομάδα, τον μήνα ή ίσως και ακόμα λιγότερο, δεν έχει σημασία…Η πείρα μου έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές ταυτίζονται και με στιγμές υπέρβασης, όταν δηλαδή η προσεχτική εκτίμηση των δεδομένων σου έλεγε ότι θα πας μέχρι ένα σημείο α αλλά, χωρίς καν να το καταλάβεις ή να το προσπαθήσεις, διαπιστώνεις μετά ότι έφτασες πολύ μακρύτερα, με όποια έννοια μπορεί να έχει η λέξη σε κάθε περίπτωση. Και, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, η υπέρβαση αυτή συνήθως συνυπάρχει με την ικανοποίηση για κάτι πολύ όμορφο, πολύ ουσιαστικό που βρίσκεται κάπου εκεί στο βάθος, παράπλευρη ωφέλεια και όχι απώλεια…

Είναι κάθε φορά αυτές οι λίγες μικρές – που κάποτε όμως μπορεί να είναι και μεγαλύτερες,  από εκείνες που (κατα)γράφονται με κεφαλαίο Ν… –  «νίκες» στο παρόν που σε οδηγούν σε περισσότερες, μεγαλύτερες και ολοένα πιο σημαντικές στο μέλλον ώσπου να κερδίσεις τον «πόλεμο»…;ή έστω να φτάσει η στιγμή να σταματήσει για εσένα και να παραδώσεις τα «όπλα» στους επόμενους που θα τον συνεχίσουν. Και το σίγουρο είναι ότι κάθε φορά που κερδίζεις μια τέτοια «νίκη», όσο μικρή και αν είναι, νιώθεις και εσύ, έστω για μια στιγμή, ένας…μικρός ήρωας. Ενας ήρωας αυτού του ατέρμονος προσωπικού τε και συλλογικού. ειρηνικού πολέμου του ανθρώπου να κάνει την ζωή του εαυτού του και των ομοίων του λίγο καλύτερη, λίγο πιο ανθρώπινη τελικά…

Ετσι ακριβώς δηλαδή όπως το περιγράφει ο David Bowie στο ομότιτλο τραγούδι του κεντρικού δίσκου της λεγόμενης «τριλογίας του Βερολίνου» (τα άλλα δύο μέρη της ήταν τα «Low» και «Lodger») για να είμαστε και λίγο επίκαιροι σε σχέση με όσα διαδραματίστηκαν το Σαββατοκύριακο στο Βρυξέλλες…Ναι, μπορεί να μην είναι τόσο εντυπωσιακό και θεαματικό όσο το να επιβάλλεις την θέληση σου σε μιαν ολόκληρη σύνοδο κορυφής της ΕΕ όπως έκανε ο χερ Βόλφανγκ Σόιμπλε όμως δεν είναι και καθόλου λίγο…και ίσως μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί τόσο σημαντικό ώστε τελικά να είσαι εσύ ένας από εκείνους που θα κερδίσουν τον πόλεμο και όχι αυτός και το σινάφι του. Δεν πρόκειται περί άγνοιας κινδύνου ούτε για υπέρμετρη αισιοδοξία αλλά για απλή επίγνωση ότι…

Though nothing will drive them away

We can be heroes, just for one day

We can be us, just for one day…

Oh we can beat them, forever and ever

Then we could be heroes, just for one day…

—————————————————–

*  Εδώ κατά τη γνώμη μου βρίσκεται και το μεγαλύτερο έλλειμμα ή και μειονέκτημα της μαρξιστικής θεωρίας σήμερα, κάτι που δεν συνέβαινε όταν την εισήγαγε ο Μαρξ. Αν δηλαδή ο άκρατος καπιταλισμός της εποχής μας αναβιβάζοντας υπερβολικά κάθε άνθρωπο, θεοποιώντας τον σχεδόν – στα ίδια του τα μάτια και μόνο – καταστρέφει την όποια συλλογική αίσθηση οι δογματικοί μαρξιστές της εποχής μας διαπράττουν το ακριβώς αντίστροφο λάθος. Ισοπεδώνοντας και εντέλει εκμηδενίζοντας δηλαδή κάθε διαφορετική προσωπικότητα με το να την θεωρούν ένα ακόμα κομματάκι μιας άμορφης μάζας που αποκαλούν «λαό» – και πλέον ελέγχεται πολύ σοβαρά αν στις ημέρες μας είναι ακόμα μια υπαρκτή έννοια ή μια νοητική κατασκευή – απογυμνώνουν, στερούν από κάθε άνθρωπο την μοναδικότητα του. Το αποτέλεσμά φυσικά είναι έτσι να υπονομεύουν ακόμα περισσότερο όποια συλλογικότητα υποτίθεται ότι θέλουν να προφυλάξουν ή και να διασώσουν!