Το ανοίκειο σπίτι

Μένουμε σπίτι, όχι από επιλογή αλλά γιατί είμαστε υποχρεωμένοι, πρέπει, είναι απαραίτητο. Το σπίτι μας, καταφύγιο που έγινε φυλακή ή (κατ)αναγκαστική φυλακή η οποία είναι πια το καταφύγιο μας; Τα ίδια αντικείμενα, συσκευές, έπιπλα και δωμάτια. Τόσο γνωστά μας αλλά έμελλε να τα γνωρίσουμε ακόμα πιο πολύ, πολύ περισσότερο ίσως από όσο χρειαζόταν. Το δωμάτιο που κυρίως χρησιμοποιούμε, όποιο και αν είναι αυτό. Οι γνώριμοι τοίχοι του, οι γραμμές, οι γωνίες τους…μέσα από την ομίχλη των τσιγάρων που είναι περισσότερα από άλλοτε, μερικές φορές διαμέσου του πρίσματος ενός ποτηριού με κρασί ή ποτό. Οταν όμως τα βλέπεις συνεχώς, σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο, αρχίζεις να νιώθεις σαν τον Ένοικο του Πολάνσκι. Θαρρείς ότι οι γραμμές των τοίχων αρχίζουν να συγκλίνουν, οι γωνίες τους να γίνονται πιο οξείες, αιχμηρές και απειλητικές και τα τοιχώματα σε προσεγγίζουν, σιγά – σιγά μα και αδυσώπητα, ώσπου να σε συνθλίψουν. Οι τοίχοι γίνονται απόρθητα τείχη και οι γραμμές τους οι γραμμές των δικών σου οριζόντων, ορίζοντας ένα σύμπαν ολοένα και πιο στενό, ολοένα και πιο ερμητικά κλειστό.

Τότε είναι που αρχίζεις να φοβάσαι. Φοβάσαι ότι όντως δεν υπάρχει ζωή έξω από αυτούς τος τοίχους, ποτέ δεν υπήρχε αλλά ήταν μια αυταπάτη που καλλιεργούσες επίμονα για να αντέξεις το γεγονός ότι ανέκαθεν ζούσες ανάμεσα τους και μόνον εκεί. Ακόμα περισσότερο όμως  φοβάσαι ότι αρχίζεις να μεταλλάσσεσαι, όχι σε κατσαρίδα όπως ο Κύριος Κ αλλά σε κάτι πολύ χειρότερο και πιο ύπουλο. Σε κάποιον που επιλέγει να ζει μόνιμα ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους και να μην έρχεται ποτέ σε πραγματική επαφή με άλλους ανθρώπους αλλά μόνο διαμέσου τηλεφώνου και Internet με άλλα φαντάσματα του μπετόν αρμέ όπως ο ίδιος. Ναι, αυτό το σπίτι είναι στοιχειωμένο αλλά μόνον από εσένα…

Ώσπου ξυπνάς ένα πρωί και συνειδητοποιείς ότι πάντα, εδώ και πάρα  πολλά χρόνια τουλάχιστον, έτσι ήταν. Ζούσες μόνον ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, αιχμάλωτος τους, αλλά δεν το έβλεπες, δεν το καταλάβαινες γιατί ο προαυλισμός διαρκούσε πολύ περισσότερο, ακόμα και ολόκληρες ημέρες αν ήθελες. Αυτό είναι το μόνο που έχεις αληθινά στερηθεί τώρα, την δυνατότητα προαυλισμού. Έπρεπε να έρθει μια επιδημία για να διαγνώσεις το χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα που σε κατέτρωγε καθημερινά και συνεχίζει να το κάνει.

Και έτσι αρχίζεις να ψάχνεις, εκεί, στον συμπαγή τοίχο απέναντι σου, το πέρασμα. Το αναζητείς πυρετωδώς, με τα μάτια της ψυχής και κοιτάζοντας από το παράθυρο του μυαλού. Οχι για να δραπετεύσεις γιατί οι δραπέτες πάντα εντέλει συλλαμβάνονται και επιστρέφουν στον χώρο κάθειρξης τους, συνήθως υπό δυσμενέστερες συνθήκες από πριν. Για να δια-φύγεις προς την εσωτερική ελευθερία σου, την μόνη που θα σου επιτρέψει να βρίσκεσαι, όποτε και για όσο το επιθυμείς, κάπου πολύ μακριά και υψηλότερα. Εκεί όπου θα μπορείς να έρχεσαι σε πραγματική επαφή με άλλους αληθινούς ανθρώπους. Τι παράξενο, ακόμα και όταν η μεταξύ σας απόσταση είναι κατά χιλιάδες φορές πολλαπλάσια από το πάχος ενός τοίχου…

Σχολιάστε